Είδα: τον «Γάμο του Φίγκαρο» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

Κωμική ευδαιμονία δουλεμένη στην εντέλεια

Κι εκεί που η χειμερινή περίοδος είχε φτάσει και ξεπεράσει τα μισά, και όπως όλα έδειχναν χωρίς καμιά αξιόλογη κωμωδία στο ρεπερτόριό της, ήρθε η νέα σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού πάνω στον «Γάμο του Φίγκαρο» για να αποδώσει, τρόπον τινά, δικαιοσύνη. Η επιστροφή του σε ένα είδος με το οποίο πολύ καιρό είχε να αναμετρηθεί, αποκάλυψε ένα φίνο, ακτινοβόλο ανέβασμα, μια μεθυστική θεατρική γιορτή με κυρίαρχο μοτίβο το κωμικό στοιχείο. Και λέμε κυρίαρχο αφού το κλασικό έργο του Μπωμαρσαί είναι μια κορυφαία στιγμή καταγραφής για τη μοίρα του ανθρωπίσκου, μια σπουδή πάνω στον ασυγκράτητο αγώνα για επιβίωση όπου το ιλαρό συνυπάρχει ανά πάσα στιγμή με το τραγικό και το κυνηγητό ανάμεσά τους μοιάζει ατέρμονο.

Μέσα από την πυκνή, χυμώδη μετάφραση της Έλσας Ανδριανού, παρακολουθούμε τις κεφάτες περιπέτειες που ζει ένας γοητευτικός κατεργάρης με το παρατσούκλι «Φίγκαρο» παραμονή του γάμου του. Τα εμπόδια που υψώνονται μπροστά του μέχρι να ευτυχήσει και να ντυθεί γαμπρός, οι παρεξηγήσεις, οι ανατροπές, οι καταστάσεις και η αναλλοίωτη παλέτα των ερωτικών ηθών πλέκουν ένα εξωφρενικό, ευδαιμονικό γαϊτανάκι – που όπως αναφέραμε και νωρίτερα έχει και τη σκοτεινή πλευρά του. Μέσα από μια κλασική δομή, με αναγωγές ακόμα και στην ελληνική τραγωδία, ο Μπωμαρσαί προλαβαίνει να ασχοληθεί με ένα σωρό αρχετυπικά μοτίβα: Από τη σχέση υπηρέτη και αφέντη, σε αυτήν του προλετάριου και του ευγενή, στην αιώνια μάχη θηλυκού κι αρσενικού, στη θέση της γυναίκας έναντι του ανδρός, στο Καλό και το Κακό.

Η σκηνοθεσία του Λιβαθινού εντοπίζει ένα μακρινό συγγενή του Οιδίποδα, αφού, όπως κι ο ήρωας του Αισχύλου, έτσι κι ο Φίγκαρο έχει μεγαλώσει ορφανός, αγνοεί τις αριστοκρατικές ρίζες του, παρολίγον να παντρευτεί τη μητέρα του εξαιτίας ενός συμβολαίου κ.ο.κ. – όλα αυτά ιδωμένα φυσικά στην ανάλαφρη πλευρά τους. Εξάλλου, ο Φίγκαρο αυτοσυστήνεται ως «διπλωματικός μπακαλόγατος» βάζοντας τους όρους ενός ευφάνταστου παιγνίου στο όλον.

Η επιτυχία του Στάθη Λιβαθινού, εφόσον αναγνωρίζει τις ποικίλες αξίες του κειμένου, έγκειται στη σκέψη να τους δώσει χώρο και ανάσες σε μια σχεδόν ισότιμη σχέση. Έτσι, γεννιέται μια απόλυτα ισορροπημένη παράσταση -με ζητούμενο πάντα την κωμική ανισορροπία και το φαρσικό ευτράπελο- αφού όλο το οικοδόμημά της είναι ρυθμισμένο και δουλεμένο στην παραμικρή λεπτομέρεια. Η γενική εικόνα της παράστασης που θα μπορούσε να συνοψιστεί στην αποθέωση ενός καλοκουρδισμένου παιχνιδιού, κρύβει υψηλό επαγγελματισμό και άψογο συντονισμό από κάθε συντελεστή της παράστασης.

Ας πάρουμε την όψη της, στα σκηνικά και στα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου. Από τις ωραιότερες δουλειές της τα τελευταία χρόνια, με μινιμαλιστική προσέγγιση και ποικίλα αισθητικά δάνεια υπογράφει για τη φινέτσα και τη φρεσκάδα της παράστασης. Επίσης, η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού που απομακρύνεται -συνειδητά προφανώς- από τα απολύτως αναγνωρίσιμα μουσικά μοτίβα του Μότσαρτ και ανατρέχει για την έμπνευσή του στην ίδια τη δραματουργία. Ενθέτει δηλαδή τσιγγάνικη μουσική από τα Βαλκάνια, όπως τσιγγάνος φέρεται ότι είναι ο Φίγκαρο, και διατρέχει με αυτό το όχημα κι άλλους πολιτισμούς που σχετίζονται με τους Ρομά, όπως η Ινδία. Η μουσική δε, βρίσκεται σε απευθείας διάλογο με τις ερμηνείες των ηθοποιών τονώνοντας δραστικά τον ρυθμό της παράστασης.

Όσο για την πρωταγωνιστική ομάδα, δικαιώνει την επιμονή πολλών σκηνοθετών -μεταξύ αυτών και του Στάθη Λιβαθινού- να δουλεύουν με συγκεκριμένους πρωταγωνιστές, προς κέρδος χρόνου. Εδώ φυσικά, διαπιστώνουμε πολλά επιπλέον ευεργετήματα μιας τέτοιας επιλογής, αφού οι ηθοποιοί αναπτύσσουν μεταξύ τους άψογη επικοινωνία, εκπέμπουν τις ίδιες ατμόσφαιρες και «επιτρέπουν» στον σκηνοθέτη τους να εντοπίσει κι άλλα στοιχεία των δυνατοτήτων τους. Ο Δημήτρης Ήμελλος, αεικίνητος κι ευρηματικός, δίνει ρεσιτάλ στο ρόλο του ταλαίπωρου κολπατζή Φίγκαρο, επιβεβαιώνοντας πόσο πολύ του πάει η κωμωδία. Με κέφι και μπρίο ζωντανεύει η Σουζάνα της Αμαλίας Τσεκούρα, αλλά και η κόμισσα της Αντιγόνης Φρυδά, ενώ ο Άρης Τρουπάκης δίνει ανάστημα στον κόμη Αλμαβίβα. Έξω από το βασικό τετράπτυχο, την πλέον κωμική ερμηνεία της παράστασης αποσπά ο Νίκος Καρδώνης σε μια απολαυστική μεταμόρφωση. Αλλά και ο υπόλοιπος θίασος (Μαρία Σαββίδου, Γεράσιμος Μιχελής, Χρήστος Σούγαρης, Γιώργος Τσιαντούλας, Διονύσης Μπουλάς, Γιάννης Παναγόπουλος, Λευτέρης Αγγελάκης, Αργυρώ Ανανιάδου) δεν κάνει ούτε μια ερμηνευτική απόκλιση τηρώντας πιστά τους κανόνες της ομάδας – ακόμα και στη λεπτομέρεια της υπόκλισης.

04.03.2015, Χαραμή Στέλλα «Είδα: τον «Γάμο του Φίγκαρο» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού», tospirto.net

 

Για το link πατήστε εδώ