Ο ομηρικός λόγος το καλύτερο στοιχείο της παράστασης. Η εικονοποίησή του ένα στοίχημα δύσκολο να κερδηθεί.
Δύο συστάδες με λάστιχα αυτοκινήτου. Μικρές εξέδρες. Μια υδάτινη περιοχή στο βάθος αριστερά ή μέσα από την οποία θα αναδυθεί η μάνα του Αχιλλέα, Θέτις, και μέσα στην οποία θα «ταξιδέψουν» αργότερα τα χάρτινα καραβάκια των Αχαιών, λίγο πριν τη «φουρτουνιάσει» ο θεός Ποσειδώνας. Μια στιφτή σιδερένια σκάλα είναι εκεί δίπλα για να σηματοδοτήσει τον Όλυμπο. Πάνω της θα γαντζωθούν σε λίγο οι Θεοί. Μια σειρά από τσιγκέλια -πάνω στα οποία κρέμονται παλτά- θα ανοίξει κάποιες στιγμές της παράστασης και θα δημιουργήσει μια δυνατή εικόνα που παραπέμπει σε σκηνές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου κάνοντας έτσι διαχρονικό το αντιπολεμικό μήνυμα του έργου.
Μέσα στον αχανή χώρο του κτηρίου Δ’ της Πειραιώς 260, το σκηνικό της παράστασης (Ελένη Μανωλοπούλου) ακολουθεί τη βιομηχανική αισθητική του τόπου και είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να μοιράζει την δράση σε όλο τον χώρο.
Ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα των ηθοποιών του, δουλεύοντας εντατικά από τον περασμένο Σεπτέμβριο, έπεσαν στα βαθιά. Αναμετρήθηκαν με τους αξεπέραστους ομηρικούς στίχους και επιχείρησαν να θεατροποιήσουν ολόκληρο το αφηγηματικό έπος.
Πώς εικονοποιούνται όμως οι πλούσιες περιγραφές και οι παντοδύναμες εικόνες αυτού του μοναδικού αριστουργήματος;
Ευτυχώς από ό,τι φάνηκε μεγάλη ήταν η έμφαση που δόθηκε στην εκφορά του λόγου. Και πράγματι το ομηρικό κείμενο στην εξαιρετική μετάφραση του Δ.Ν. Μαρωνίτη (ο οποίος ήταν παρών στην πρεμιέρα) ήταν μακράν το καλύτερο στοιχείο αυτής της παράστασης. Από αυτή την άποψη επετεύχθη ένας βασικός στόχος: Το κείμενο ακούγεται. Οι 15 ηθοποιοί το εκφέρουν ολόσωστα μοιράζοντας αφηγηματικά και διαλογικά μέρη, κάνοντας γρήγορες αλλαγές επί σκηνής, φορώντας μικρόφωνα-ψείρες. Διαθέτουν -όπως φάνηκε- τις πολύ μεγάλες αντοχές που χρειάζονται για την πεντάωρης διάρκειας απαιτητική παράσταση. Το δεμένο σύνολο αντιμετωπίζει ορθά το κείμενο από την αρχή έως το τέλος. Πλην όμως από αυτό, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει κάποια αξιοσημείωτη ερμηνεία-σημείο αναφοράς.
Όσον αφορά την εικονοποιία, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν οι κινησιολογικές πινελιές του Μοναχού Σαολίν Σι Μια Τζιε. Χωρίς να περιλαμβάνει τις εντυπωσιακές σκηνές μάχης που θα περίμενε κανείς στο άκουσμα του ονόματός του ανάμεσα στους συντελεστές, δημιούργησε ορισμένες άκρως ενδιαφέρουσες πολεμικές σκηνές. Κατά τα άλλα, ευρήματα όπως μαύρα και κόκκινα μπαλόνια, κόκκινοι μίτοι, μαντήλια, μικρά πυροτεχνήματα και πατίνια, είναι στοιχεία που έχουμε δει και ξαναδεί.
Όσον αφορά την αισθητική της παράστασης, υπήρχαν ορισμένες παραφωνίες, ιδιαίτερα στα κοστούμια και δη των γυναικείων θεοτήτων. Το mix and match υλικών είναι το ίδιο σχεδόν που επικρατούσε και στον «Ερωτόκριτο» του Ακροπόλ. Αντίθετα, πολύ ενδιαφέρον ήταν το ηχητικό περιβάλλον της παράστασης. Δεν θα μας πείραζε να υπήρχαν ακόμη περισσότερα «εφέ». Ενώ τα ζωντανά κρουστά πρόσθεταν στο όλο αποτέλεσμα.
Ερμηνευτικά-σκηνοθετικά η έμφαση δόθηκε στη συνομιλία της παλαιότερης με τη νεότερη γενιά, αλλά και στη διαπίστωση πως δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι και πως ο μόνος δρόμος είναι το μεγαλείο της συγχώρεσης. Εξ’ ου και το φινάλε δίδεται στη συνομιλία του θυμωμένου νεαρού Αχιλλέα με τον σοφό και πονεμένο πατέρα Πρίαμο.
Μέχρι τις τέσσερις πρώτες ώρες η διάρκεια δεν κουράζει. Τα συχνά διαλλείματα βοηθούν. Ευχόμαστε η πρόταση αυτή – δουλεμένη ακόμη περισσότερο- να καταφέρει να κάνει μια σπουδαία διαδρομή στα θέατρα του εξωτερικού όπως οραματίζεται ο σκηνοθέτης και η ομάδα.
05.06.2013, Γαλανοπούλου Έλενα «Είδα: την «Ιλιάδα» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού», tospirto.net
Για το link πατήστε εδώ