Η παραλυτική που περπάτησε: Το «Σπασμένο γυαλί» του Α. Μίλερ στα Εξάρχεια

Έχω γράψει κι άλλοτε τη γνώμη μου, ότι θεωρώ τον Άρθουρ Μίλερ σαν ένα γνήσιο επίγονο του Ο’ Νηλ. Θέμα των έργων του Μίλερ, πέρα και πίσω από την πρόσοψη του πολιτικού θεάτρου, είναι η ρήξη του ονείρου με την πραγματικότητα, τη στιγμή ακριβώς που και ο κοινωνικός ιστός καταρρέει. Μια ρήξη η οποία δημιουργεί, όπως και στον Ο’ Νηλ, τη δική της, καινούργια πραγματικότητα, για να καταλήξει στη συντριβή του ήρωα, όταν αυτός τολμήσει να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο πια, σαν ίσος προς ίσο, τις δυνάμεις που κρύβονται πίσω από τη ρήξη του κοινωνικού ιστού. Επειδή στο αμερικανικό όνειρο χρήμα και Θεός έχουν συμμαχήσει για να φτιάξουν μια κοινωνία στα μέτρα τους (η αλλιώς, όπως το είχε διατυπώσει ο Λόρκα, «οι Αμερικανοί, απ’ το Θεό δε βλέπουν παρά μια γιγάντια πατούσα»), γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα έργα του Μίλερ δεν θα επιζούσαν, δεν θα παίζονταν σε όλο τον κόσμο επί τόσες δεκαετίες και βέβαια δεν θα ξεπερνούσαν τόσο εύκολα τον κλονισμό της κρίσης του «υπαρκτού» αν ήταν απλά στρατευμένα στην ιδέα του μαρξισμού έργα. Κι αν δεν περιείχαν, αντίθετα, στοιχεία κριτικής ολόκληρου του αμερικανικού (που έχει τάσεις παγκόσμιας εξάπλωσης), ανταγωνιστικού μοντέλου της παιδείας, ως μικρογραφίας μιας εκ φύσεως (και εκ Θεού) ανταγωνιστικής κοινωνίας. Που προήλθε, στη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε, από μια τυχαία (;) διασταύρωση των ιδεών του Λουθήρου με τη θεωρία περί εξελίξεως των ειδών του Δαρβίνου. Διασταύρωση τερατογονική. Ωστόσο οι ήρωες του Μίλερ δεν εξυψώνονται σε δυνάμεις κολοσσικές, διατηρούν το ανθρώπινο ανάστημά τους μέσα στην τερατώδη μηχανή που αλέθει σάρκες και συνειδήσεις. Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό της δύναμης του θεάτρου του Μίλερ, όπως άλλωστε και του αμέσου προδρόμου του, Ο’ Νηλ: παράγει ανθρώπινους χαρακτήρες εν κοινωνία, με ολόκληρο το πλέγμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων τους και με πλήρη την ψυχολογική σκευή τους. Και ανα-παράγει αυτό το πλέγμα στη θεατρική, κάποτε ανεστραμμένη σαν το είδωλο στον καθρέφτη, μορφή του. Στο πρόσφατο π.χ. (1994) «Σπασμένο γυαλί», το τόνο του έργου δίνουν τόσο ένα πνιγμένο (απωθημένο) αίσθημα ενοχής όσο και ο επικυρίαρχος φόβος. Με μια τεχνική που αγγίζει τα όρια της μαγείας ο Μίλερ τοποθετεί το ένα στο άλλο, σαν σε μεγεθυντικό κάτοπτρο: το αίσθημα ενοχής που παραλύει τη βούληση και κάθε δύναμη αντίδρασης του Φίλιπ Γκέλμπεργκ; φοβίζει μέχρι παραλύσεως τη Σύλβια Γκέλμπεργκ, η οποία αναγνωρίζει σε αυτό την αντανάκλαση του δικού της αισθήματος ενοχής. Κι ο φόβος της Σύλβιας για τον επερχόμενο φασισμό αντανακλάται στον Γκέλμπεργκ, χωρίς να διεγείρει το ένστικτο επιβίωσης του τελευταίου, επειδή το αίσθημα ενοχής τού έχει γίνει δεύτερη φύση και αδιαπέραστο κέλυφος. Η τελική λύση δεν έρχεται αυτόματα, μηχανιστικά, αλλά βγαίνει μέσα από τα ίδια τα πρόσωπα του έργου, μέσα από το «πάθος – μάθος» ή ακόμη καλύτερα μέσα από την πίστη τους, προσγράφεται δε στη «γυναίκα που περπάτησε», την «παραλυτική» Σύλβια, η οποία «ιάθηκε» όταν θέλησε να βαδίσει προς τον πάσχοντα άνδρα κι όχι όταν απλώς δοκίμαζε να σταθεί στα πόδια της. Ένα αληθινό θαύμα δηλαδή που έμπρακτα αποδεικνύει ότι «η κόλαση δεν είναι οι άλλοι».

Η παράσταση στο «Θέατρο Εξαρχείων» είναι από τις καλύτερες σκηνοθετικές δουλειές του Τάκη Βουτέρη, αναλυτική βαθιά, με ριζωμένους σε υπέδαφος γόνιμο πραγματικότητος ρόλους, λάμπουσα τόπους – τόπους από κρυστάλλινο λόγο, καθαρή και σαφής ως ύφος, γρήγορη σε ρυθμό. Τι άλλο μπορεί να προσθέσει κανείς; Η Αννίτα Δεκαβάλλα φτιάχνει ένα έξοχο πρόσωπο, σε τόνους χαμηλούς, σχεδόν ψιθυριστούς, ολοκληρώνει το ρόλο μέχρι την τελική του ανάταση, που δίνεται συνταρακτικά. Ο Τάκης Βουτέρης φτιάχνει με διαβήτη και γωνιόμετρο ένα χαρακτήρα – κλειδί (του γιατρού), που είναι συγχρόνως ο «λίθος» πάνω στο οποίο στηρίζεται το οικοσύστημα της δραματικής μεταστροφής των άλλων ηρώων. Ο Βουτέρης κυριολεκτικά «μπολιάζει» το ρόλο με ένα αθέατο υπερβατικό στοιχείο, προάγοντάς τον λυτρωτικά σε ένα χώρο πέραν της ψυχανάλυσης.

Ο Στάθης Λιβαθηνός ενσαρκώνει σχεδόν τραγικωμικά μια καίρια δραματική μετάβαση, από το προσωπείο στο πρόσωπο, του «Φίλιω», κάτι που αποτελεί από μόνο του μια μικρή υποκριτικήν οδύσσεια… επιβεβαιώνοντας ότι είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς μας της νεότερης γενιάς. Χειροποίητη η «Μάργκαρετ» της Αλεξάνδρας Μπατσαλιά και μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο η Λιάνα Παρούση χαίρεται πάντα τους ρόλους της, σα να παίζει τόπι. Ο Θεολόγος Βλούτης μέσα στο ρόλο του. Τα σκηνικά – κοστούμια του Ζιάκα τα χάρηκα κι αυτά, η μουσική του Ανδριτσάκη «δεμένη» κι η μετάφραση της Δεκαβάλλα με λόγο. Σημειώνω επίσης το ενδιαφέρον πρόγραμμα που περιέχει ολόκληρο το κείμενο της μετάφρασης του έργου κι άλλα κατατοπιστικά κείμενα.

03.03.1996, Πολενάκης Λέανδρος «Η παραλυτική που περπάτησε: Το «Σπασμένο γυαλί» του Α. Μίλερ στα Εξάρχεια», Η Αυγή

 

Για το link πατήστε εδώ