Η γοητεία του (γερμανόφωνου) θεάτρου και η αδυναμία του

Το γερμανόφωνο θέατρο πάντοτε είχε μια αδυναμία να καταπιάνεται με θέματα κοινωνικά και ιστορικά. Οι συγγραφείς που καθόρισαν την εξέλιξη του – Λέσινγκ, Γκέτε, Σίλερ (18ος αι.), Κλάιστ, Μπίχνερ, Χάουπτμαν (19ος αι.), Μπρεχτ, Κάιζερ, Βάις, Χάντκε, Κρόετζ, Ράινσαγκεν, Ροθ, Ντορστ, Μπέρνχαρντ (20ός αι.) – ήταν πάντα έτοιμοι να δεχτούν την πρόκληση αυτή. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αντιμετώπισαν τη σκηνή σαν μια δημόσια αρένα, όπου μπορούσαν να παρουσιάσουν και να κρίνουν θέματα που αφορούσαν το έθνος στο σύνολό του. Να μιλήσουν για τις κοινωνικές και ιδεολογικές δυνάμεις εκείνες, που διαμόρφωσαν τη ζωή και το πνεύμα (zeitgeist) της εποχής τους.

Τον αυστριακό συγγραφέα Τ. Μπέρνχαρντ (1931-1989) πρωτογνωρίσαμε στην Ελλάδα το 1986 με το έργο «Η δύναμη της συνήθειας» (φεστιβάλ της Πάτρας) και στη Θεσσαλονίκη το 1995 με το έργο «Στον προορισμό» (σκην. Ν. Σακαλίδη, ΚΘΒΕ). Το «Πριν την αποχώρηση» (1979), είναι ένα έργο δωματίου, η δράση του οποίου εκτυλίσσεται σε ένα απόγευμα στο σπίτι ενός πρώην Ες – Ες, του Ρούντολφ, ο οποίος γιορτάζει κάθε χρόνο, μαζί με τις δύο του αδελφές, τη Βέρα και την ανάπηρη Κλάρα, την επέτειο των γενεθλίων του Χίμλερ.

Μέσα σ’ αυτό το αποπνικτικό περιβάλλον, στροβιλίζονται αντικρουόμενες ιδέες και θέσεις. Εκεί μέσα διεξάγεται μια ανθρωποφαγία, ο ένας τρώει τον άλλο και η ζωή περνά κι όπου να ’ναι τελειώνει χωρίς να το πάρουν είδηση. Πνιγμένοι στις μνήμες και τα συναισθήματά τους, τα αδέλφια είναι τρεις απολιθωμένοι σκηνικοί όγκοι, απομεινάρια χρόνων αλλοτινών που η ζωή προσπέρασε και ξέρασε.

Με το έργο αυτό, ο συγγραφέας δείχνει πως ο φασισμός δε χρειάζεται υποχρεωτικά τους εξωτερικούς χώρους. για ν’ ανθίσει. Αρκούν και λίγα τετραγωνικά του σπιτιού, αρκεί μια μικρή οικογένεια. Και είναι τα μέλη
της οικογένειας που γίνονται τα πρώτα θύματα, εξ ου και ο οίκτος με τον οποίο ο Μπέρνχαρντ αντιμετωπίζει τα δημιουργήματά του. Δε θυμώνει, δεν τιμωρεί. Τους λυπάται, όπως τους βλέπει παγιδευμένους σε κάτι λιωμένες μνήμες, που δεν τους αφήνουν να ερωτευτούν ή να αναπτυχθούν. Φαντάσματα του χτες, σωματικές παρουσίες, νοητικές απουσίες.

Ο Στάθης Λιβαθινός (γνώριμος στους θεατρόφιλους της Θεσσαλονίκης από την παρουσία του στη «Θεατρική Άνοιξη» 1999, με το «Κτήνος στο φεγγάρι», του Ρ. Καλινόσκι), έδειξε κι εδώ πως διαθέτει το απαιτούμενο μέτρο ευαισθησίας, για να κάνει σωστή δουλειά. Η σκηνοθεσία του μπορεί να μην είχε τίποτα το καινοτόμο, το ευφάνταστο ή το σύνθετο, είχε όμως ουσία. Αφουγκράστηκε τους εσωτερικούς ήχους του έργου και βρήκε κατάλληλους τόνους με καθαρότητα και πολλαπλές διαστρωματώσεις.

Υπάκουοι στη γραμμή του σκηνοθέτη, οι τρεις ηθοποιοί έπαιξαν ως σύνολο και γοήτευσαν. Κορυφαίος όλων ο Σ. Πέππας, σε έναν από τους καλύτερους ίσως ρόλους της καριέρας του, κέντησε ένα πορτρέτο εύστοχο και γνήσιο. Σκάλισε το ρόλο του με το καλέμι, προσεκτικά κι έβγαλε έναν ακέραιο χαρακτήρα. Η Μπέττυ Αρβανίτη έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε και άρεσε. Η Ανέτα Παπαδοπούλου έδειξε ότι ξέρει να παίζει χωρίς να κινείται ή να μιλά. Μέγα επίτευγμα. Η μετάφραση του Β. Πουλαντζά, συντελεστής κι αυτή στην επιτυχία της παράστασης. Τα σκηνικά του Γ. Πάτσα λειτουργικά. […]

28.05.2000, Πατσαλίδης Σάββας «Η γοητεία του (γερμανόφωνου) θεάτρου και η αδυναμία του», Αγγελιοφόρος.

 

Για το link πατήστε εδώ