Γυναίκες δίχως άνδρες

«Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

Κάτι έτη φωτός απέχει από τη σημερινή πραγματικότητα η ιστορία της Μπερνάρντα Άλμπα και των πέντε θυγατέρων της, που μετά το θάνατο του πατέρα πρέπει, σύμφωνα με το έθιμο, να τηρήσουν ένα οχτάχρονο εγκλεισμό πένθους, όπου στο ανδαλουσιανό αρχοντικό «δεν θα μπαίνει μήτε ο αέρας απ’ το δρόμο», ήγουν οι σκοτεινές οσμές βαρβατίλας του έξω κόσμου.

Σίγουρα το έργο δεν παίζει πλέον καθόλου ως «φωτογραφική – ντοκουμενταρίστικης περιγραφή» της καθολικής Ισπανίας του Φράνκο, όπως είχε κατά νου ο Λόρκα το 1936. Παίζει όμως ως διαχρονιστική μελέτη καταπίεσης και σύγκρουσης, γυναικείου ανταγωνισμού και, κυρίως, ματαιωμένης λαγνείας, μη ολοκλήρωσης θεμελιωδών ορμέμφυτων και υπαρξιακής στειρότητας. Θέματα τα οποία ταλάνιζαν τον ανομολόγητα ομοφυλόφιλο Λόρκα, που μετέθετε το δράμα του στις σεξουαλικές στερημένες, διαταραγμένες ηρωίδες του, εξομοιώνοντας τη λαγνεία με το θάνατο.

Σε έναν «εσωτερικό κήπο»(σκηνικά κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου) πλήθος πλαστικών λουλουδιών και ένα άνυδρο σιντριβάνι προσποιούνται μια αίσθηση νοσηρής υγρασίας και δροσιάς που λείπουν από το καψωμένο ανδαλουσιανό καλοκαίρι και από τα καψωμένα ανέγγιχτα κορμιά των μαυροφορεμένων γυναικών. Καθισμένοι περιμετρικά, οι θεατές προσπαθούν να κατανοήσουν τη φυλακή αυτής της ζωηρής κοριτσοπαρέας, καταδικασμένης σε αγαμία από μια καθολικά οργανωμένη μητέρα – δεσμοφύλακα.

Ανάμεσα σε γρηγοριανά άσματα και φιγούρες φλαμένκο οι κόρες φαντασιώνονται ομαδικά τον μοναδικό άντρα του σπιτιού, τον απόντα πλην πανταχού παρόντα Πέπε, αρραβωνιαστικό της μεγαλύτερης, «έναν γίγαντα που θα τις καταπιεί όλες», κατά την αλαφροΐσκιωτη, όμως εύστοχη γιαγιά.

Δύσκολο να πείσει η εικόνα ενός φλύαρου, εριστικού τσούρμου που προσπαθεί με κουβάδες νερό να καταστείλει ακόρεστα πάθη, γεμίζοντας το κενό με υπερκινητικότητα και αμόκ – ξεσπάσματα, τα οποία σταδιακά ατροφούν σε χορογραφίες χωρίς νόημα. Ναι, τίποτε στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού δεν είναι αρκετά ζοφερό, αρκετά λάγνο, επικίνδυνο ή μαρτυρικό. Τα κορίτσια – Τζίνη Παπαδοπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Εκάβη Ντούμα, Κόρα Καρβούνη, Λουκία Μιχαλοπούλου – χορεύουν, χαριεντίζονται, τσακώνονται. Σκέτη υγεία. Καμία σχέση με τις έγκλειστες ασχημομούρες πλην δραματικές παρθένες του Λόρκα, καταδικασμένες σε διαιωνισμένη ερωτική αποχή που, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα άφηνε και σε μας μια παραλυτική αίσθηση ήττας.

Κώδικες τιμής και φύση, οι δύο τραγικοί αντίδικοι του έργου, φαντάζουν εδώ απλώς ισχυρισμοί, όπως και η τυραννική διαχειρίστρια της οικογενειακής αρετής.

Παρά τον δεσποτικό λόγο, το αυστηρό ύφος και την αρρενωπή σιγουριά –συν τσιγαλίλο– με την οποία θρονιάζεται στην άκρη του σιντριβανιού, η Μπερνάρντα Άλμπα της Μπέτυ Αρβανίτη είναι μια μάλλον δευτερεύουσα, ακίνδυνη φιγούρα, κι ας μοιράζει βουρδουλιές εκτός σκηνής, που εμφανίζεται για να θυμίζει μόνο τους όρους του παιχνιδιού.

Αναρωτιέμαι τι απασχόλησε τον σκηνοθέτη σε αυτό το έργο. Είναι άραγε το συναρπαστικό θέμα της παρεμποδισμένης λαχτάρας για ζωή, τόσο επείγουσας που η φύση μοιάζει ημιτελής χωρίς το εξοστρακισμένο άλλο μισό, ακόμα και για την γκροτέσκα γιαγιά που ονειρεύεται γάμους;

Ωστόσο, αυτή η δίψα ζωής, που στο Τσέχοφ ωθεί τις αδελφές να κοπανιούνται για τη Μόσχα και στον Λόρκα για τον άντρα, στην παράσταση της Κεφαλληνίας μοιάζει ακόμα (πρώτη παράσταση) ρητορική υπόθεση. Η ιστορία εξελίσσεται ουδέτερα, χωρίς μυστήριο και ταραχή, κάτω από τη μύτη ενός ταλαντούχου σκηνοθέτη και μιας αξιόλογης ομάδας ηθοποιών. Συγκρατούμε τη φθονερή, κυνική Μαρτύριο της Κόρα Καρβούνη, το πλουμιστό στοιχειό της Σμαράγδας Σμυρναίου και την αθυρόστομη, κουτσομπόλα δούλα της Ανέζας Παπαδοπούλου, το μόνο πειστικό συστατικό μιας αναποφάσιστης βραδιάς.

*Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου

20.11.2010, Ματζίρη Σωτηρία «Γυναίκες δίχως άντρες», Ελευθεροτυπία