«Ο Γάμος του Φίγκαρο»: Ένας γάμος που θα σας μείνει αξέχαστος!

Μετά την τεράστια επιτυχία της παράστασης «Ιλιάδα» που είχε ενταχθεί στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών 2013 και που συνεχίστηκε καθ’ όλη τη θεατρική χειμερινή σεζόν λαμβάνοντας μέρος σε σημαντικά Φεστιβάλ του εξωτερικού, όπως στο Φεστιβάλ της Μέριδα στην Ισπανία στο Εθνικό θέατρο Μαδρίτης, στη Διεθνή Βiennale Cinnars του Μόντρεαλ στον Καναδά, στο Εθνικό θέατρο Άμστερνταμ στην Ολλανδία και στο Φεστιβάλ του Santiago στη Χιλή, ο Στάθης Λιβαθινός αποφάσισε να πειραματιστεί σ’ ένα διαφορετικό είδος θεατρικού λόγου ανεβάζοντας την παράσταση «Ο Γάμος του Φίγκαρο» ή όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του έργου του Μπωμαρσαί «Μια τρελή μέρα».

Μαζί με τη θεατρική του ομάδα ο Στάθης Λιβαθινός, της οποίας η συγκρότηση χρονολογείται απ’ το 2001 έως το 2007 στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου η οποία συστάθηκε επί εποχής καλλιτεχνικού διευθυντού Νίκου Κούρκουλου και υπήρξε ότι πιο καινοτόμο και ριζοσπαστικό για τα ελληνικά δεδομένα , δημιουργώντας παραστάσεις που έγραψαν ιστορία στα θεατρικά πράγματα της χώρας, λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές απ’ τον τύπο, διαμορφώνοντας κοινό που τους ακολουθούσε πιστά στους αξιόλογους θεατρικούς πειραματισμούς καταχειροκροτώντας τους, μαζί και με ορισμένα καινούργια μέλη που προστέθηκαν σ’ αυτή τη συλλογική μορφή που κατέχει η ομάδα, εγκαινίασαν με τον καλύτερο και τον πιο ιδεώδη τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς, τη νέα σειρά «Θέατρο στο Μέγαρο Μουσικής» στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας».

Ο Πιέρ Ωγκυστέν Καρόν ντε Μπωμαρσαί όπως ήταν ολοκληρωμένο το όνομά του, υπήρξε μια ιδιόμορφη προσωπικότητα, ακόμη και το επίθετό του το απέκτησε από ένα δασάκι το bos Marchais το οποίο υπήρξε ιδιοκτησία της πρώτης του γυναίκας. Ο ίδιος είχε κάνει τρείς γάμους και αρκετά επαγγέλματα.

Ξεκίνησε από ωρολογοποιός όπου το 1754 κέρδισε και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μια ανακάλυψή του πάνω στην κατασκευή των ρολογιών κι έτσι ο βασιλιάς του ανέθεσε τη δημιουργία ενός ρολογιού όμοιο με αυτό που είχε κατασκευάσει για τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ.

Στη συνέχεια έγινε δάσκαλος μουσικής στις κόρες του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ’ διδάσκοντάς τους άρπα.

Αργότερα ως μυστικός πράκτωρ, έδρασε πολύ, τόσο που δέχθηκε μέχρι και δολοφονική επίθεση σε δάσος της Βαυαρίας, έπειτα έγινε επιχειρηματίας με πολλές οικονομικές διακυμάνσεις τότε κατόρθωσε να αγοράσει τον τίτλο «Secretaire du Roi» και να γίνει και κληρονομικά αριστοκράτης.

Μεγάλος θαυμαστής του Βολταίρου, όταν εκείνος πέθανε, o Mπωμαρσαί αγόρασε όλα τα απαγορευμένα βιβλία του εκδίδοντας έτσι την πρώτη πλήρη έκδοση των έργων του Βολταίρου κι αυτό βέβαια είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική οικονομική του καταστροφή και το 1777 ίδρυσε μια οργάνωση η οποία προστάτευε τα δικαιώματα των συγγραφέων.

Ο Γάλλος αυτός λοιπόν θεατρικός συγγραφέας ο Μπωμαρσαί, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα άνθρωπος των γραμμάτων, ωστόσο έγραψε έξι θεατρικά έργα εκ των οποίων τα τέσσερα δεν αποτέλεσαν αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα, όμως οι κωμωδίες του «Ο κουρέας της Σεβίλλης» και «Ο γάμος του Φίγκαρο» ήταν αυτά που τον καθιέρωσαν και τον τοποθέτησαν στο βάθρο των μεγάλων θεατρικών συγγραφέων στη σφαίρα της αιωνιότητας.

Η τριλογία λοιπόν του Φίγκαρο ήταν η εξής: «Trilogie de Figaro, ou le Roman de la Famille Almaviva», «Le Barbier de Seville ou la Precaution inutile» ( O Kουρέας της Σεβίλλης ή οι ανώφελες προφυλάξεις) το 1775, το 1784 «La Folle journee, ou le Mariage de Figaro» ( Η τρελλή μέρα ή οι γάμοι του Φίγκαρο) και τέλος το 1792 «L’autre Tartuffe, ou la Mere coupable» (O άλλος Ταρτούφος ή Η ένοχη μητέρα).

Εκείνο που έκανε το έργο αυτό να ξεχωρίσει ήταν ο κεντρικός ήρωας ο Φίγκαρο τον οποίο είχε εμπνευστεί τόσο απ’ τους ραδιούργους και μηχανορράφους δούλους της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας, όσο και απ’ τους πανούργους δούλους του Μολιέρου, του Μαριβώ, του Σαίξπηρ και άλλων.

Μεγάλος υποστηρικτής των ιδεών του διαφωτισμού του Βολταίρου, του Ντιντερό, του Μοντεσκιέ, του Ρουσσώ, ο Μπωμαρσαί δημιουργεί έναν ήρωα στα έργα του τον Φίγκαρο που δεν δειλιάζει να στηλιτεύσει την εξουσία , τους έχοντες και κατέχοντες, τη διαφθορά, το ηθικό τέλμα της κοινωνίας της αριστοκρατίας, την πολιτική.

Κατά την τρίτη πράξη του έργου σκηνή πέμπτη (5η) ο Φίγκαρο μιλά για την πολιτική: «Σιγά το πράμα. Κάνεις πως αγνοείς όσα ξέρεις και προσποιείσαι ότι γνωρίζεις αυτά που δεν ξέρεις. Παρακολουθείς προσεκτικά όσα δεν καταλαβαίνεις μέχρι να πάρει το αυτί σου κάτι που καταλαβαίνεις. Όλως ιδιαιτέρως, παριστάνεις πως καταφέρνεις ως κι αυτά που είναι υπεράνω των δυνάμεών σου! Κρατάς κρυφό ως μέγα μυστικό του κράτους ό,τι είναι παντελώς ασήμαντο.

Κλειδαμπαρώνεσαι στο γραφείο και ξύνεις τα μολύβια, παριστάνοντας τον βαθυστόχαστο, ενώ στην πραγματικότητα το κεφάλι σου είναι άδειο. Σπέρνεις παντού χαφιέδες και μισθοδοτείς προδότες. Βουτάς ξένες επιστολές και …. εντέχνως τις ανοίγεις. Σύνθημά σου: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα! Ιδού τα εργαλεία άσκησης πολιτικής! Κι αν δεν είναι έτσι, εγώ να πέσω ξερός!»

Πόσο καλύτερα, πόσο πιο μεστά, πιο ουσιαστικά θα μπορούσε να καταδεικνύει με ύφος σκωπτικό, με λόγο καυστικό – σαρκαστικό, με άπλετα τα κωμικά στοιχεία και χλευασμό αλλά συνάμα και τόσο σύγχρονο και επίκαιρο το φιλοσοφικό ζήτημα τι είναι πολιτική! Ο Ντιντερό του οποίου ο Μπωμαρσαί ασπαζόταν τις ιδέες καθώς και των υπολοίπων διαφωτιστών της εποχής, δεν τόνιζε μόνο τον ηθικό χαρακτήρα της Τέχνης, διακήρυττε ταυτόχρονα πως «η Τέχνη πρέπει να καταδικάζει το ελάττωμα και την ψευτιά, να φοβερίζει τους τυράννους, κι ο καλλιτέχνης πρέπει υποχρεωτικά να ‘ ναι μυστικοσύμβουλος του ανθρώπινου γένους, διαλαλητής του καλού».

Ο Μπωμαρσαί πραγματικά το κατάφερε μέσα απ’ τον θεατρικό του λόγο, να γίνει ένας «διαλαλητής του καλού», ο Φίγκαρο είναι ένας επαναστάτης, ιδεολόγος που μιλά για την ελευθερία της σκέψης του λόγου και της πράξης, που γελοιοποιεί την άρχουσα – αριστοκρατική τάξη διακηρύσσοντας άφοβα πως είναι φαιδροί οι αριστοκράτες, πως δεν κόπιασαν ποτέ για τίποτα άρα είναι περιττό να υφίστανται στις κοινωνικές δομές της χώρας που είναι ηθικά ευτελείς κι ενδιαφέρονται μόνο για τις υλικές αλλά και τις απολαύσεις της σάρκας απολύτως αναίσχυντα.

Έτσι το έργο γίνεται σύμβολο, ο Φίγκαρο γίνεται η παντιέρα της επανάστασης πριν να ξεσπάσει η Γαλλική Επανάσταση , στο πρόσωπό του εκφράζεται όλη η επαναστατική κοσμοθεωρία των αστών που δυσφορούν , που αγωνίζονται, που παλεύουν για τα κοινωνικά τους δικαιώματα και για την αξιοπρέπειά τους.

Για όλους αυτούς τους λόγους παρότι το έργο γράφτηκε το 1775, ωστόσο ανέβηκε εννέα χρόνια μετά κι αυτό συνέβη γιατί ο βασιλιάς δεν επέτρεπε την παρουσίασή του, διότι ένιωθε το επαναστατικό στοιχείο που υπέβοσκε μέσα στο λόγο του Μπωμαρσαί κι αισθανόταν τους κλυδωνισμούς της τάξης του απ’ τους αστούς . Παρόλα αυτά η παράσταση έτυχε μεγάλης αποδοχής και θαυμασμού, τόσο απ’ τους αστούς γιατί έβρισκαν δικαίωση του αγώνα τους στο πρόσωπό του Φίγκαρο, όσο και απ’ τους αριστοκράτες οι οποίοι γοητεύονταν απ’ τα στοιχεία του σκανδαλώδη βίου τους που έβγαιναν στην επιφάνεια με κωμικό τρόπο, καθώς επίσης παρωδούσε και περασμένα φεουδαρχικά δικαιώματά τους τα οποία ήταν παράδοξα ίσως και ανυπόστατα.

Όμως το έργο του Μπωμαρσαί γοήτευσε και τον Μότσαρτ, ο οποίος μετά το έργο του «Απαγωγή από το σεράι» αναζητούσε ένα θέμα ιδιαιτέρως ευφυές, με κωμικά στοιχεία και αρκετές εναλλαγές. Τι καλύτερο λοιπόν απ’ τον «Γάμο του Φίγκαρο» για το οποίο μιλούσε όλη η Ευρώπη του Διαφωτισμού.

Όμως ο Μότσαρτ, σε συνεργασία με τον Λορέντζο ντα Πόντε ο οποίος δημιούργησε το λιμπρέτο, αφαίρεσαν μέσα απ’ το κείμενο κάθε στοιχείο πολιτικής σάτιρας καταπνίγοντας κάθε ικμάδα επανάστασης από φόβο για τις συνέπειες που θα επισείονταν απ’ τις βιεννέζικες αρχές σε περίπτωση που θα είχαν κρατήσει αυτούσιο το έργο.

Σαφώς δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει ότι ο Μότσαρτ το 1786 συνέθεσε πραγματικά ένα μουσικό αριστούργημα «Le Nozze di Figaro» (Οι Γάμοι του Φίγκαρο) βασισμένοι στο έργο του Μπωμαρσαί, όπως και ο Τζοακίνο Ροσσίνι πολύ αργότερα το 1815 δημιούργησε την πασίγνωστη και περίφημη όπερα- μπούφα τον «Κουρέα της Σεβίλης».

Ο Ντιντερό είχε πει πως «Η αντίληψη των αναλογιών είναι η βάση του ωραίου».

Αυτές τις αναλογίες ο Μπωμαρσαί στο έργο του τις έχει σεβαστεί απόλυτα, μέσα σ’ ένα πλαίσιο αλλεπάλληλων εναλλαγών, όπου οι γρήγορες και έντονης δράσης σκηνές , διαδέχονται περιόδους νηνεμίας, περισυλλογής, συναισθηματικής – συγκινησιακής φόρτισης.

Ο Στάθης Λιβαθινός έχοντας στα χέρια του την εξαιρετική μετάφραση της Έλσας Ανδριανού και σε συνεργασία μαζί της για την δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, κατόρθωσε να αναδείξει το ασυμβίβαστο του Φίγκαρο μέσα απ’ το πεντάπρακτο έργο του Μπωμαρσαί. Χειρίστηκε με ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο, την ποιότητα του λόγου του Μπωμαρσαί, τα ευφυολογήματα με τα οποία είναι κατάφορτο το έργο, τα κωμικά στοιχεία που ρέουν εν αφθονία στην πλοκή και εκτυλίσσουν τη δράση αβίαστα, άφθαρτα, τελετουργικά δημιουργώντας έτσι έναν ύμνο στο μεγαλείο της θεατρικότητας.

Η δυσκολία κάθε θεατρικού έργου, έγκειται στον τρόπο με τον οποίο θα γίνει παράσταση. Το εγχείρημα που εγκυμονεί κινδύνους, είναι η μεταφορά του θεατρικού-λογοτεχνικού έργου επί σκηνής και κυρίως στην κωμωδία όπου εκεί η εικόνα – η δράση – η κίνηση, προηγούνται του προβληματισμού ο οποίος έπεται. Ανάμεσα σ’ αυτή τη σχέση πρέπει να υπάρχει μια συμπόρευση, που να βασίζεται σε κάποιους κώδικες θέασης τους οποίους ο Στάθης Λιβαθινός ο ταλαντούχος και με βαθειά γνώση του θεάτρου σκηνοθέτης, γνωρίζει πολύ – καλά.

Οι ιδιομορφίες της θεατρικής Τέχνης, απαιτούν απ’ τη δραματουργία ειδικές φόρμες που να προβάλλουν το περιεχόμενο, τη συναρπαστικότητα, την πυκνότητα, τη σαφήνεια, τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, τη βίαια σύγκρουση και τον πλούτο στα γλωσσικά χαρακτηριστικά των προσώπων, ζωντάνια, αληθοφάνεια και αμεσότητα πάνω στη σκηνή μπροστά στα όσα διαδραματίζονται.

Έτσι ο Λιβαθινός, κατορθώνει εκμεταλλευόμενος όλα τα στοιχεία που θέτονται στη διάθεσή του απ’ τον Μπωμαρσαί να τα προβάλλει, να τα αναδείξει, να κατακλύσει τη σκηνή με τα θεατρικά του ευρήματα, με την πολυπλοκότητα των σκηνών, με τη γρήγορη δράση που δεν αφήνει περιθώρια κούρασης η δυσφορίας στο θεατή, με κινησιολογική προσέγγιση των προσώπων απ’ την Pauline Huguet ώστε να αναδείξει τα χαρακτηριστικά κάθε προσώπου – ήρωα σε όλη τους τη διάσταση και τέλος με την παραστατική του αρτιότητα ο Λιβαθινός επιτυγχάνει την κατάκτηση του θεατή, καθώς το κοινό αφομοιώνει το θέαμα την ώρα που αυτό πραγματώνεται ως έργο Τέχνης κι αυτή η αμφίδρομη σχέση, είναι μια λειτουργία τόσο ιερή, που δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την απόλυτη θεατρική μέθεξη, όπου ο θεατής αποχωρεί απ’ το θέατρο πλήρης από ευφορία.

Έλεγε ο Ντιντερό για τον ηθοποιό: «….αναλογιστείτε τί στο θέατρο ονομάζουνε να ‘σαι αληθινός. Τάχα αυτό σημαίνει να σαι πάνω στη σκηνή ό,τι και στη ζωή; Κάθε άλλο. Σ ‘ αυτή την έννοια η αληθινότητα θα μεταβάλλονταν σε χυδαιότητα. Και τι ‘ναι η θεατρική αληθινότητα; Aυτή είναι συμφωνία- στις ενέργειες, στο λόγο, στο πρόσωπο, στις κινήσεις, στις χειρονομίες- προς την ιδανική μορφή που έπλασε η φαντασία του ποιητή και που συχνά την εξυψώνει ο ηθοποιός. Να που βρίσκεται το θαύμα».

Εμείς το θαύμα το είδαμε επί σκηνής στο πρόσωπο του Δημήτρη Ήμελλου που ενσάρκωσε το ρόλο του Φίγκαρο, με γοητευτικά παιγνιώδη τρόπο καθώς κατόρθωσε να αλλάζει με περισσή δεξιοτεχνία φωνή και ύφος ανάλογα με την κατάσταση και με ευφάνταστο και συνάμα κωμικό τρόπο να διαχέονται οι επαναστατικές του ιδέες με εφαλτήριο τη σκηνή προς την κατάμεστη θεατρική αίθουσα. Όλα παραπέμπουν σ’ έναν τσιγγάνο άλλωστε ο ίδιος ο Φίγκαρο λέει πως όταν ήταν μωρό ακόμη, τον είχαν απαγάγει και τον είχαν μεγαλώσει τσιγγάνοι, έτσι του Δημήτρη Ήμελλου το χτένισμα, τα ρούχα, οι μπότες, το περίτεχνο μούσι, η καδένα στο λαιμό από άποψη ενδυματολογική όπως αυτή διαμορφώθηκε απ’ την Ελένη Μανωλοπούλου, αλλά και κινησιολογικά, συγκροτούν την προσωπικότητα του ανένταχτου, του επαναστάτη, του ευφυούς, του αγωνιστή και παράλληλα του ευαίσθητου, του ρομαντικού που ξέρει να ζει και να γεύεται τον έρωτα.

Ο απώτερος στόχος του Λιβαθινού δεν ήταν να δώσει μια παράσταση που να φωτίζει την απόλυτα ρεαλιστική πλευρά και πραγματικότητα της εποχής του 18ου αιώνα κι αυτό είναι έκδηλο και από τις ενδυματολογικές φόρμες που χρησιμοποιεί η Ελένη Μανωλοπούλου στα κοστούμια των ηθοποιών, τα οποία θα λέγαμε πως δεν ήταν τόσο κοστούμια εποχής όσο ότι κουβαλούν πάνω τους «άρωμα εποχής» όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Στάθης Λιβαθινός, στοιχεία χαράς, απλότητας, αθωότητας, ζωντάνιας, ευφορίας και ετερόκλιτων στοιχείων που συνδυάζονται αρμονικά μεταξύ τους.

Πως να μην αναφέρει κανείς τον εξαιρετικό Άρη Τρουπάκη ως Κόμη Αλμαβίδα με έντονο ροκ στυλ τόσο ενδυματολογικά, όσο και κινησιολογικά αλλά και εκφραστικά προκειμένου να τονίσει το σκωπτικό και σαρκαστικό ύφος του Μπωμαρσαί με ιδιαίτερη επιτυχία και την Αμαλία Τσεκούρα ως Σουζάνα στον αντίποδα της αθωότητας, της ηθικής, της αγνότητας και της χαράς της ζωής να διασκεδάζει παντού το γοητευτικά-αέρινο στοιχείο του ρόλου της.

Η Αντιγόνη Φρυδά ως κόμισσα, με μια ιδιότυπη σύγχρονη ματιά και η Μαρία Σαββίδου ως Μαρσελίνα, βοηθά τον Φίγκαρο να ξετυλίξει το επαναστατικό μανιφέστο του.

Θα ήθελα ωστόσο να αναφερθώ και στην μοναδική ερμηνεία του Νίκου Καρδώνη ως Μπαζίλιο, με ενδυματολογική και υφολογική δομή καθαρά οριεντάλ ενσαρκώνοντας το ρόλο ενός Ινδού δασκάλου της μουσικής, εμπνευσμένος από το λαϊκό θέατρο, την παντομίμα, τη λειτουργία της μάσκας όπως σε αρκετά είδη θεάτρου και την κομέντια ντελ άρτε σε όλο της το Μεγαλείο.

Δρώντας η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού όχι μόνο επικουρικά, αλλά και τονίζοντας σημειολογικά όλα αυτά τα ετερόκλιτα στοιχεία των ηρώων που συμπλέουν επί σκηνής εμφανίζει δυναμικά αντικρουόμενα μουσικά μοτίβα τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το χρώμα της παράστασης και απολύτως δικαιολογημένα.

Αν σκεφτεί κανείς πως στην όπερα του Μότσαρτ «οι Γάμοι του Φίγκαρο» υπάρχουν μουσικά σύνολα όπως και μοτίβα μουσικά απ’ τη βαλκανική μουσική κυρίως των τσιγγάνων (αναφέρομαι στα χάλκινα), καθώς και στην εξίσου επιτυχημένη όπερα του «Η απαγωγή από το σεράι» είχε εντάξει στοιχεία οριεντάλ, θα αντιληφθεί πως τα φαινομενικά-αντίθετα) μουσικά συμπλέγματα του Γωγιού είναι απολύτως επιβεβλημένα να υφίστανται.

Την ίδια περίοδο υπήρχε μια οριεντάλ διάθεση διάχυτη ως μόδα, όταν ακόμα και η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ είχε ποζάρει ως Τουρκάλα στο έργο του Van Loo.

Όπως τα κοστούμια λοιπόν, έτσι και τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου έχουν το ίδιο παιγνιώδες ύφος. Παράθυρα που άλλες φορές πατάνε στη σκηνή κι άλλες φορές κρέμονται από ψηλά σαν μετέωρα μέσα στο χρόνο, το ίδιο και το μπουντουάρ της Κόμισσας που ανάγεται σε μια σκαλωσιά που εγκυμονεί κινδύνους κατά την άνοδο αυτής το επεκτατικό σκηνικό προς την πλατεία του θεάτρου που προσδιορίζει τις επεκτατικές ιδέες του Φίγκαρο για τους αστούς, όλα σημειολογικά δηλώνουν το μεταίχμιο που βρίσκονταν οι κοινωνικοπολιτικές διεργασίες της εποχής και το εφαλτήριο της επανάστασης που δομείται, ανδρώνεται παίρνει σάρκα και οστά στο πρόσωπο του Φίγκαρο.

Τις πολυποίκιλες εκφάνσεις όλης της παράστασης, ακολουθούν με συνέπεια και αισθητική αρτιότητα οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.

Τους υπόλοιπους ρόλους ενσαρκώνουν με απόλυτη επιτυχία οι ηθοποιοί: Γεράσιμος Μιχελής και Χρήστος Σουγάρης, η Αργυρώ Ανανιάδου, ο Γιώργος Τσιαντούλας, ο Διονύσης Μπουλάς, ο Γιάννης Παναγόπουλος και ο Λευτέρης Αγγελάκης, δημιουργώντας έναν δυναμικά αρμονικό θίασο.

Ο Ευγένιος Ιονέσκο έλεγε πως «Ένα έργο Τέχνης είναι πάνω από όλα, μια περιπέτεια του μυαλού» μόνο που αυτή η παράσταση είναι και περιπέτεια των αισθήσεων, του λόγου, της μουσικής, της χαράς, του έρωτα, της επανάστασης, είναι μια εμπειρία πρωτόγνωρη που δεν έχετε ξανααισθανθεί.

Πιστέψτε με είναι ο καλύτερος γάμος που έχετε πάει ποτέ στη ζωή σας και είστε όλοι καλεσμένοι…….!!

28.03.2015, Ρηγοπούλου Μαριλιάνα «Ο Γάμος του Φίγκαρο: Ένας γάμος που θα σας μείνει αξέχαστος!», www.mcnews.gr