Το μεσαίο έργο της τριλογίας του Φίγκαρο με τίτλο «Ο Γάμος του Φίγκαρο» του Γάλλου Pierre-Augustin de Beaumarchais επέλεξε να σκηνοθετήσει ο Στάθης Λιβαθηνός στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας» του Μεγάρου Μουσικής.
Γραμμένο στα τέλη του 18ου αιώνα λίγο πριν τη Γαλλική Επανάσταση, περιστρέφεται γύρω από το Φίγκαρο, ένα δαιμόνιο και λίγο μηχανορράφο υπηρέτη και επιστάτη του πύργου του κόμη Αλμαβίβα, ο οποίος πρόκειται να νυμφευθεί τη Σουζάνα, υπηρέτρια, αντίστοιχα, της κόμισσας Αλμαβίβα. Ο κόμης, γυναικάς και λάτρης του ποδόγυρου, θέλει ένα κομμάτι της επερχόμενης σαρκικής ευτυχίας του Φίγκαρο με τη Σουζάνα, ενώ τα πράγματα περιπλέκονται όταν η Μαρσελίνα, ερωτευμένη και αυτή με το Φίγκαρο, επιχειρεί να τους χωρίσει για ίδιο όφελος. Πρόσωπα και καταστάσεις μπερδεύονται γλυκά σε ένα κωμικά ερωτικό γαϊτανάκι, οι παρεξηγήσεις διαδέχονται η μία την άλλη, πριν ο έρωτας θριαμβεύσει με τη βούλα στην παράσταση. Η μετάφραση της Έλσας Ανδριανού στρωτή, προσιτή και έχοντας διατηρήσει όλα τα κωμικά στοιχεία του έργου αλλά και τους υπαινιγμούς και τις πολιτικές του προεκτάσεις, αποτελεί ένα πρώτο καλό εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη.
Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί μια κωμωδία καταστάσεων (με πολιτικές αναφορές και νύξεις) και με όπλο και οδηγό το χιούμορ και τη σάτιρα εισάγει έντονες πινελιές πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού στην παράσταση. Και βέβαια δε θα περίμενα ποτέ τον κύριο Λιβαθινό να σκηνοθετήσει μονοσήμαντα και μονοεπίπεδα ένα τέτοιο κείμενο. Μετά το αναγνωριστικό πρώτο εικοσάλεπτο της παράστασης, αρχίζει και υφαίνει έναν ιστό γύρω από το θεατή, τον κρατάει εκεί και σαν μέσα από την κλειδαρότρυπα παρακολουθούμε τις περιπέτειες του Φίγκαρο και των άλλων ηρώων με διάθεση συμμετοχική. Ο προβληματισμός δε λείπει και μάλιστα γίνεται αντιληπτός μέσα από μια παιχνιδιάρική διάθεση, καυστικό λόγο και χαριέσσα κίνηση, δείχνοντας ότι το κείμενο δεν είναι μια απλή διεκπεραιωτική κωμωδία, αλλά έχει και μια δεύτερη βαθύτερη ανάγνωση. Εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες του πολυμορφικού και σουρεάλ σκηνικού και δημιουργεί κίνηση στο πλάτος, στο βάθος, αλλά και το ύψος της σκηνής, μην επιτρέποντας κανένα εφησυχασμό και με το πόδι σχεδόν διαρκώς στο γκάζι. Η αρμονία συνδυάστηκε επιτυχώς με το ρυθμό και έτσι παρά την τρίωρη διάρκεια της παράστασης, αυτή δεν εκτροχιάστηκε στιγμή και διατήρησε ένα σταθερό και σταθερά ανοδικό τέμπο. Οι υπαινιγμοί και κάποια ειρωνικά σχόλια είναι ίσως ενδεικτικά της εποχής και της πολιτικής κατάστασης που θα έλθει στη Γαλλία, αλλά δεν ακούγονται παλιά και κούφια, αλλά απόλυτα διαχρονικά και σημερινά. Θεωρώ δείγμα ευφυΐας από το σκηνοθέτη τον επιτυχή συνδυασμό της θέασης μιας κωμωδίας με το θεατή στη συντριπτική πλειοψηφία της παράστασης να διατηρεί μια ευφρόσυνη διάθεση εξαιτίας του λόγου, της κίνησης και των σκηνοθετικών ευρημάτων με τον παράπλευρο προβληματισμό. Στο παιχνίδι της γοητείας και της αποπλάνησης του θεατή η οριεντάλ παρουσία του Μπαζίλιο, η ζωντανά εκτελεσμένη μουσική με στοιχεία από Μότσαρτ μέχρι βαλκανική μουσική και η υπολογισμένα ελαφρώς παράταιρη εμφάνιση του Φίγκαρο με κούρεμα και καδένα Ρομά. Σχεδόν τίποτα λοιπόν δε δείχνει να έχει αφεθεί στην τύχη του και η σκηνική χαρά των ηθοποιών μεταγγίζεται σχεδόν αυτόματα στην πλατεία και τους θεατές.
Ο Δημήτρης Ήμελλος είναι σχεδόν ο ιδανικός Φίγκαρο. Σε ώριμη ηλικία πλέον, αλλά και ξέροντας απόλυτα τα όρια της υφολογικής γκάμας που πρέπει να κινηθεί. Αλλάζει ήχο και ένταση στη φωνή του, έκφραση και ύφος, κινείται αέρινα και σε απόλυτη αρμονία με το λόγο του, έχει μια αμεσότητα, ένα μπρίο και μια μεταδοτικότητα που κερδίζει αμέσως το θεατή. Και γίνεται ένας απόλυτα επιτυχημένος Φίγκαρο. Ο Άρης Τρουπάκης, στο ρόλο του κόμη Αλμαβίβα, με ροκ εμφάνιση, αλλά διατηρώντας την αριστοκρατική αύρα του ήρωα που υποδύεται, ήταν και αυτός απολαυστικός. Γυναικάς και βολεψάκιας, έξυπνος αλλά και παιχνιδιάρης, αποτελεί το ιδανικό εργαλείο ώστε να συνειδητοποιηθεί η περιπαικτική και σαρκαστική πένα του Μπωμαρσαί. Έζησε το ρόλο του, έδειξε να τον απολαμβάνει και αυτό πέρασε και στην πλατεία. Η Αμαλία Τσεκούρα σα Σουζάννα, το ερωτικό μήλον της έριδος μεταξύ Φίγκαρο και κόμη, γλυκιά, θηλυκή, με παιγνιώδη διάθεση αποτέλεσε το ιδανικό αντίβαρο στην καταλυτική παρουσία του Φίγκαρο στη σκηνή. Η Μαρία Σαββίδου ως Μαρσελίνα, χυμώδης και με ωραίες κωμικές στιγμές, αναδιπλώθηκε ιδανικά και μας χάρισε με το μονόλογό της έντονη συγκίνηση. Ο Νίκος Καρδώνης, ήρεμη δύναμη στην παράσταση, με την εμπειρία και το χιούμορ του έδωσε ειδικό βάρος στον οριεντάλ ρόλο του και ένα κομψό, εναλλακτικό Μπαζίλιο. Ο Γιώργος Τσιαντούλας σαν Κερουμπίνο, με μία παιδική αφέλεια και αδεξιότητα στο ρόλο του, ίσως να τον τράβηξε ένα κλικ παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν, αλλά γενικά στάθηκε με αξιοπρέπεια και χιούμορ. Η Αντιγόνη Φρυδά στο ρόλο της κόμισσας Αλμαβίβα, υπήρξε το γήινο αντίβαρο του συζύγου της, μία ανασφαλής γυναίκα που εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις προς όφελός της, έστω και με τυχαίο τρόπο. Ο Χρήστος Σουγάρης (Αντόνιο), η Αργυρώ Ανανιάδου (Φανσέτα), ο Γεράσιμος Μιχελής (Μπάρτολο), ο Διονύσης Μπουλάς (Ντον Γκουζμάν), ο Γιάννης Παναγόπουλος (Ντουμπλ Μάιν) και ο Λευτέρης Αγγελάκης (Πεντρίγιο) συμπληρώνουν τον πολυμελή θίασο με μικρούς ρόλους στους οποίους αποτελούν τον ορισμό του χορού, του ensemble. Άλλωστε και αυτή η παράσταση του κυρίου Λιβαθινού αποπνέει έντονη ομαδικότητα, αρμονία, καλλιτεχνική χημεία, ένταξη του ατόμου στο σύνολο και ανάδειξή του μέσα από αυτό.
Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου με μια σουρεάλ αισθητική, αλλά απόλυτα ενταγμένα στη λειτουργικότητά τους μέσα στην παράσταση. Πόρτες και παράθυρα που είτε πατούν στη γη, είτε κρέμονται στον αέρα δίνοντας μια αίσθηση ονείρου, μια μεταλλική σκαλωσιά υπέροχα μεταμορφωμένη σε μπουντουάρ της κόμισσας, δείχνουν σκέψη, πολλές ώρες επεξεργασίας των ιδεών ώστε να γίνουν λειτουργικές στην πράξη, αλλά και πλήρης ένταξή τους στο όραμα του σκηνοθέτη. Τα κοστούμια της ευφάνταστα και εξίσου λειτουργικά. Η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού εκτελεσμένη ζωντανά από τους AntArtes πολυμορφική, πολυσυλλεκτική, δεν περιορίστηκε σε μια στείρα μουσική αναπαράσταση της εποχής, αλλά προσέθεσε άποψη και πρωτοτυπία σε αυτή. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ακολουθούν πιστά τη δράση και τη φωτίζουν εύστοχα και δυναμικά. Η επιμέλεια της κίνησης της Pauline Huguet σε πλήρη χημεία και αρμονία με τη σκηνοθετική και σκηνογραφική ματιά της παράστασης, αποτέλεσε άλλο ένα εργαλείο στα χέρια της ομάδας για την επίτευξη του ευτυχούς τελικού αποτελέσματος.
Συμπερασματικά, πρόκειται για μια παράσταση, της οποίας οι αρετές είναι πολλές και ήδη αναλύθηκαν διεξοδικά. Ευφυής δραματουργία και σκηνοθεσία από ένα σκηνοθέτη με όραμα, ο οποίος ξέρει να το μεταφέρει στη σκηνή, ατμόσφαιρα ποπ και ρυθμός ευφρόσυνος, χωρίς δηθενιές και αχρείαστα τρυκ, μαγική σκηνογραφία και μια καλοκουρδισμένη και δεμένη ομάδα ηθοποιών, που συνολικά δίνει ρεσιτάλ και δείχνει να ζει και να απολαμβάνει την τρίωρη παρουσία της στη σκηνή του Μεγάρου. Από τις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις της πρωτεύουσας.
03.03.2015, Χριστόπουλος Γιώργος «Ο γάμος του Φίγκαρο», www.newsage.gr