Η Γαλλική Επανάσταση σαν πανηγύρι

«Ο θάνατος του Δαντόν» του Γκέοργκ Μπίχνερ – Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση

Ένα παράδοξο έργο. Γραμμένο από έναν ιδιοφυή 23χρονο που πίστευε στην αναγκαιότητα της επανάστασης και ταυτόχρονα αμφέβαλλε για τη σκοπιμότητα και την επιτυχία της. Αυτό που ο Μπίχνερ δεν μπορούσε να προβλέψει το 1835 -την εξέλιξη της Ιστορίας- είναι σήμερα κοινός τόπος.

Τα λάθη του Ροβεσπιέρου έμελλαν να επαναληφθούν κάμποσες φορές πάνω από βουνά πτωμάτων στο όνομα της ισότητας. Οι μοντέρνες κοινωνίες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για ελευθερία και δικαιοσύνη, εξασφαλίζοντας μια ευημερία που κατέληξε ξανά στην ανισότητα. 220 χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση η αστική δημοκρατία ορκίζεται στην τάξη και τρέμει την επανάσταση από την οποία προήλθε.

Στα διλήμματα του Μπίχνερ, πόσο ανθρώπινη μπορεί να είναι η βία και πόσο εφικτή μια επανάσταση χωρίς αίμα, έχει απαντήσει και με το παραπάνω ο 20ός αιώνας. Όμως καθώς αυξάνουν η φτώχεια, η διαφθορά και η οργή, μια νέου τύπου βία κερδίζει έδαφος, επικυρώνοντας οδυνηρά τους συλλογισμούς ενός νεότατου ποιητή για την καταστροφική φύση του ανθρώπου. Δαντόν: «Τι είναι αυτό μέσα μας που ασελγεί, ψεύδεται, κλέβει και σκοτώνει; Ο κόσμος είναι ένα χάος».

Στο έργο του Μπίχνερ η επανάσταση έχει ήδη αρχίσει να τρώει τις σάρκες της. Ο Ροβεσπιέρος θα στείλει τον πρώην σύντροφό του Δαντόν και την παρέα του ως προδότες στη λαιμητόμο, την επανάσταση θα διαδεχθεί η δικτατορία. Κι όμως αμφότεροι υπήρξαν κάποτε παθιασμένοι επαναστάτες που θέλησαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Στη διαδρομή ο ένας ξεπέζεψε από το άρμα του τρόμου, άδειος και εξαντλημένος από αηδία και θλίψη «μπροστά στον αποτρόπαιο φαταλισμό της Ιστορίας». Ανίσχυρος απέναντι στις αντιφάσεις μιας λογικής που θέτει τον σκοπό πάνω από τα μέσα, ο Δαντόν προτιμά να ξεχάσει στην κρεπάλη, χωμένος στα σκέλια της πόρνης Μάριον ή, ακόμη καλύτερα, αφήνοντας να τον ξεπαστρέψουν χωρίς αντίσταση («η γκιλοτίνα είναι ο καλύτερος γιατρός»), ενόσω ο αδιάφθορος Ροβεσπιέρος συνεχίζει αμείλικτα τις εκτελέσεις, καθώς «το σπαθί της δικαιοσύνης δεν πρέπει να σκουριάσει».

Ο Δαντόν στον καναπέ

Πώς διαχειρίζεται μια σκηνοθεσία σήμερα αυτό το σοφό, διορατικό και αγέραστα επίκαιρο έργο; Κατά τον Στάθη Λιβαθινό, κρατώντας ίσες αποστάσεις από τις θέσεις που εκπροσωπούν ιστορικά, πολιτικά και μανιχαϊστικά το «δόγμα Ροβεσπιέρου» («τι είναι λίγα κεφάλια μπροστά στο καλό της ανθρωπότητας;») και η «αναθεώρηση Δαντόν» («έως πότε η επανάσταση θα κατασπαράζει τα παιδιά της;»).

Η παράσταση αντιμετωπίζει το ρεπουμπλικανικό φαινόμενο χωρίς αυταπάτες και συναισθηματισμούς. Υποβαθμίζοντας το τραγικό στοιχείο μέχρι εξάλειψης, προσεγγίζει το μεγάλο ζήτημα Επανάσταση vs Μεταρρύθμιση σαν ένα πανηγύρι, με τραγούδια, συμπεριφορές και ενίοτε λόγο επιθεωρησιακής ιλαρότητας που δεν αφήνει τίποτε όρθιο. Εκτός, παραδόξως, από τον «μεσσία του αίματος» Ροβεσπιέρο, τον οποίο ο Βασίλης Ανδρέου υποδύεται σχεδόν ακίνητος, χωρίς κλισέ, αγέλαστα, μαχητικά, με στεντόρεια φωνή. Το μοναδικό πρόσωπο αυτής της βραδιάς με αληθινό δραματικό εκτόπισμα. Αντιθέτως, ο Δαντόν του νεαρού Ηλία Μελέτη, από χαρισματική, τραγικά διφορούμενη προσωπικότητα με ιστορικό και θεατρικό κύρος, ξεπέφτει σε χαζοχαρούμενο Καραγκιόζη με αφρολούκ, αθλητική φόρμα και Adidas, που όταν δεν ρητορεύει σωριάζεται κατάκοπος στον καναπέ, χουχουλιάζει, χασμουριέται, μέχρι το επόμενο μισόκαρδο τίναγμα από την πλήξη.

Χωρίς καλούς και κακούς

Σε ένα χαοτικό κοινόβιο αναρχικών (σκηνικά-κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου), γύρω από έναν πολυχρησιμοποιημένο καναπέ, που αργότερα γίνεται φυλακή, κάρο, ικρίωμα, ανάμεσα σε στοίβες από παλιές εφημερίδες, αρχεία, φυλλάδια (όλα σκονισμένο παρελθόν), δώδεκα νέοι ηθοποιοί με αντιεξουσιαστικό look και αποκριάτικα αξεσουάρ -χάρτινες περούκες, κολάρα, φρυγικούς σκούφους, τρικολόρ σημαίες/εσάρπες- παρασταίνουν όλο το κοινωνικό φάσμα -δικαστές, δήμιους, λαό, βουλευτές, αρχηγούς-, ενώ η Μαρία Ναυπλιώτου αναλαμβάνει και τους τέσσερις γυναικείους ρόλους.

Όλα μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι, χωρίς «καλούς» και «κακούς», εκτός από τον Σεν Ζιστ (Ευθύμης Παππάς) που θυμίζει ιδεοληπτική καρικατούρα, και τον πάντα «άξεστο» λαό, στο όνομα του οποίου γίνονται όλα, που εφορμά κάθε τόσο μέσα από καπνούς και πυροβολισμούς, με ηχογραφημένες ζητωκραυγές, μιμούμενος τον μαινόμενο όχλο. Κανείς δεν αποτελεί λύση. Οι Ιακωβίνοι κοπανιούνται με τεχνητή «επαναστατική» ζωντάνια, ενώ οι πιο πνευματώδεις Γιρονδίνοι σέρνονται βαριεστημένοι, φιλοσοφώντας για ατομικά δικαιώματα.

Θέσεις, διαξιφισμοί και συλλογισμοί του Μπίχνερ, που αποτυπώνονται στους εμβληματικούς μονολόγους των δύο αρχηγών και στις μεγάλες σκηνές της Εθνοσυνέλευσης και του Λαϊκού Δικαστηρίου, όπου επισφραγίζεται η αυτοκαταστροφική κορύφωση της τρομοκρατίας, εξανεμίζονται σε μια άμορφη πολυκινητικότητα, οχλοβοή και ερμηνείες με στόμφο και χωρίς πειθώ, όπου άπαντες φωνάζουν, βρίζουν, κλοτσούν, σκίζουν τον αέρα χειρονομώντας, βραχνιάζουν, διαφωνούν όλοι μαζί ή γελούν χωρίς λόγο, μετατρέποντας φράσεις-κλειδιά σε κοινότοπα αποφθέγματα, άκαιρα συνθήματα και πομπώδεις ηθικολογίες.

Στο τέλος, ο Δαντόν και η παρέα του στριμώχνονται στο πενταθέσιο ικρίωμα συζητώντας και χαριτολογώντας, ενώ γύρω τους οι δήμιοι ουρλιάζουν εκστατικοί. Όμως, αντί να πέσουν κεφάλια, εξουσιαστές και αντιφρονούντες σμίγουν ως διά μαγείας σε μια ομαδική φωτογραφία συμφιλίωσης. No problem. Άλλωστε όλα είναι θέατρο. Ωστόσο, εξαλείφοντας τις αντιθέσεις του έργου σε έναν μεταμοντέρνο σχετικισμό, η παράσταση δεν συσκοτίζει μόνο μια μεγάλη διάσταση της ευρωπαϊκής Ιστορίας, αφαιρεί και από την ίδια τα συστατικά ενός συγκινητικού θεατρικού γεγονότος.

12.02.2011, Ματζίρη Σωτηρία «Η Γαλλική Επανάσταση σαν πανηγύρι», Ελευθεροτυπία

 

Για το link πατήστε εδώ