Δύο παραστάσεις Ντοστογιέφσκι
Επικρατούσε παλιότερα μια άποψη στο ευρύ κοινό, στη Δύση κυρίως, ότι ο Ντοστογιέφσκι, πέρα από ένας ιδιοφυής συγγραφέας, υπήρξε ένας φανατικός σλαβόφιλος, ορκισμένος εχθρός της Δύσης, που δεν έβλεπε στα δημιουργήματά της παρά μόνο στο Σατανά, τον Αντίχριστο και όλα όσα η προσκόλληση σε φονταμενταλισμούς, θρησκευτικούς ή πολιτικούς, επιβάλει (ενώ στη χώρα του για ένα διάστημα θεωρήθηκε ως «αντιδραστικός»). Η αλήθεια βέβαια, όπως και για τον δικό μας Παπαδιαμάντη, που του έχουν κατά καιρούς προσάψει ανάλογα, είναι τελείως διαφορετική.
Ο Ντοστογιέφσκι είναι συγγραφέας βαθύτατα Ρώσος και συγχρόνως βαθιά οικουμενικός (επειδή ακριβώς είναι Ρώσος, έχει δηλαδή ταυτότητα) που «αγαπά τον άνθρωπο, και όχι την αφηρημένη ιδέα της ανθρωπότητας». Αν ψέγει τη Δύση, το κάνει επειδή αντιλαμβάνεται με πόνο ψυχής ότι στη Δύση έχουν καιρό αναγορεύσει το καλό και το κακό σε ανεξάρτητες ηθικές κατηγορίες – οντότητες, ερήμην του ανθρώπου, και «αγαπούν την αφηρημένη ιδέα της ανθρωπότητας όντας ανίκανοι ν’ αγαπήσουν έναν αληθινό άνθρωπο», είτε απορρίπτοντας – καταστέλλοντας με τις «ιερές εξετάσεις» τους, εν ονόματι μιας υποκριτικής «καθαρότητας», τη σκοτεινή, «δαιμονική» πλευρά των ενστίκτων ή εξ αντιδιαστολής αποθεώνοντάς την. Αυτός είναι ο «Αντίχριστος» που μάχεται ο Ντοστογιέφσκι. Όπως ο Παπαδιαμάντης δεν απορρίπτει ούτε αποθεώνει το «σκοτεινό», κατανοεί και ανέχεται (αγαπά) τον άνθρωπο, υποφέρει μαζί του, τον φέρει.
Αυτά λεγόντουσαν σ’ εποχές παλιότερες, όπου η σλαβοφοβία ήταν μια βασική συνιστώσα της δυτικής πολιτικής, και διαμόρφωσε συνειδήσεις. Εκτός απ’ την Ελλάδα που η γνωριμία μας με τη ρωσική κουλτούρα έχει ρίζες βαθιές, τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι κ.ά., ήταν λαϊκά αναγνώσματα. Και μοιάζει τα τελευταία κυρίως χρόνια, να επανακάμπτουν, δίνοντας καινούργιους καρπούς.
Σε αυτό το πλαίσιο δε μπορούμε παρά να χαιρετήσουμε τη στροφή του Εθνικού μας θεάτρου, στη ρωσική κουλτούρα, παλιότερη και νεώτερη, που είχε αρχίσει επί εποχή Κούρκουλου και πρόκειται, όπως διαβάζω να συνεχιστεί και διευρυνθεί. Το εύχομαι ολόψυχα, φτάνει να γίνει με τίμιους όρους.
Ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι, που ανέβασε η «Πειραματική» του Εθνικού, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, σε δύο τρίωρα μέρη, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Στην καλύτερη μετάφραση που έχουμε, του Άρη Αλεξάνδρου, και σε καλή διασκευή – δραματουργική επεξεργασία Σάββα Κυριακίδη. Με απόλυτο σεβασμό στο πνεύμα και στο γράμμα του μεγάλου συγγραφέα, χωρίς άχρηστα ευρήματα σκηνοθετικά, στην καρδιά του ντοστογιεφσκικού λόγου. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί ν’ απαιτήσει να βγουν όλες οι πλευρές αυτού του χαοτικού κειμένου. Έλειπε το κομμάτι της παρέας των νεαρών παιδιών, που είναι από μόνο του ένα μυθιστόρημα. Βγήκαν όμως άλλες, βασικές, η πάλη του έρωτα με τον οίκτο στο πρόσωπο των δύο γυναικείων ινδαλμάτων του ήρωα, η αγωνία και η μάχη μέχρι τέλους των αντρών πρωταγωνιστών με τον Θεό τους…
Με σπουδαίες ως καλές υποκριτικές (κανείς δεν υστέρησε, αλλά ο χώρος δυστυχώς δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ σε όλους). Σκηνικά – κοστούμια σημαίνοντα της Ελένης Μανωλοπούλου, στικτή μουσική του Θόδωρου Αμπαζή, δημιουργικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, χορογραφία «εν κινήσει» της Σεσίλ Μικρούτσικου. Η Μαρία Ναυπλιώτου (Ναστάσια Φιλίπποβνα) σε ένα ρόλο από ουρνό και λάσπη που τσακίζει κόκαλα, είναι σχεδόν ισάξια, στις σιωπές της κυρίως, με τη μεγάλη πρώτη διδάξασα Ρωσίδα Τζούλια Μπορίσοβνα. Ο Δημήτρης Ήμελλος φτιάχνει ένα εκπληκτικά ζωντανό πορτρέτο του Ραγκόζιν, που εμπεριέχει την ανάστροφη πορεία του ανθρώπου, επιστροφή από τη σάρκα που βλάστησε στο ξύλο της καταγωγής του. Το «κλείσιμο» του ρόλου είναι για ανθολογία. Ο Γκάνια Ίβολγκιν του Στάθη Γράψα με ουσία, ο Ανταρλιόν Ιβάνοβιτς του Δημήτρη Παπανικολάου εξισορροπεί το δράμα και τη κωμωδία χωρίς να γελοιογραφεί, ο Λέμπεντεφ του Νίκου Καρδώνη, ένα μικρό διαμάντι. Η Δέσποινα Κούρτη, σ’ ένα ρόλο κόντρα στο «φυσικό» της (Αγλαΐα), το παλεύει. Στο ρόλο του Μίσκιν, ο Βασίλης Ανδρέου με σπουδαία εκφραστικά μέσα, δίνει έντυπη την εικόνα του ήρωα, σαν το αρνητικό αποτύπωμά του στην πηχτή λάσπη της ύπαρξης. Ή κάτι σαν την «εικόνα του Χριστού μετά την αποκαθήλωση», του Χολμπαϊν, αλλά με την ελπίδα της ανάστασης να λάμπει σαν έσχατη σπίθα στο εσωτερικό κύτταρό της. Ο Ντοστογιέφσκι, όπως και να το κάνουμε, είναι φωτιά που δεν σβήνει.
17.06.2007, Πολενάκης Λέανδρος «Φωτιά που δε σβήνει», Αυγή