Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί τον «Γάμο του Φίγκαρο» του Μπωμαρσαί στο Μέγαρο.
Όλο και σπανιότερα πια απολαμβάνουμε παραστάσεις που φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί με κίνητρο τη θεατρικότητα, τη χαρά του παιχνιδιού, τη δημιουργική φαντασία και ευρηματικότητα. Τη θεατρική πιάτσα κατακλύζουν έργα και παραστάσεις γεννημένα από τις σύγχρονες επιταγές, με κύρια χαρακτηριστικά την εγκεφαλικότητα, την απο-προσωποποίηση, την αποστασιοποίηση, την αυστηρή φόρμα, τον εκκωφαντικά φανερό πολιτικό/κοινωνικό στοχασμό. Η κωμωδία, δε, έχει σχεδόν εξοβελιστεί από το ρεπερτόριο, τουλάχιστον του μη «εμπορικού» θεάτρου· «επιτρέπεται» μονάχα αυτή του Αριστοφάνη, κατά την καθιερωμένη θερινή παράδοση. Αυτό το κενό αναπληρώνει στον ιδανικότερο βαθμό η σκηνοθετική παρουσία του Στάθη Λιβαθινού γενικά, αλλά και ειδικά φέτος, που ανεβάζει με την ομάδα του τον «Γάμο του Φίγκαρο» του Πιερ Μπωμαρσαί στο Μέγαρο Μουσικής.
Τα παραπάνω δεν υπονοούν ούτε κατ’ ελάχιστον ότι οι επιλογές του σκηνοθέτη, και δη η συγκεκριμένη, εξαντλούνται σε θεατρικά τερτίπια και είναι «κενές νοήματος». Κάθε άλλο. Διατυπώνουν όμως τη διαπίστωση πως ο Στάθης Λιβαθινός φαίνεται να είναι -ή να έχει μείνει- η μοναδική ίσως περίπτωση σκηνοθέτη που ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τη θεατρικότητα και που, έχοντας επίγνωση της δύναμής της, τη μεταχειρίζεται ως το πολυτιμότερο εργαλείο του. Η παράσταση που έστησε στη σκηνή του Μεγάρου είναι μια θεατρική γιορτή, ένα υπόδειγμα θεάτρου συνόλου, μια καλοκουρδισμένη μηχανή μελετημένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Λιβαθινός και Μπωμαρσαί φαίνεται να μοιράζονται την ίδια πίστη: μέσα από την πιο «τρελή» φόρμα μπορείς να πεις τα πιο σοβαρά πράγματα. Το έργο, γραμμένο ανάμεσα στο 1775-’78 και πολιτικά ριζοσπαστικό για την εποχή του, καθώς απηχούσε τις βασικές αρχές του Διαφωτισμού και καλλιεργούσε επί σκηνής τις συνθήκες που όλο και ωρίμαζαν, για να οδηγήσουν εντέλει στη Γαλλική Επανάσταση, δεν είναι γραμμένο ως πολιτικό μανιφέστο. Αντιθέτως. Ακολουθεί τη μεγάλη παράδοση του λαϊκού θεάτρου, αυτού των πλανόδιων θεατρίνων, της ιταλικής commedia, των σαιξπηρικών κωμωδιών. Βάζει στο επίκεντρό του τον Φίγκαρο, μια μετεξέλιξη του υπηρέτη του αναγεννησιακού θεάτρου, και στήνει την υπόθεσή του πάνω στη δοκιμασμένη -και κατεξοχήν θεατρικότατη- συνταγή των παρεξηγήσεων, της ερωτικής ίντριγκας, του δίδυμου αφέντη-δούλου, των χαμένων παιδιών, των συνεχών εκτροπών της πλοκής. Το ιδεολογικό κομμάτι του έργου, αυτό που το καταδίκασε σε αρκετά χρόνια λογοκρισίας μέχρις ότου παρασταθεί το 1784 (μόλις πέντε χρόνια πριν την έναρξη της Επανάστασης), προφανώς δεν έχει πια την ίδια, την τόσο ισχυρή, επίδραση. Μιλάει, όμως, για διαχρονικά αιτήματα, για την ανάγκη αντίστασης του ανθρώπου ενάντια στην ισχύ της εξουσίας, την ανάγκη του καλλιτέχνη για ελεύθερη δημιουργία, του πνευματικού ανθρώπου για απαλλαγή από τη λογοκρισία, ενώ η, έστω από σκηνής, «στα ίσια» αντιμετώπιση του ισχυρού από τον αδύναμο, συνεχίζει να προσφέρει ευφρόσυνη αγαλλίαση.
Αυτή τη συνταγή εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο σκηνοθέτης και την εμπλουτίζει με τη δημιουργική φαντασία του. Δεν είναι η αληθοφάνεια αυτή που τον ενδιαφέρει – χαρακτηριστικό παράδειγμα, το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου που δεν απεικονίζει τους χώρους του έργου, αλλά προσφέρεται απλόχερα στις σκηνικές ανάγκες με επίκεντρο ένα πατάρι, σημαίνον ανά τους αιώνες της θεατρικής τέχνης, και μια σκαλωσιά που αλλάζει χρήσεις (και νοερά μας συνδέει με το δημιουργικό αποκορύφωμα του ίδιου θιάσου, την «Ιλιάδα»)· είναι η όσο πιο ευφάνταστη σκηνική πραγμάτωση του έργου. Ο Λιβαθινός δεν αφήνει σχεδόν ατάκα του έργου που να μην την υπογραμμίσει με τη σκηνοθετική του παρουσία· μπορεί να είναι με μια νότα, ένα υπονοούμενο, μια κίνηση, έναν τονισμό. Στη σκηνή κυριαρχούν το χιούμορ, τα παιγνιώδη σκηνικά ευρήματα, η αβίαστη ενέργεια, οι τονισμένες ερμηνείες, η σχετική υπερβολή, ένας θεατρικός πλουραλισμός ανακατεμένος με χρώματα, μουσική και αισθητική ποικιλομορφία.
Αυτό το θεατρικό πανδαιμόνιο υπηρετείται στην εντέλεια από τις, εκτελεσμένες ζωντανά, μουσικές του Χαράλαμπου Γωγιού, που εκτείνονται από αναφορές στην όπερα μέχρι βαλκανικά μοτίβα, και φυσικά από το σύνολο των ηθοποιών, που (έχει μάθει να) λειτουργεί σαν ένα σώμα, από τους οποίους, κυρίως λόγω του βάρους του ρόλου τους και όχι επειδή οι υπόλοιποι υστερούν, θα πρέπει να αναφερθούν χωριστά ο Δημήτρης Ήμελλος (Φίγκαρο) και ο Άρης Τρουπάκης (Κόμης Αλμαβίβα). Ως μόνo, ελάχιστo μειονέκτημα, θα διατύπωνα τη διάρκεια της παράστασης· θεωρώ ότι ένα δεύτερο μέρος κάπως μικρότερο θα βελτίωνε την ποιότητα της πρόσληψης.
Μετά τη, συγκλονιστική για μένα προσωπικά, σκηνική πραγμάτωση της «Ιλιάδας», αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσε ο Στάθης Λιβαθινός να την αφήσει πίσω του για να πάει παρακάτω. Αν και η συγκεκριμένη παράσταση ακόμη διατηρεί μέσα μου -αλλά και με αντικειμενικά, πιστεύω, κριτήρια, λόγω και του ειδικού βάρους του έργου- αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία σε σύγκριση με τον «Γάμο του Φίγκαρο», είμαι πλέον πεπεισμένη πως ο Λιβαθινός συνεχίζει με την ίδια δυναμική να αναμετριέται με τον πήχη που ο ίδιος έχει θέσει τόσο ψηλά.
10.03.2015, Καράογλου Τώνια «Η φαντασία στην εξουσία», www.elculture.gr
Για το link πατήστε εδώ