Εξομολογητικός μονόλογος…

Ένα παλιό όνειρο της Ασπασίας Παπαθανασίου γίνεται πραγματικότητα. Ήθελε από καιρό να ερμηνεύσει την Ελεονώρα Ντούζε και να συνεργαστεί με τον Στάθη Λιβαθινό. Έτσι από τις 4 Μαρτίου η μεγάλη ηθοποιός ανεβαίνει τη σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια και παρουσιάζει το έργο του Κίκο ντε Κιάρα «Ελεονώρα Ντούζε», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

Η συγκεκριμένη παράσταση είναι η πρώτη εκδήλωση του νεοσύστατου καλλιτεχνικού οργανισμού «Θέατρο» που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του ’96 κι έχει πρόεδρο τη Ρούλα Κακλαμανάκη.

Ο Κίκο ντε Κιάρα, εμπνεύστηκε το έργο του, από τη ζωή της Ιταλίδας ηθοποιού Ελεονώρα Ντούζε. Μιας λεπτεπίλεπτης και μικροκαμωμένης γυναίκας με τεράστια υποκριτικά προσόντα και μεγάλο καλλιτεχνικό δαιμόνιο που διακρίθηκε για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τους ρόλους της, καταθέτοντας ερμηνείες εξαιρετικές. Ερμηνείες που ταυτίστηκαν με μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση κι έκαναν το κοινό να συγκλονίζεται.

Στο 1924 μας μεταφέρει ο συγγραφέας . Τότε σε ένα ξενοδοχείο της Πενσυλβάνιας, η Ελεονώρα Ντούζε, λίγο πριν το τέλος της ζωής της καταφεύγει σε ένα εξομολογητικό μονόλογο που κάνει «γνωστά» τα μυστικά της ζωής της.

Γεννημένη στο Βιτζεβάνο της Λομβαρδίας το 1858, η Ελεονώρα μεγάλωσε σχεδόν μέσα στο θέατρο. Σε ηλικία 4 χρόνων κάνει τη πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή. Ήταν η αρχή μιας πορείας που ξεχώρισε για την προσπάθεια και τον καθημερινό αγώνα της αναζήτησης ενός τρόπου έκφρασης χωρίς ρητορεία και «μεγαλοπρεπείς σκηνικές στάσεις». Από τα νεανικά της χρόνια ξεκίνησε τις ατελείωτες καλλιτεχνικές της περιοδείες σε όλο τον κόσμο. «Το όνειρό μου», έλεγε η ίδια, «είναι να μπορέσω να πραγματοποιήσω όλα όσα σκέφτομαι, προς ηθική ωφέλεια της τέχνης στην οποία ανήκω… Θέλω να ζήσω με ιδανικά».

Με όπλα και κινητήριο δύναμη τη διαίσθηση και το ένστικτο, πέτυχε να ταυτίσει κάθε φορά τον εαυτό της με τον παρουσιαζόμενο χαρακτήρα. Και ο Στανισλάβσκι μετά από κάθε εμφάνισή της σημείωνε ότι «η τεχνική της ταύτισης και της απλότητας συνδυασμένη με την με τη πνευματικότητα που η Ντούζε προσέδιδε στα θεατρικά της πρόσωπα είναι η αρχή του καινούργιου θεάτρου τη εποχής μας… η Ντούζε ταυτισμένη με μια άμεση διείσδυση, αυθόρμητη όπως η ανάσα…».

Ο θρίαμβος την ακολούθησε παντού. Το κοινό την έραινε με λουλούδια. Όμως το 1911 ξαφνικά σταματάει. Άρρωστη, κουρασμένη προσπαθεί να βρει νέους δρόμους για την τέχνη της. Τίποτε δεν την ικανοποιεί. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στα νοσοκομεία, προσπαθεί να βοηθήσει τους τραυματίες. Η δυστυχία τη γονατίζει. Ο πόνος για όλα όσα συμβαίνουν γύρω της, την πληγώνει και κι αποφασίζει ότι μπροστά σ’ αυτή τη θλίψη, η τέχνη δεν είναι τίποτα. Προσπαθεί με άλλους τρόπους να βοηθήσει στην αναγέννηση του Ιταλικού Θεάτρου.

Κάποια στιγμή αποφασίζει να επιστρέψει. «Θέλω να γυρίσω στο θέατρο, θέλω να πεθάνω στη σκηνή», ομολογεί στους γύρω της. Το 1921, μετά από 10 χρόνια απουσίας, άρρωστη, φυματικιά κι απογοητευμένη, πολύ φτωχή ξαναρχίζει τη περιπλάνηση. Το κοινό τη βάζει στην αγκαλιά του. Χωρίς μακιγιάζ, με μαλλιά άσπρα ανεβαίνει στη σκηνή και η κριτική δηλώνει ότι «στη φωνή της υπάρχει περισσότερη θέρμη όσο ποτέ, η τέχνη της φτάνει στη καρδιά σαν λεπίδι…». Παρά τις δυσκολίες αντέχει κι ονειρεύεται ένα «θέατρο νέων», με ασβεστωμένους τοίχους και υπόγειο. Τρία χρόνια μετά κάνει την τελευταία της περιοδεία. Ως «αρχηγός των αρχηγών του αμερικανικού θεάτρου». Η Ντούζε έμεινε στη μνήμη της εποχής της, ηθοποιός – σύμβολο, οδηγός ενός νέου θεατρικού κινήματος.

Τη μετάφραση του έργου υπογράφει η Άννα Βαρβαρέσου και τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε ο Άγγελος Αγγελής. Τη μουσική έγραψε ο Γιώργος Μπουντουβής. Δίπλα στην Ασπασία Παπαθανασίου είναι η Βαλίτα Ψαρρού στο ρόλο της γραμματέως – νοσοκόμας.

24.02.1998, Χ.Σ «Εξομολογητικός μονόλογος…», Η Αυγή