Η ευγλωττία του πάθους

Ο Λιβαθινός φέτος χάρη στο Φεστιβάλ Αθηνών μας γνώρισε τον ρομαντισμό του Λέρμοντοφ

Στον τόπο μας έχει τόσο πολύ συκοφαντηθεί το ρομαντικό θέατρο, ώστε αν θελήσει κάποιος σήμερα να το υπηρετήσει σκηνικά, θα σκοντάψει σε πολλά εμπόδια: στην έλλειψη εκπαίδευσης των ηθοποιών μας, στην έλλειψη μεταφραστικής παράδοσης και κυρίως στην άγνοια και ως εκ τούτου στο έλλειμμα εθισμού του κοινού στους κανόνες, στους κώδικες και στα κλειδιά της ρομαντικής ποιητικής και παραστασιολογίας. Γιατί αυτό το ιστορικό και αισθητικό κενό; Διότι στον τόπο μας ο ρομαντισμός που κυριάρχησε στην ποιητική και την αισθητική της σκηνικής πράξης στον 19ο αιώνα συνδέθηκε με την καθαρεύουσα, τη ρητορεία μιας μελοδραματικής υποκριτικής και με την αρχαιόθεμη και ιστορικίζουσα θεματογραφία.

Σε πρόσφατα διδακτορικό της κ. Ε. Χασάπη – Χριστοδούλου με θέμα: «Η ελληνική μυθολογία στο νεοελληνικό δράμα», μια εξαντλητική αναφορά στην δραματουργία ενάμιση αιώνα, σε πιάνει ίλιγγος για την πληθώρα των θεμάτων της ρομαντικής περιόδου με αρχαιόθεμες υποθέσεις.

Αν ψάξει κανείς το δραματολόγιο των θιάσων μας τον εικοστό αιώνα, πέρα από τον «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Ροστάν και την «Κυρία με τις Καμέλιες» του γιου Δουμά δεν θα βρει άλλα αξιόλογα έργα. Ούτε Ουγκό (πλην μιας παράστασης στο Εθνικό του Ρουϊ Μπλας) ούτε Μπάιρον (παρ’ όλη την άλλου είδους «Χρήση» του), ούτε Σέρλεϊ ούτε βεβαίως Πούσκιν, ούτε Αλφιέρι (πέρα από προεπαναστατικές του χρήσεις για λόγους εθνικούς – λόγω ακριβώς των αρχαιόθεμων θεμάτων του).

Μόλις πριν από λίγα χρόνια ο Βολανάκης ανέβασε τον «Κάιν» του Μπάιρον και κάπου ξεσκάρισε η «Λουκριτία Βοργία» του Ουγκώ. Η «Πενθεσιλεία» του Κλάιστ παίχτηκε από τον Μουζενίδη και την Κούλα Πράτσικα ως περίπου χορόδραμα στη μεταξική περίοδο και ο «Πρίγκιπας του Χόρμπουγκ» φέτος και ο «Αμφιτρύων» του Κλάιστ πρόπερσι.

Ο Στάθης Λιβαθινός, ηθοποιός και σκηνοθέτης με στανισλαφσκική παιδεία είναι εκείνος που τα τελευταία χρόνια προσπάθησε να επαναφέρει στη σκηνή τον ποιοτικό ρομαντισμό του θεάτρου. Αυτός μας προίκισε με τις θαυμάσιες και θαυμάσια παιγμένες «Μικρές» τραγωδίες» του Πούσκιν και τη ρομαντική σάτιρα του Ροστάν «Οι ρομαντικοί». Πιστεύει στο ποιοτικό θέατρο και φιλοδοξεί να ανιχνεύσει τον κώδικα της υποκριτικής πέραν του στόμφου, αλλά εντεύθεν του πάθους. Και είναι εντυπωσιακός ο αγώνας του να ανακαλύψει μια ισορροπία και συνάμα να διοχετεύσει στην ταλαντούχα ομάδα που καθοδηγεί το ρομαντικό σκηνικό ήθος συντελώντας στην αποκατάσταση ενός συκοφαντημένου σπουδαίου είδους και στη μύτη του κοινού μας την ιδιαιτερότητα της σκηνικής συνταγής.

Είναι φυσικά μερικοί, ακόμη και καμωνόμενοι τους ειδήμονες, να κλωτσάνε ανίδεοι για την ευρωπαϊκή έρευνα τα τελευταία χρόνια πάνω στους κώδικες και αυτού του θεάτρου. Η αμηχανία και τα αδιέξοδα της σύγχρονης θεατρικής παραγωγής μας οδήγησαν να ανιχνεύσουμε ξανά τους κώδικες του τσίρκου, του ωμού νατουραλισμού, του μαριβοντάζ, του ρομαντικού σκηνικού ήθους. Ο Βιτέζ, και τη θεατρικότητα του Μαριβό και του Ουγκό αναζήτησε.

Ο Λιβαθινός φέτος χάρη στο Φεστιβάλ Αθηνών μας γνώρισε το ρομαντισμό του Λέρμοντοφ (1814-1841). Ο μεγάλος αυτός ποιητής της ρωσικής γλώσσας, θαυμαστής του Μπάιρον, του Πούσκιν και του Κλάιστ, που έφυγε από τη ζωή 27 ετών με τον ίδιο τρόπο που έφυγε ο Πούσκιν, σκοτωμένος σε μονομαχία, έγραψε τη «Μασκαράτα» το 1835, δηλαδή σε ηλικία 21 ετών!! Κι όμως αυτό το παιδί θαύμα (η γενιά μου μεγάλωσε με το έξοχο αριστούργημά του, το μυθιστόρημα «Ένας ήρωας της εποχής μας»), με τον επαναστατικό και το αναρχικό οίστρο, την ανάστατη εφηβεία, τους διωγμούς και τα ερωτικά και άλλα πάθη, έγραψε ένα έργο όπου η ρομαντική συνταγή και πρωτοτυπεί και δοξάζεται. Αβυσσαλέα πάθη, χαρτοπαικτικός οίστρος, ίντριγκες, ζήλιες, συνωμοσίες, ερωτικά φίλτρα, μέθη, μεταμφίεση, υποκρισία και παθιασμένη ειλικρινής εξομολόγηση, κυνισμός και δολοφονικά δηλητήρια παρελαύνουν μέσα σ’ έναν ξέφρενο ρυθμό, σ’ έναν στροβιλισμό μιας αποκριάτικης μασκαράτας. Έγραφα κάποτε πως η περσόνα λέγει, η μάσκα κρύπτει και μόνο το προσωπείο σημαίνει, για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο και τη δελφική Πυθία. Πράγματι στον Λέρμοντοφ η μάσκα κρύπτει το πρόσωπο και κάνει βίο αινιγματώδη, τη συμπεριφορά αμφίσημη και τις προθέσεις αμφίβολες, κρύφιες και κινδυνώδεις.

Ήταν σκηνικά ιδιοφυής η λύση που έδωσε στο έργο ο Λιβαθινός, συνδυάζοντας τη χαρτοπαιξία και τον χορό των μεταμφιεσμένων, όπως ακριβώς ο χαρτοπαίχτης και ο χαρτοκλέφτης μπλοφάρει προσπαθώντας με προσποιήσεις να παραπλανήσει τον συμπαίχτη, έτσι και ο μασκοφόρος χορευτής προσποιείται, ανοίγεται, ρισκάρει. Η «Μασκαράτα» ποντάρει πάνω στις κρυφές επιθυμίες, στις φαντασιώσεις, στην ερωτική διαθεσιμότητα και στην ερωτική κτητικότητα. Πολώνει την ίντριγκα γύρω από ένα χαμένο βραχιόλι (κατεξοχήν σεξουαλικό θηλυκό σύμβολο) και κεντάει, θα ‘λεγα γαζώνει, περίτεχνες εκδικήσεις, πανούργες παγίδες, κυνικές προκλήσεις και πουριτανικές ηθολογίες σ’ ένα κόσμο χυδαίου αισθησιασμού.

Ρομαντικό πάθος και ευφράδεια

Ο Στρατής Πασχάλης είναι ποιητής και σέβεται το ύφος των ποιητών που μεταφράζει. Στη σκηνική διασκευή του Λιβαθινού έδωσε το κύρος του ρομαντικού πάθους και της ευφράδειας του είδους. Και άλλο είναι η φλυαρία και άλλο η ευφράδεια.

Εξάλλου η ρομαντική ρητορική είναι μια ακόμη μάσκα πίσω από την οποία κρύβονται πάθη ή εξαπολύονται ριπές πάθους, μίσους, φθόνου και παραληρήματος. Ο Πασχάλης τίμησε το είδος με περίπλοκα τεχνάσματα. Η Μανωλοπούλου σχεδίασε θεατρικά (κυριολεκτικά) κοστούμια, ο Αναστασίου υποκατέστησε την έλλειψη σκηνικών (το δράμα παίχτηκε σε πατάρι, με το κοινό κυκλικά διαταγμένο) με τον φωτισμό και η Σεσίλ Μικρούτσικου με απλά σχήματα χορογράφησε σε στενό χώρο.

Ο Λιβαθινός δίδαξε σωστά, όχι τόσο χαρακτήρες (πώς πίσω από τις μάσκες;) αλλά «φωνές», ρυθμούς και σημαίνουσες κινήσεις και πόζες. Ο Δημήτρης Παπανικολάου, ηθοποιός μεγάλης γκάμας έπαιξε τον πρόδρομο του Περλιμπλίν με την κιτρινίλα του ζηλιάρη, ο Καρδώνης με τη μαυρίλα του ραδιούργου, η Ναυπλιώτου με την τραγική χάρη της κούκλας του ρομαντικού Χόφμαν, η Μαρία Κίτσου (αξιοσημείωτο ταλέντο) με την προπέτεια του διαθέσιμου θηλυκού και η πάντα έξοχη Μαρία Σαββίδου σχεδίασε μια φιγούρα Γεωργίας Σάνδη παίζοντας τον κυνικό Καζάριν. Ο υπόλοιπος θίασος (η γνωστή ομάδα της πάλαι ποτέ Πειραματικής του Εθνικού) στους επεισοδιακούς ρόλους υπάκουσε στην ακρίβεια της σκηνοθετημένης χορογραφικής μασκαράτας.

Κροτάλιζαν οι ραπτομηχανές

Βρήκα ιδιοφυές το πολλαπλό σκηνικό αξεσουάρ, τις ραπτομηχανές που φλύαρες κροτάλιζαν ράβοντας τις υποκριτικές καλύπτρες και τα ενδύματα μεγαλοαστικής προκάλυψης. Η επί σκηνής μουσική παρουσία ορχήστρας έδωσε στη θεατρικότητα του όλου κύρος και η μουσική που έγραψε ο Αμπαζής, ένα συνεχές ειρωνικό, ρομαντικό και συνάμα επίμονο μοτίβο, που ηχούσε γοητευτικά και συντελούσε στην ηθική αλλοτρίωση της επανάληψης. Ο Αμπαζής δεν γράφει μουσική, γράφει την εμμέλεια ως ρόλο και άλλοτε ως χορικό σχόλιο.

07.07.2008, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η ευγλωττία του πάθους», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ