«Επίτευγμα» και για πολλούς… : «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ στο «Αμόρε»

Κάθε «ερεθιστικά» δημιουργική παράσταση είναι κι ένα «επίτευγμα» στα όρια της θεατρικής τέχνης (και όχι μόνο αυτής), έστω κι αν απευθύνεται σε «λίγους», στους ειδήμονες και τους λάτρεις του είδους. «Επίτευγμα», που όμως γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, όταν, χωρίς να μειώνεται κατ’ ελάχιστο το ποιοτικό επίπεδο και το ενδιαφέρον της, μπορεί να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Όταν μπορεί να «μιλήσει» στους «πολλούς» χωρίς να σταματήσει να «συγκινεί» και τους «λίγους»..

Κι ένα τέτοιο «επίτευγμα» αποτελεί και η φετινή εναρκτήρια παράσταση του θεάτρου του Νότου (στο Θέατρο «Αμόρε») με τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ – σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Αφού, από τη μια, πλουτίζει τη θεατρική οπτική και, από την άλλη, βοηθά το ευρύτερο κοινό να πλησιάσει τον μεγάλο δραματουργό και να «αισθανθεί» το κορυφαίο, ίσως, έργο του.

Ο εμπλουτισμός της θεατρικής οπτικής έγκειται, κυρίως, στη δυνατότητα που δίνουν αυτές οι «Τρεις Αδελφές» για μια προσέγγιση των μηνυμάτων του Τσέχοφ έξω από τη στατική ηθογραφική εικόνα, που είχε καθιερωθεί ως τώρα να χρησιμοποιείται. Και, κυρίως, της συγγραφικής οριοθέτησης της αδυναμίας του ανθρώπου να ξεπεράσει τη μοίρα του. (Αδυναμίας, που οδηγεί τους ήρωές του σε δρόμους τραγικούς, ανάλογους ίσως προς εκείνους της αρχαίας τραγωδίας και, οπωσδήποτε, πλατύτερους απ’ όσους μπορεί να περιλάβει το κλίμα της αναπαράστασης μιας «ρωσικής στιγμής ζωής»).

Έτσι, εδώ, ο χώρος και ο χρόνος μοιάζουν διευρυμένοι, χωρίς τα δεσμά του «συγκεκριμένου».. Τα επί της σκηνής συμβάντα θα μπορούσαν να έχουν γίνει (ή να μην έχουν γίνει) παντού, οποτεδήποτε. Οι ήρωες κινούνται (και κινούνται πολύ), επιδεικνύοντας μια ρευστότητα, που καλύπτει ολόκληρο σχεδόν το φάσμα των ανθρώπινων χαρακτηριστικών, από τη γελοιότητα ως την ευαισθησία και από την αισθαντικότητα ως την απερίφραστη σκληρότητα. Και οι σχέσεις ανάμεσά τους επιδεικνύουν (μέσα από μια πολλαπλότητα ισορροπιών) μέχρι τα άκρα το μέγεθος της μοναξιάς και της – «εκ φύσεως» – ανάγκης για το ξεπέρασμά της. Δίχως, όμως, «πρόκληση» σ’ αυτή την επίδειξη, μονάχα βαθιά ανθρωπιά – τέτοια που μόνο η υψηλή τέχνη μπορεί να διαθέτει…

Το βάθος και το εύρος αυτό η παράσταση το επιτυγχάνει μέσα από το συνολικό όραμα και την ολοκληρωμένη εικόνα της. Και με σοβαρούς συμπαραστάτες του σκηνοθέτη, τόσο τους συντελεστές της «οικοδόμησής» της όσο και ορισμένους από τους «εκτελεστές» της, δηλαδή τους ηθοποιούς. Τον Αλέξανδρο Ίσαρη και τον Γιώργο Δεπάστα, στους πρώτους, με τη – «διαχρονικά ρέουσα» – μετάφρασή τους, τη Θάλεια Ιστικοπούλου (σκηνικά), που μαζί με τον Γιώργο Κουμεντάκη (μουσική) υλοποίησαν περισσότερο από κάθε άλλο το πέρασμα από το ρωσικό ύφος στο παντοτινό, τον Γιάννη Μεντζικόφ, με τα αληθινά θαυμάσια κοστούμια του. Και, στους δεύτερους, τη Λύδια Φωτοπούλου, που δείχνει όχι μόνο να εκπροσωπεί απόλυτα τη σκηνοθετική κατεύθυνση, μα και να επιτυγχάνει μια ερμηνεία μοναδική, τον Ακύλα Καραζήση, τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, τον Νίκο Χατζόπουλο, τον Γιάννη Κυριακίδη και άλλους.

Είναι, μάλιστα, ενδεικτικό της ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ δύναμης αυτών των «Τριών Αδελφών» το γεγονός πως αποδίδονται έξοχα όλοι σχεδόν οι δευτερεύοντες ρόλοι. Αλλά και το ότι μερικές αποδόσεις, που μοιάζουν να υστερούν σε σχέση με τις πιο δημιουργικές, δεν «τραυματίζουν» τη γενική εικόνα. Και πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, σε μια παράσταση, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός – ολοκληρωμένου – «επιτεύγματος»;

08.11.1994, Παγκουρέλης Βάιος «Επίτευγμα» και για πολλούς… : «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ στο Αμόρε», Ελεύθερος Τύπος

 

Για το link πατήστε εδώ