Οι επίγονοι του «Εμποράκου»

Μεσίστια ανθρωπάκια στον αγώνα της μεσιτείας

«με μονοσύλλαβα και μονολεκτικά
πώς θέλετε να πω τα ουσιώδη;
Έγιναν γλώσσα υβριστική τα αμερικανικά
και έκαναν και την αγγλική σχεδόν
παιδαριώδη»

ΕΛΕΝΗ ΑΡΒΕΛΕΡ, «Μέμφομαι τον αιώνα», 2001

Αυτής της γλώσσας, μιας γλώσσας συνθηματικά μονοσύλλαβης, με εκφράσεις αγχωμένα μονολεκτικές, υβριστικά θρύψαλα αντίστοιχα σε κοινωνίες υαινών και φρούτων ελπίδων, αυτής της γλώσσας την ελλειπτική και σκληροτράχηλη νεοελληνική αναλογία βρήκε ευστοχότατα για το έργο «Οικόπεδα με θέα» (1983) ο Δ. Τάρλοου και ο εμπνευστής της ομάδα «Δόλιχος».

Σπεύδω να ομολογήσω: Ο συγγραφέας του έργου Ντέιβιντ Μάμετ (1947), ο οποίος μετά τον Σέπαρντ και τον Άλμπι θεωρείται από αρκετούς ο σημαντικότερος σύγχρονος Αμερικανός συγγραφέας, νομίζω ότι κρούει με δεινότητα ηθογραφικής παρατήρησης τις θύρες του σφραγισμένου πια αμερικανικού ονείρου, όπως το δραματοποίησε ο αξεπέραστος πρόγονός του Μίλερ, χωρίς ωστόσο να απογειώνει τις ποικίλες θεματικές του προς την τραγική περιοχή. Εξάλλου, ενώ έχει γόνιμες συλλήψεις, τον κυνηγούν σοβαρές δομικές αναπηρίες. Το πρώτο έργο του που είδα, προικισμένο βέβαια από τον μεταφραστικό Μάτεσι και την ευτυχή συνάντηση των Αντωνίου-Μπέζου, «Το σεξ το επιούσιον», ήταν και το καλύτερό του κατ’ εμέ, στην επικράτεια της κοινωνιολογούσας κωμωδίας. Αργότερα, εκείνος ο θρυλικός «Αμερικανικός βούβαλος», θεωρώ ότι μακροημέρευσε στην Αθήνα ως επιτυχία, χάρη στο σκηνοθέτη Μπαντή και στον χειρισμό της τότε διανομής των «Μορφών» (Καταλειφός, Κέντρος, Τάρλοου). Πάντως, ούτε ή άλλως, οι απατεώνες του γλυκού νερού στον «Βούβαλο», πληκτικοί και «μοιραίοι», ας παν να διδαχθούν ηλεκτρικό ρεύμα από το Διαλεγμένο ή τον Σκούρτη (και τονίζω εδώ ότι για το νεοελληνικό έργο ουδεμίας μεροληψίας μετέχω). Μετά, είδα την «Ολεάννα»: μια ρεαλιστική σχέση εξάρτησης του διδάσκοντος από τη διδασκόμενη, μια σύλληψη με δυνατότητες, την οποία ο Μάμετ υπονόμευσε με τη δοκιμιακή φλυαρία και τις ακραία αναληθοφανείς συμπεριφορές των δύο προσώπων. Τέλος, το 1996 , ήρθε το «Κρυπτογράφημα»: εδώ πια το προσδοκώμενο και η κοινοτοπία περί οικογενειακές και φιλικές σχέσεις καθώς και περί τη μοναξιά θριάμβευσαν.

Ναυάγιο επιδιώξεων

Ένα έργο για απολωλότες αγύρτες, Αμερικανούς «εμποράκους», είναι το «Οικόπεδο με θέα», έργο που χωρίζεται σε δύο μέρη: στο αδρανέστατο πρώτο, κατά το οποίο οι έξι ήρωες βυσσοδομούν ανά ζεύγη σε σχέση με τις μεσιτείες πώλησης οικοπέδων, και στο ζωηρότερο δεύτερο που τους οδηγεί όλους, με αρκετή συγγραφική ασάφεια για τον θεατή ως προς τα αίτια και την όλη εξέλιξη, στο πλήρες ναυάγιο των επιδιώξεών τους. Τώρα, τα περί ποιητικότητας και λυρισμού μιας εξαρθρωμένης και συχνότητα σκατολογούσας γλώσσας είναι πολύ συζητήσιμα. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία θα μπορούσε να τα δει κανείς και ανάποδα, δηλαδή ως σχέδιο του Μάμετ – και δεν θα ‘ταν η πρώτη φορά – να προσεταιρισθεί ένα ευρύτερο κοινό. Κυκλοφορεί ακόμη η αντίληψη ότι στον Μάμετ η επαναληπτικότητα και η βραδυπορία είναι εσκεμμένα στρατηγήματα για να γίνει περισσότερο έκτυπη και ατμοσφαιρική η ιχνογράφηση της αμερικάνικης ανταγωνιστής ζούγκλας. Προσωπικά πιστεύω ότι στο ρεαλιστικό θέατρο η σκηνική φλυαρία μόνον σε φλυαρία εκβάλλει και πλέον ου. Οι αντρικοί ήρωές του πάλι, αν ευτυχήσουν να κοιταχτούν χωρίς πολλές διαφοροποιήσεις ως παρεμφερείς εκφράσεις και συμπεριφορές ενός σάπιου συστήματος αλληλεξάρτησης, απλώς με διαφορετικά ο καθένας ονόματα, τόσο το καλύτερο για την πειστικότητα της ουσιαστικά επίπεδης καταγραφής του πάντως ευφυούς αυτού παρατηρητή.

Δεν αμφισβητείται η σοβαρότητα του εγχειρήματος στο θέατρο Πορεία. Όμως ο σκηνοθέτης αρκετών πρόσφατων επιτυχιών Στ. Λιβαθινός δεν νομίζω ότι ήταν η καταλληλότερη επιλογή για να αναδείξει τις όποιες αρετές αυτού του υλικού και ιδίως να κρύψει τις αδυναμίες του. Ο Μάμετ χρειάζεται ταχύτητα, εξωτερικότητα, ωμότητα, νατουραλιστικό πυρετό. Η σκηνοθεσία έσκυψε με αργούς ρυθμούς στις ατομικές συνειδήσεις των απατεωνίσκων που εξυφαίνουν τις μικροαπάτες τους. Αυτό, η γραφή του Μάμετ καταστατικά το περιφρονεί.

Σοβαρό εγχείρημα αλλά…

Συνέπεια, η αρκετή καταπόνηση του θεατή στο πρώτο μέρος, μέσα και στη σκοτεινότητά του ανοικονόμητου σκηνικού ενός μπαρ που έστησε σ’ ένα συμβολικό κόκκινο της φωτιάς η Ελ. Μανωλοπούλου. Στο δεύτερο μέρος, το είπαμε, τα πράγματα ζωντανεύουν. όμως οι κώδικες της ρώσικης σχολής που έχουν χαρίσει υφολογικά κέρδη στο συγκεκριμένο σκηνοθέτη λειτούργησαν εν προκειμένω μάλλον ανασχετικά ως προς τη ροή, οδήγησαν σε ψυχολογισμούς και επίταση της πρωτογενούς ασάφειας, ενίοτε δε επέτρεψαν ή προέτρεψαν τους ηθοποιούς σε αχρείαστα σχόλια, αυτοσχόλια ή και πόζες. Εδώ πρέπει να πω ότι το δεύτερο σκηνικό της Μανωλοπούλου ήταν λειτουργικότατο, είχε κλίμα, ημίφως παρακμής, επίπλωση μιζέριας και «τέλους».

Από τους ηθοποιούς, αφού τονίσω τη δυσχέρεια καταμερισμού αποφάσεων και ευθυνών μεταξύ τους και του σκηνοθέτη, ξεχώρισα τον Απαρτιάν για την εμβρόντητη απόγνωσή του, την ψοφοδεή ανθρωπιά και τη λιτότητα των μέσω του. Ο Τάρλοου ήταν επίσης λιτός και μαζί υπαινικτικός, δεν έπεσε σε καλλιτεχνικές παγίδες. Ο Νάτσιος έδωσε έναν πειστικό μπάτσο, κάπως από την κουίντα. Ο Κέντρος μετέδωσε το νευρώδες και την υστερία του λυσσασμένου μεσίτη, χωρίς να αποφύγει όμως υστερικές υπερβολές στη διατύπωση και στη κίνησή του. Ο Μυλωνάς ατυχώς εμπιστεύτηκε ένα ολισθηρό κλοουνέσκ για να σώσει προς το κωμικό έναν μη-χαρακτήρα. Και ο Καταλειφός καθυστερούσε την παράσταση με ερμηνευτική επιτήδευση και αναλυτικό σχολαστικισμό, διόλου αμερικανικό πρόσδε. Ο Ντ. Λιντς παρέμβαινε μουσικά, αναπολώντας γνωστά μας δικά του ακούσματα, όχι πάντα σχετικά προς το όλο δρώμενο.

10.02.2002, Βαρβέρης Γιάννης «Οι επίγονοι του «Εμποράκου», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ