Ένας Τίμων καθόλου «προβληματικός»

Έχει γίνει μόνιμη επωδός από τη λογοτεχνική κριτική η «προβληματικότητα» του Τίμωνα, γέννημα σύμπραξης του Σαίξπηρ και του Μίντλτον. Προφανώς, σε σχέση με τα «συμφραζόμενα» της συνολικής σαιξπηρικής δημιουργίας, ο «Τίμων» μπορεί να υστερεί σε «αρτιμέλεια» δραματουργικής συνοχής και βάθους στην οικοδόμηση του κεντρικού προσώπου, ωστόσο, για τα δεδομένα της σύγχρονης, χωρίς όρια, θεατρικής παραγωγής, όπου ακόμα και κείμενα-θραύσματα ανάγονται σε μεγάλη τέχνη, η συζήτηση για τον Τίμωνα μοιάζει κλισέ. Πόσω μάλλον που οι παραστατικές φόρμες βρίθουν από καινοφανή ερμηνευτικά και τεχνικά μέσα και η ηγεμονία του σκηνοθέτη δημιουργεί ολοένα και πιο σύνθετους συσχετισμούς για την απόδοση ή, ενδεχομένως, τη βελτίωση κάθε «προβληματικού» συστατικού ενός θεατρικού έργου.

Στον «Τίμωνα τον Αθηναίο», από ένα σημείο και μετά, παύει να μας ενδιαφέρει τόσο ο αζύγιαστος λόγος του πρωταγωνιστή και οι ακατάσχετοι μονόλογοί του, δίκην μύδρων μισανθρωπίας, όσο τα φιλοσοφικά του ερείσματα ή, συνολικά για το έργο, η απουσία σκηνικής οικονομίας και συμμετρίας.

Ο Τίμων αφιερώνει τη ζωή του στην ευεργεσία των φίλων του, οι οποίοι τον εγκαταλείπουν όταν εκείνος καταστρέφεται οικονομικά. Η απληστία, η αχαριστία, η αχαλίνωτη κερδοσκοπία και θεοποίηση του «κίτρινου ακριβού, γυαλιστερού χρυσού» θα μπορούσε να θεωρηθεί, από ιστορική άποψη, ένας αδρός προβληματισμός για το πού οδεύει η κοινωνία στα χρόνια του Ιακώβου Α΄. Όμως η προδοσία της αμφιλεγόμενης προσφοράς του και η απώλεια της φιλίας προσλαμβάνει για τον Τίμωνα κοσμολογικές διαστάσεις, φέρνοντάς τον πλησίον της εμπεδόκλειας θέσης πως η φιλότης και το νείκος αποτελούν τις δυνάμεις εκείνες του σύμπαντος που ορίζουν τη σύνθεση και την αποσύνθεση των πραγμάτων. Και ο αναχωρητισμός, η μισανθρωπία και ο θάνατος του Τίμωνα βρίσκουν, ακριβώς, κοινές συντεταγμένες με τη θέση πως η κατάλυση της φιλίας συνιστά και κατάλυση της ίδιου του οικοδομήματος της δικαιοσύνης, αφού η φιλία συμπεριλαμβάνει τη δικαιοσύνη, ενώ η δικαιοσύνη όχι απαραίτητα τη φιλία.

Η παράσταση του Εθνικού (σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού) εμφυσά στον «Τίμωνα» μια ισχυρή ανανεωτική πνοή, όπου τα δραματουργικά défauts του έργου αμβλύνονται καθοριστικά. Χρονικότητα και α-χρονικότητα, ως σημεία μιας εικαστικής και αισθητικής θεώρησης, συνεργάζονται ώστε να αρθρώσει το έργο την οικουμενική του γλώσσα. Οι χαρακτήρες είναι επιδέξια λαξευμένοι ήδη από τη λέξη, τη φράση, τον ρυθμό της, τις αποχρώσεις και τα ρετζίστρα της. Ο σκηνικός χώρος απέριττος όσο και επιβλητικός, αναδεικνύει τα πρόσωπα, «σημειολογεί» τις σχέσεις τους, διατάσσει με υποδειγματική mise en place τα γλυπτικής αρμονίας γκρουπαρίσματα. Το μουσικό τοπίο υποβάλλει σαν σε μυστηριακή τελετή, ενώ οι φωτιστικές δημιουργίες φωτίζουν το τραγικό βάθος μιας σύμμεικτης ατμόσφαιρας.

Παρά τη σχηματοποιημένη, μονόχορδα στομφώδη, κι ενίοτε φιλάρεσκα ομφαλοσκοπική ερμηνεία του Τίμωνα (Βασίλης Ανδρέου), ο ερμηνευτικός καμβάς διανθίζεται, κατ’ αρχάς, από την περίτεχνη ύπουλα βραδυφλεγή παρουσία του Αλκιβιάδη και τη χαρακτηριστική εκβολή της (Χρήστος Σουγάρης), τον ωμό σαρκασμό με τις ιλαρές χροιές του από τον Απήμαντο (Δημ. Παπανικολάου), την «καταφατική», συγκροτημένη παρουσία του Φλάβιου (Μαρία Σαββίδου). Δεξιοτεχνικά, εντός της γενικής συχνότητας υποκριτικής και ρυθμού, στις εναλλαγές των ρόλων τους οι Ιερώνυμος Καλετσάνος και Νίκος Καρδώνης, όπως και το σύνολο των ηθοποιών, που ανεξάρτητα από ηλικίες, ανταποκρίνεται με υποδειγματική ερμηνευτική ωριμότητα.

06.10.2018, Παπαγιαννάκης Γιώργος «Ένας Τίμων καθόλου προβληματικός», Η Άποψη

 

Για το link πατήστε εδώ