Το «Σπασμένο γυαλί» του Άρθουρ Μίλερ παίζεται στο «Θέατρο Εξαρχείων», σε σκηνοθεσία Τάκη Βουτέρη.
Μια έμμονη δραματουργική ιδέα που κατέχει τον Άρθουρ Μίλερ είναι ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε σε μια σύγχρονη θεατρική φόρμα να διοχετευθεί η δυναμική και ο καλπασμός που υπάρχει στο αρχαίο θέατρο. 0 Ευγένιος Ο’ Νηλ το αποπειράθηκε αυτό, μεταποιώντας στον σύγχρονο κόσμο την αρχαία μυθοπλασία Με «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». προσπάθησε να συλλάβει το τραγικό μέσα στην κοινωνία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και του υπαρξιακού άγχους. Ο Τ. Σ. Έλιοτ ακολούθησε πολλούς δρόμους, είτε καταφεύγοντας στη δομή του μεσαιωνικού μυστηρίου στον «Φόνο στην Μητρόπολη», αλλά με χορικά που μιμούνται τον Αισχύλο, είτε χρησιμοποιώντας το τυπικό βικτωριανό στυλ μετέγραψε την «Ορέστεια», τον «Ίωνα» και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» σε καθολικά ηθικολογικά και φιλοσοφικά ποιητικά δράματα.
Ο Μίλερ εκκινεί από τον Ίψεν· ο μεγάλος Νορβηγός πολλές φορές στη ρεαλιστική του περίοδο υπέταξε τη σύλληψή του στους λεγόμενους αριστοτελικούς κανόνες των τριών ενοτήτων. Έτσι, έγραψε έργα που πυκνώνουν τη δράση γύρω από ένα κρίσιμο και οριακό πρόβλημα των ηρώων του. Η γραφή αυτών των έργων απαιτεί μία πυρηνική δραματουργική ιδέα που να ενέχει τη δυνατότητα της έκρηξης. Έμμονη ιδέα όλων των σύγχρονων συγγραφέων αυτής της τεχνικής είναι βέβαια ο «Οιδίπους τύραννος».
Στο τελευταίο έργο του, το «Σπασμένο γυαλί» (1994), ο Μίλερ επιλέγει έναν εκρηκτικό δραματουργικά «μύθο»· και τον εκμεταλλεύεται τεχνικά κατά τρόπον εκρηκτικό.
Το εξωτερικό στοιχείο του μύθου είναι το σύνδρομο του αντισημιτισμού, όπως επιδρά πάνω στους ίδιους τους Εβραίους. Πίσω, όμως, από την αφηγηματική επιφάνεια ανιχνεύεται το αιώνιο θέμα της ενοχής, της ευθύνης, της εξάρτησης, της τυραννικής επιβολής, των κοινωνικών και υπαρξιακών καταναγκασμών και των ποικίλων συμβολισμών της αιώνιας σχέσης θύματος – θύτη.
Το μεγάλο μυστικό που καθιστά αξιοθέατο στο έργο του Μίλερ είναι η «χημεία» που αναμειγνύει το ειδικό με το γενικό και τον ρεαλισμό με τον συμβολισμό.
Μόνο ένας σπουδαίος μάστορας μπορεί να αφηγηθεί, όπως ο Μίλερ, ευθύγραμμα μία ιστορία με καθαρά αστυνομικό – ιατρικό ενδιαφέρον (η περίπτωση μιας υστερίας) και ταυτόχρονα να κάνει κάθετες τομές στα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου, πολιτικά, ηθικά, υπαρξιακά ακόμη και αισθητικά, ερωτικά κλπ.
Ο ρεαλιστικός πυρήνας ενέχει. όπως ήδη σημείωσα, την ικανή εκρηκτική του ύλη και στη δεδομένη στιγμή με αριστουργηματικό δραματουργικό καλπασμό το έργο οδηγείται στην έξοδο και στην κάθαρση.
Η Ιστορία, όμως, μέσα από τις επιμέρους συγκρούσεις, έχει θέσει προς συζήτηση ερωτήματα δυσεπίλυτα για την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Ο Μίλερ, χωρίς να είναι δογματικός και δουλικός οπαδός, χρησιμοποιεί με σεβασμό και προσοχή την ψυχαναλυτική μέθοδο Η τεχνική των έργων του, και του τελευταίου, είναι μία συνεχής και επίμονη κατάδυση στα κρυμμένα και απωθημένα κίνητρα και αίτια που ερμηνεύουν την ανθρώπινη ατομική συμπεριφορά. Πιστεύει πως δεν υπάρχουν σωτηριολογικές λύσεις. Κάθε άνθρωπος είναι μία ιδιαίτερη Σφίγγα και σε κάθε αίνιγμα αναλογεί ένας άλλος Οιδίποδας· με την επισήμανση πως ο λύτης-Οιδίποδας είναι ένα ακόμη αίνιγμα. Μ’ αυτό το τέχνασμα ο Μίλερ λύνει τα αινίγματα των ηρώων του, αλλά μεταθέτει την επόμενη ενοχή στον θεατή τον οποίο καθιστά υπεύθυνο για την περαιτέρω αέναη αινιγματολογία. Από έναν άλλο δρόμο από αυτόν του Μπρεχτ, ο Μίλερ αναζητεί από τον θεατή συνεργασία, αφύπνιση, συμμετοχή, καθιστώντας τη θεατρική πράξη ζωτικό κοινωνικό γεγονός.
Το «Σπασμένο γυαλί» είναι μία ατομική περίπτωση που μας αφορά, όπως ακριβώς μας αφορά η ακραία ατομική περίπτωση του Οιδίποδος, του Ορέστη και του Κρέοντος.
Το έργο έχει πολλές παγίδες για τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, χρειάζεται σοφή ισορροπία στον τρόπο που αναδεικνύεται η βίωση του χρόνου.
Ο Τάκης Βουτέρης δεν ολίσθησε πουθενά. Δίδαξε το έργο με άκρα ρεαλιστική συνέπεια, κρατώντας τους βιωμένους χρόνους των ηρώων μέσα στον μετρονόμο της καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, όμως, δημιούργησε ένα συμβολικό φεγγίον, ένα γαλαξία πέριξ των προσώπων και απογείωσε την παράσταση.
Ο Γιώργος Ζιάκας κατασκεύασε ένα ιδιοφυές σκηνικό, όπου η λεπτομέρεια και το γούστο μιας ορισμένης τάξης συμβιώνει με τη θεατρική ψευδαίσθηση.
Ο Πλάτων Ανδριτσάκης έγραψε μιαν έξοχη μουσική ουσιώδη και συνταρακτική, που παίζει με κύρος στο τσέλο ζωντανά (όπως προβλέπει το κείμενο) η Άντζελα Μουρίκη.
Η μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλλα. ευθύβολη, λιτή και καίρια, ακούστηκε σαν μουσική.
Ο Τάκης Βουτέρης (Χάρυ) έπαιξε με ένα αμφίσημο ψυχαναλυτικό χαμόγελο, καθοδηγώντας τα πράγματα υποδορίως.
Η Αννίτα Δεκαβάλλα (Σύλβια), ωριμότατη και λιτή, ισορρόπησε την απελπισία, τον τρόμο και την πιεσμένη τρυφερότητα με σπάνια ευαισθησία.
Ο Στάθης Λιβαθινός είναι συνταρακτικός (Φίλιπ). Η σπουδή του στη μέθοδο Στανισλάφσκι τον ικάνωσε να ταυτιστεί με τον ήρωα. ώστε να χαρούμε μιαν ανεπανάληπτη μίμηση πράξεων.
Η Αλεξάνδρα Μπατσαλιά, η Λιάνα Παρούση και ο Θεολ. Βλουτής σχεδίασαν με άνεση και εσωτερική τεχνική τους τρεις υπόλοιπους ρόλους, συμβάλλοντας σε μια μουσική σύλληψη της παράστασης.
04.12.1995, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ένας σύγχρονος τραγικός», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ