Ένας ποταμός σε σκηνή δωματίου

Ο Φρίντριχ Ντίρενματ ανήκει στο Ηρώον των συγγραφέων μιας περασμένης γενιάς, της πρώτης ουσιαστικά γενιάς που έπρεπε να διαχειριστεί πολιτικά, ιδεολογικά και αισθητικά το βάρος του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου. Έχοντας ισχυρή πολιτική συνείδηση, χωρίς να είναι ένας ακριβώς πολιτικός συγγραφέας, όπως ο Μπρεχτ, με σατιρική διάθεση, αν και δύσκολα θα τον χαρακτηρίζαμε σατιρικό όπως τον Μαγιακόφσκι, εξπρεσιονιστής χωρίς να είναι ο Βέντεκιντ και παράλογος χωρίς να είναι ο Ιονέσκο, ο Ντίρενματ είναι τελικά ένας ποταμός συνείδησης πάνω στο ανθρώπινο και κοινωνικό μεταπολεμικό γίγνεσθαι. Το σπουδαιότερο έργο του «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» όμως, εκτός από όλα αυτά, είναι μαζί και καθαρό θέατρο: θέατρο δηλαδή που χαίρεται αυτόματα, άτακτα και αυθόρμητα τον εαυτό του. Εδώ βρίσκεται ίσως και το μεγάλο πρόβλημα με την «Επίσκεψη» για τον κάθε σκηνοθέτη. Μια πηγή λαϊκού, αυθόρμητου και ζωντανού θεάτρου πρέπει να συνδυαστεί με τη λελογισμένη, συντεταγμένη και δομημένη προοπτική της ερμηνείας του.

Είναι βέβαια θέατρο κατάλληλο για κρατική σκηνή, που διαθέτει τους κατάλληλους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Στο μικρό και στενό θέατρο της Κεφαλληνίας το εγχείρημα μοιάζει φιλόδοξο, ακόμα και για έναν έμπειρο σκηνοθέτη όπως ο Στάθης Λιβαθινός. Ο τελευταίος στρέφεται -και είναι αυτό πολύ ευχάριστο- σε ένα θέατρο άλλης υφολογίας από το ρωσικό. Με κάποια αμηχανία και θέλοντας να χωρέσει πολλά πράγματα στο ίδιο -και μικρό- καλάθι, καταλήγει σε μια ιμπρεσιονιστική παράσταση, μαυρόασπρη σαν κόμικς, όπου με μπρεχτικές, διδακτικές παρεμβάσεις το αρχικό κείμενο εισάγεται στη χοάνη του μεταδραματικού θεάτρου. Αυτά είναι στοιχεία που μπορούν ίσως να περιγράψουν, αλλά όχι και να χαρακτηρίσουν μια παράσταση. Ακόμα περισσότερο δεν μπορούν να πείσουν. Η προσπάθεια του σκηνοθέτη να χωρέσει το έργο στη μικρή και στρογγυλή σκηνή της Κεφαλληνίας, που αφήνει ακάλυπτα τα νώτα και διαχέει τη δυναμική σε όλες τις κατευθύνσεις, τον παρέσυρε σε ένα υπερβολικό ντάμπλινγκ (ηθοποιοί που εμφανίζονται σε παραπάνω από έναν ρόλους) και σκόρπισε τη διασκευή και το στήσιμο της παράστασης στην ασάφεια.

Από την άλλη, η δομή της παράστασης μοιάζει στενή για να επιτρέψει στους ηθοποιούς μια αληθινά αυθόρμητη δημιουργία. Η «Επίσκεψη» βυθίζεται σε ένα κλίμα μελαγχολίας και βαρύθυμης διαπίστωσης που δεν διακόπτεται και δεν αναιρείται από τη χαρά του θεάτρου.

Έτσι, στο χωριό του Γκίλεν, όπου οι κάτοικοι περιμένουν στην αγορά συναθροισμένοι την έλευση της σωτηρίας, στο πρόσωπο της βαθύπλουτης γηραιάς Νέμεσης, το γκροτέσκο στοιχείο γίνεται βαρύ στολίδι και άγριο κόσμημα. Στο πρόσωπο της Μπέττυς Αρβανίτη κάτι τέτοιο λειτουργεί. Η ηθοποιός έχει να επιδείξει τα τελευταία χρόνια μια ολόκληρη σειρά πορτρέτων γυναικών μοιραίων και αυτοσαρκαζόμενων, ώστε να μπορεί να χτίζει τώρα με ευκολία τον ρόλο και το στιλ της Κλαίρης Ζαχανασιάν. Με την ίδια άνεση ο θαυμαστά θαλερός Γιάννης Φέρτης σηκώνει τον απαιτητικό ρόλο του Ιλ, του μόνου στο έργο που σηκώνεται έστω και λίγο ψηλότερα από το ανάστημά του, έστω και λίγο πριν από την τελική πτώση.

Παρόμοια θετικές είναι οι παρατηρήσεις που αφορούν τους υπόλοιπους ηθοποιούς (Κώστας Γαλανάκης, Νίκος Αλεξίου, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Βασίλης Καραμπούλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Θανάσης Δήμου, Ελένη Ουζουνίδου, Ηλίας Κουνέλας και Ακις Λυρής). Το σύνολο όμως εδώ είναι κατώτερο των μερών του. Το έργο από κάποια στιγμή και μετά κουράζει, και μάλιστα στο σημείο που θα έπρεπε κανονικά να υψώνεται σε μια καυστική αλληγορία της σημερινής πιστωτικής και οικονομικής μας κρίσης.

13.12.2008, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ένας ποταμός σε σκηνή δωματίου», Ελευθεροτυπία. Αναδημοσίευση από το theatreworld.wordpress.com

 

Για το link πατήστε εδώ