Ένα «τυχερό» κτήνος στο φεγγάρι

Στο «Από μηχανής θέατρο» στο Μεταξουργείο

Πόσα λίγα πράγματα ξέρουμε τελικά για τους Αρμένηδες και για τα βάσανα που έχουν υποστεί. Ναι, γνωρίζουμε για τη σφαγή του 1915, για τη γενοκτονία και τον αφανισμό, για ένα πένθος που άπλωσε τα κατάμαυρα πανιά του και κάλυψε για πολλές δεκαετίες το γενναίο λαό. Και δεν ξέρουμε για πόσες ακόμα θα τον σκεπάζει. «Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς» που λέει κι ο ποιητής. Γνωρίζουμε γι’ αυτά αλλά δεν γνωρίζουμε ίσως παρά ελάχιστα για την αρμένικη ψυχή. Τον Αρμένιο άνθρωπο που βίωσε όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και με αυτά τώρα ως αποσκευή πρέπει να πορευτεί στο μέλλον διότι υπάρχει και κάτι που λέγεται ζωή. Κι όσα κι αν έχει υποφέρει ο άνθρωπος καλείται να προχωρήσει στο θείο δώρο της, όπου μόνο στην ύστατη ώρα καταλαβαίνει πάντα την αξία της.

Στις πρώτες αυτές σκέψεις και διαπιστώσεις σε βάζει το θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα, Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Το κτήνος στο φεγγάρι» που ξεκίνησε από πέρσι και συνεχίζει και φέτος τη θετική πορεία του στο ωραιότατο μικρό «Από μηχανής θέατρο» στο Μεταξουργείο.

Το έργο σε βάζει και σε άλλες σκέψεις. Πόσο άνισα έχει μοιραστεί η πίτα των βασανισμένων λαών αυτής της γης, πόσα έργα έχουμε δει είτε σε θέατρο είτε σε κινηματογράφο και πόσα έχουμε διαβάσει για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Αντίθετα, πόσα λίγα είναι αυτά που μας έδωσαν οι τέχνες για τους Αρμένιους και το δράμα τους.
Είναι ενδιαφέρον πάντως το γεγονός ότι ο συγγραφέας του έργου τούτου είναι Αμερικανός πολωνικής καταγωγής, δεν είναι Αρμένιος, παντρεύτηκε κάποια στιγμή με Αρμένια κι όταν ο γάμος διαλύθηκε, αυτό που του άφησε ήταν μια αγάπη για το βασανισμένο αυτό λαό, μια αγάπη που του κληροδότησε συγγενής της γυναίκας του.

Ο Καλινόσκι δεν θέλησε να κάνει ιστορική ανάλυση. Θέλησε να κάνει θέατρο. Να φωτογραφίσει το ανθρώπινο δράμα. Ως γνήσιος Αμερικανός ακολουθεί τη ρεαλιστική οδό, το ρεαλιστικό δράμα. Είναι έξυπνος και ικανός. Τον ήρωα τον βάζει να είναι φωτογράφος. Ο συγγραφέας θέλει να παίξει με τη φωτογραφική απεικόνιση αλλά παράλληλα θέλει να κάνει και δράμα.

Να «πιάσει» τους ανθρώπους. Μέσα από ένα ζευγάρι, τον Αράμ και τη Σέτα, που παντρεύονται από προξενιό με γνωριμία μέσω φωτογραφίας που τους έστειλε το ορφανοτροφείο Κωνσταντινούπολης (δεν μου αρέσει το «Ιστανμπούλ» στη μετάφραση – άλλωστε η δράση αρχίζει το 1921 όταν ακόμα λεγόταν κι επίσημα Κωνσταντινούπολη, το 1923 τη μετονόμασαν επίσημα) παρακολουθούμε το δράμα.

Τα πάντα γύρω από το αρμενικό ζήτημα μέσα από τους ανθρώπους. Η σχέση του αντρόγυνου, αυτό που κουβαλάει ο καθένας, οι αρμενικοί γάμοι, το τι αντιπροσώπευε για αυτούς η Αμερική. Το έργο διαδραματίζεται στο Μιλγουόκι του Γουισκόνσιν.

Όπως ξετυλίγεται η σχέση του ανδρόγυνου, ξετυλίγεται κι ο χαρακτήρας του καθένα, ο διαφορετικός τρόπος που βιώνει το ζήτημα και συγχρόνως το αρμενικό πρόβλημα με όλα τα όσα δημιούργησε κι όσα εξακολουθεί να δημιουργεί. Κι οι πληγές χαίνουσες. Ο Αράμ έχει μια οικογενειακή φωτογραφία με τρύπες στη θέση των προσώπων – οι συγγενείς που ξεκληρίστηκαν – και περιμένει να έρθουν οι απόγονοι να τις γεμίσουν. Οι απόγονοι όμως δεν έρχονται. Διότι η Σέτα, από τους βασανισμούς και την ασιτεία, έχει μείνει στείρα, δεν μπορεί να συλλάβει παιδί και τα χρόνια περνάνε.

Ο συγγραφέας όχι μόνο βρίσκει πολύ αποτελεσματικό τρόπο για να φέρει τη λύση στο δράμα του αλλά έχει πετύχει και κάτι άλλο που το θεωρώ σημαντικότερο. Είναι τόσο έντονα «περιποιημένοι» από το συγγραφέα οι άνθρωποι, ώστε το έργο ξεφεύγει κι από το τόσο έντονα διατυπωμένο αρμενικό ζήτημα κι αποκτά διαστάσεις πανανθρώπινες. Κι η κάθαρση λειτουργεί πραγματικά λυτρωτικά. Ο θεατής φεύγει από το θέατρο με την ψυχή του γαληνεμένη.

Τυχερό το έργο στην αθηναϊκή του παράσταση, στα χέρια του Δημήτρη Τάρλοου, που το μετέφρασε με αγάπη, θέρμη και χιούμορ και του Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος το σκηνοθέτησε και φώτισε κάθε ανθρώπινη πτυχή.

Τυχερό πιο πολύ που στο πρόσωπο της Σέτα βρήκε την Ταμίλα Κουλίεβα, η οποία είναι μια σπάνια ηθοποιός ευαισθησίας, τεχνικής, εσωτερικής δύναμης, νεύρου και επιβολής στο θεατή. Η Σέτα της έχει όλων των ειδών τις αποχρώσεις, είναι μια αληθινή δημιουργία.

Κι ο Δημήτρης Τάρλοου δίπλα της βγάζει ό,τι πιο συμπαθητικό (από σκηνική άποψη) μπορεί να βγάλει, ακόμα κι όταν στο μονόλογό του στο φινάλε, εκεί που αιτιολογούνται τα πάντα, δεν βγάζει το ανάλογο ρίγος. Παρ’ όλα αυτά η παρουσία του είναι από άκρη σε άκρη θετική.

Ο Γιάννης Κυριακίδης, στο θυσιασμένο από το κείμενο ρόλο, σχολιάζει με επιβλητικότητα. Ο μικρός Γιώργος Φυλίδης έπαιξε με άνεση αν και τα παιδάκια στο ελληνικό θέατρο πάσχουν από πόζα. Στον κινηματογράφο, επίσης.

Αριστούργημα οι μουσικές επιλογές του Haig Yazdjian, ταιριαστό ως πλαίσιο το σκηνικό, ανθρώπινα και «εποχικά» τα κοστούμια (υπεύθυνη και για τα δύο η Ελένη Μανωλοπούλου). Και κάτι πριν κλείσω: Συγχαρητήρια στο πρόγραμμα!

14.11.1999, Τιμογιαννάκης Παναγιώτης «Ένα «τυχερό» κτήνος στο φεγγάρι», Ελεύθερος Τύπος

 

Για το link πατήστε εδώ