Ένα κουτί με διπλό πάτο – Ο «Μολιέρος» του Μπουλγκάκωφ στην «Πειραματική» του Εθνικού

Με την νεότερη ρωσική λογοτεχνία (πεζογραφία, θέατρο, ποίηση) δεν είναι πολύς καιρός που έχουμε αποκαταστήσει τις επαφές μας. Και δεν πάει πολύς καιρός από τότε που καταρρίφθηκε ο μύθος ότι επί σοβιετικού καθεστώτος υπήρξε μαρασμός της λογοτεχνίας και ρήξη με τη μεγάλη ρωσική πνευματική παράδοση. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: οι Ρώσοι λογοτέχνες συνέχισαν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι απέναντι στην παντοδύναμη λογοκρισία του Στάλιν, τέλεια ασκημένοι σ’ αυτό απ’ την εποχή των τσάρων, παράγοντας αριστουργήματα «κρυπτικής» γραφής. Ένας απ’ τους μεγάλους εκπροσώπους της «λοξής» ρωσικής ματιάς πάνω στα πράγματα του κόσμου, που απογυμνώνει, συνεχιστής του «αποκαλυπτικού ρεαλισμού» του Γκόγκολ, είναι ασφαλώς ο Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ, αποσιωπημένος σχεδόν στη χώρα του όσο ζούσε (δεν του επιτράπηκε να δημοσιεύσει τίποτα απ’ το 1926 μέχρι το θάνατό του το 1940), πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και, πάνω απ’ όλα, μια πολιτική συνείδηση σε μόνιμη εγρήγορση και σε μόνιμη ρήξη με την ψευδώνυμη εξουσία που, φορώντας διαφορετικά προσωπεία, είτε πρόκειται για την απόλυτη μοναρχία του Λουδοβίκου 14ου στη Γαλλία είτε για τη μεταμφιεσμένη σταλινική απολυταρχία, «το παίζει» παντού και πάντα «για το καλό του λαού».

Στη Ελλάδα τον Μπουλγκάκωφ τον έχουμε γνωρίσει από τα δύο, αν δεν κάνω λάθος, θεατρικά του που έχουν παιχτεί (Η ερυθρά Νήσος σε σκηνοθεσία Τριβιζά και η Η καρδιά του σκύλου, διασκευή από διήγημά του, με τον Κιμούλη)∙ κυρίως έχει γίνει γνωστός στο ελληνικό κοινό με τον ανελέητο σατιρικό μυθιστόρημα του Μαιτρ και Μαργαρίτα, που, ξεκινώντας από μια ανατρεπτική ανάγνωση του Φάουστ του Γκαίτε, καταλήγει στην πλήρη αποσυναρμολόγηση όλου του λεγόμενου «μοντέρνου», αναλυτικού, τρόπου σκέψης και γραφής που κυριαρχεί στον πολιτισμό μας τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια για να προβάλει πάνω στην ιστορία τις δικές του απόλυτες – υποκειμενικές- «αλήθειες» προκαλώντας αλλεπάλληλες ιστορικές τερατογονίες.

Με πρόσχημα τη ζωή του Μολιέρου, την εποχή και την τέχνη του, τον αμφιλεγόμενο γάμο του, τη σύγκρουση του με την πανίσχυρη εκκλησιαστική οργάνωση των «Ευσεβών», τη σχέση «προστασίας» απέναντι σε αυτή την οργάνωση που του παρείχε ο απόλυτος Μονάρχης (αποσύροντάς τη όποτε ήθελε), ο Μπουλγκάκωφ μας μιλά στο έργο του αυτό για τη δική του εποχή, για τη δική του ζωή, για τη δική του τέχνη, για τη σύγκρουσή του με τον πανίσχυρο κομματικό μηχανισμό και για την «προστασία» που του παρείχε ο Στάλιν απέναντι σε αυτό τον μηχανισμό που ο ίδιος ήλεγχε απολύτως (και την απέσυρε βέβαια όποτε ήθελε…).

Είναι ένα έργο καίριο, γραμμένο για όλες τις εποχές και για όλες τις εξουσίες, ορατές ή αόρατες, για όλες τις λογοκρισίες, θεατές ή αθέατες, και για όλους τους απάνθρωπους μηχανισμούς, είτε τους βλέπουμε είτε τους ακούμε είτε τους υφιστάμεθα…

Έκανε πολύ καλά η «Πειραματική Σκηνή» του Εθνικού Θεάτρου να ανεβάσει αυτό το έργο που μας αφορά και σε «δημοκρατικούς» καιρούς. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στήνει έξυπνα μία παράσταση ψευδεπίγραφα και παραπλανητικά «εποχής και στυλ», με τα κοστούμια της «α λα Λουί Κατόρζ» και με την υφολογία της «α λα Μολιέρ» και με τα όλα της μια βιτρίνα που μας επιτρέπει να διακρίνουμε πίσω από τις μάσκες το ανθρώπινο πρόσωπο, πίσω απ’ την κωμωδία το δράμα. Η παράσταση, κουρδισμένη σε πολύ καλούς ρυθμούς, με σκόπιμες α-ρυθμίες που προαναγγέλλουν το τραγικό φινάλε, και με άριστα επεξεργασμένες, «φινιρισμένες» υποκριτικές, δεμένη ως το σύνολο, κυλά ως το τέλος χωρίς πρόβλημα. (Ίσως θα έπρεπε να δοθεί πιο «γκροτέσκα» η μορφή του «Βασιλιά Ήλιου», απολύτου κυρίου τότε της Γαλλίας…).

Ο Δημήτρης Ήμελλος κατόρθωσε να συγκεράσει το ρεαλιστικό με το αφηρημένο, το γειωμένο με το φευγάτο, είναι απόλαυση ο τρόπος που χειρίζεται τις εναλλαγές φάσης που απαιτεί ο ρόλος του Μολιέρου, απ’ το ζεστό στο κρύο και αντίστροφα. Ο Νίκος Καρδώνης (Λουδοβίκος), με καλή αίσθηση του χώρου, αφήνει όμως ακάλυπτη τη σκοτεινή πλευρά του ηγεμόνα. Είναι καίρια η παρουσία του Δημ. Παπανικολάου (γελωτοποιός), ο Γεννάδιος Πάτσης χειρίζεται αποτελεσματικά ως «δίδυμο» ζεύγος μαριονέτων, τον Πατέρα Βαρθολομαίο και τον Ιεροκήρυκα. Η Αρμάντ της Μαίρης Μπουγά ίσως χρειάζονταν λίγο περισσότερο «αλάτι» σε «ειδικές» στιγμές της, ενώ η Μαρία Σαββίδου δίνει «καθαρά» τη Μαντλέν, χωρίς τις απαραίτητες φωτοσκιάσεις. Ο Βασίλης Ανδρέου σωστός. Ο Γ. Δάμπασης με καλή σκηνική γραφή, ο Νίκος Γιαλελής (Μαρκήσιος) με έντονο «περίγραμμα». Ο Στάθης Γράψας ως «Μονόφθαλμος» κάνει εντελώς αισθητή την παρουσία του. Ο Στάθης Λιβαθινός (αρχιεπίσκοπος)…επίκαιρος. Η Ναταλία Στυλιανού ικανοποιεί, οι Στράτος Σωπήλης, Άρης Τρουπάκης και Γιώργος Φρινζήνας, Νίκος Πυροκάκος, πείθουν.

Η μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά και οι στίχοι του Στρατή Πασχάλη είναι πρώτης ποιότητας. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Θάλειας Ιστικοπούλου, οι φωτισμοί του Ζαφ. Επαμεινώνδα, η μουσική του Θόδωρου Αμπαζή συν- σκηνοθετούν. Η κίνηση-χορογραφία του Κυριάκου Κοσμίδη, δουλεμένη επαγγελματικά.

13.02.2005, Πολενάκης Λέανδρος «Ένα κουτί με διπλό πάτο – Ο «Μολιέρος» του Μπουλγκάκωφ στην «Πειραματική» του Εθνικού», Η Αυγή

 

Για το link πατήστε εδώ