Ένα αγοροκόριτσο ωριμάζει πριν την ώρα του

Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού έφερε τη νέα γενιά, τα παιδιά της Θήβας, στο προσκήνιο. Ακόμα και στον Χορό

Δεν γνωρίζω τι περίεργες συσχετίσεις συνέβησαν, ποιες κρυφές δυναμικές και συμπτώσεις ώστε το φετινό πρόγραμμα της Επιδαύρου να γίνει ένα από τα σημαντικότερα, πλέον πολυδιάστατα και ανοιχτόμυαλα των τελευταίων ετών. Την «Ορέστεια» της προηγούμενης εβδομάδας, που προκάλεσε συζητήσεις, ακολούθησε η «Αντιγόνη» του Εθνικού ή μάλλον των Εθνικών – της σύμπραξης των κρατικών ελληνόφωνων φορέων σε μια πολυπρόσωπη παραγωγή υπερεθνικού χαρακτήρα.

Η υποδοχή της υπήρξε αδιαμφισβήτητα θερμή, το χειροκρότημα άφθονο και τα εισιτήρια (διόλου τυπικός παράγοντας) ανάρπαστα. Ούτε ωστόσο σε αυτή την «Αντιγόνη» έλειψε ο αντίλογος -η κριτική όσων αρνήθηκαν τον καλλιτεχνικό δίπλα στον εμπορικό χαρακτήρα της πρότασης του Στάθη Λιβαθινού.

Γεγονός είναι πως η σκηνοθετική ματιά του Λιβαθινού εξέφραζε αυτό που θα ονομάζαμε «μέση λύση», κάτι που στα σύγχρονα ειωθότα σημαίνει σεβασμός στο κλασικό κείμενο (το οποίο μάλιστα κατατέθηκε στη νέα, έγκυρη μετάφραση του πρόσφατα χαμένου Δημήτρη Μαρωνίτη), απόδοση και όχι διασκευή του κειμένου, ευθεία αντιμετώπιση του προβλήματος του Χορού, μείξη και επί σκηνής ώσμωση . ποικίλων γενεών υποκριτικής, και μια σχετικά ήπια (κάπως αόριστη) μεταφορά του δραματικού περιβάλλοντος σε έναν μάλλον υπερ-ιστορικό χρόνο γεμάτο συμβολισμούς και ενεργά νοήματα.

Λύση δοκιμασμένη: Η απόσταση της «Αντιγόνης» από την «Ιλιάδα» του ίδιου σκηνοθέτη δεν είναι μεγάλη και αυτό φάνηκε ακόμη και στα (υπερφορτωμένα) κοστούμια και το ανισόπεδο σκηνικό (της Ελένης Μανωλοπούλου), στην κίνηση, στη χρήση τελεστικών αντικειμένων (ένα κοστούμι αδειανό «δείχνει» τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή κάθε φορά), στην μελοδραματική τόνωση με ζωντανή μουσική…

Αλλά ας ξεκινήσουμε με τα θετικά. Η πρώτη βασική ιδέα του Λιβαθινού, που αξίζει να συζητηθεί, στράφηκε στον Χορό. Μοίρασε το βάρος του σε δύο υποομάδες, από τη μια ώριμων υποκριτών (συμβολικά αλλά και κυριολεκτικά στυλοβατών της κοινωνίας: Κώστας Καστανάς, Νίκος Μπουσδούκος, Μαρία Σκούντζου, Αστέρης Πελτέκης, Γιάννης Χαρίσης) και από την άλλη σε μια ομάδα «παιδιών της Θήβας» (Μαρία Κωνσταντά, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη, Αντωνία Χαραλάμπους).

Η σκέψη είναι ωραία, θεατρικά και μουσικά, κυρίως είναι σημαίνουσα. Σημαίνει την απουσία μιας άλλης, τρίτης «ομάδας». Πράγματι ο πόλεμος έχει διαγράψει από την κοινωνία της Θήβας την ενδιάμεση γενιά, τη γενιά της δρώσας νεότητας. Τώρα έχουν απομείνει απόμαχοι βετεράνοι, σοφοί αλλά ανενεργοί, να διδάσκουν τα ζωηρά εγγόνια τους. Γι’ αυτό είναι ανάγκη της πολιτείας να ωριμάσουν γρήγορα τα παιδιά, πριν την ώρα τους. Σε μια γενικότερη πολιτική συνθήκη συναγερμού, νέα παιδιά καλούνται να πάρουν στα χέρια τους την κατάσταση βάζοντας στη θέση του συνειδητού πολίτη τον ενθουσιασμό, την ορμή και την επιπολαιότητα της ηλικίας τους.

Η Αντιγόνη φορούσε παντελόνια

Από εκεί προκύπτει η Αντιγόνη της Αναστασίας-Ραφαέλας Κονίδη. Να την λοιπόν που κάθεται στην αρχή στην κούνια μιας παιδικής χαράς. Μοιάζει να πλήττει θανάσιμα σαν κάθε νέα της ηλικίας της: στην πραγματικότητα γεμίζει μέσα της με βούληση. Ο Μαρωνίτης την έχει ήδη αποκαλέσει «μόνη», είναι αληθινά γέννημα μιας γενιάς που έχει για ριζικό της να αποξενώνεται και να καταστρέφεται. Αλλά αυτή η Αντιγόνη φοράει παντελόνια, όταν η αδελφή της η Ισμήνη (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) προτιμάει στολή με φουστίτσα. θα μου επιτραπεί να υποψιαστώ τι λειτούργησε στην επιλογή της νέας ηθοποιού για τον ρόλο, ανάμεσα σε πολλά άλλα ασφαλώς. Είναι η προηγούμενη ερμηνεία της σε ρόλους αγοριού. Αυτή η Αντιγόνη είναι αγοροκόριτσο, άγουρο παιδί που κατά κάποιον τρόπο αναλαμβάνει μετά τον θάνατο των αρρένων τέκνων του Οίκου τη θέση τους.

Για σκηνικό άλλωστε, είπαμε, έχει επιλεγεί ήδη μια «μεταμφίεση»: ποιος αμφιβάλλει ότι η παιδική χαρά που καταλαμβάνει την ορχήστρα, με τα παγκάκια ολόγυρα, δεν είναι παρά κάποιο χθεσινό ικρίωμα που βιαστικά συγκαλύφτηκε με την ανάγκη της παιδικής ξεγνοιασιάς; Η πόλη θέλει να θάψει μαζί με τους νεκρούς τις πληγές της. Γι’ αυτό η απόφαση του Κρέοντα δεν έχει να κάνει μόνο με τους «προδότες». Αρνείται στην πόλη το δικαίωμα να προχωρήσει.

Στον δικό του ρόλο ο Δημήτρης Λιγνάδης αποδεικνύει πως το σκηνικό κύρος προηγείται κάποτε της ερμηνείας. Μου κάνει γενικά εντύπωση πως το κοινό δέχτηκε την αποκλιμάκωση των μεγεθών αυτή τη φορά τόσο αγόγγυστα. Η Θήβα μοιάζει πολύ μικρή, μικρότερη της μυθικής αίγλης της. Το ίδιο και η Αντιγόνη, και ο Κρέοντας. Θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε σε κάποια (ρώσικη) επαρχιακή πόλη, με τους κατοίκους της, σαν τον Φύλακα του Αντώνη Κατσάρη, να βγαίνουν κατευθείαν από τον ηθογραφικό ρεαλισμό και τον νέο της τύραννο να διαθέτει εκτόπισμα λίγο ίσως μεγαλύτερο από κάποιου νεόκοπου δημάρχου.

Ο σεξπιρικός Κρέων

Κι ωστόσο σε αυτή την πόλη ο Λιγνάδης κατορθώνει να φορέσει το άβολο στέμμα, πεταμένο στα παγκάκια, και θα προσπαθήσει με αυτό να κυβερνήσει. Μπορούμε να φανταστούμε πως η μοιραία απόφαση θα μπορούσε να είναι η πρώτη του από τη θέση του αρχηγού. Και με αυτή αμφισβητείται, διώκεται, κατανικάται, γελοιοποιείται, καταγγέλλεται και οδηγείται στην εκμηδένιση. Έχω επηρεαστεί ή είναι γεγονός πως ο Λιγνάδης μπολιάζει τον Κρέοντα με σεξπιρικό, μαύρο αίμα;

Έχει προηγηθεί ωστόσο μια πολύ όμορφη σκηνή με τον γιο του Αίμονα. Εκεί η νεότητα του Βασίλη Μαγουλιώτη λάμπει. Έχει στην αρχή αφέλεια, ορμητικότητα, ενθουσιασμό και πίστη στον πατέρα του. Σταδιακά εμπλέκεται σε μια μάχη που περιλαμβάνει, εκτός από επιχειρήματα, απειλές και εκατέρωθεν προσβολές. Και χάνει το μέτρο καθώς πλέον γίνεται οδηγός μιας νεανικής παράκρουσης έρωτα και μελαγχολίας. Είναι ωραίο πράγμα να βλέπει κανείς από πότε τέθηκε στη θεωρία η άποψη ότι την πολιτεία των ανθρώπων δεν τη φτιάχνει μόνο η πολιτική, αλλά η επιθυμία και ο έρωτας.

Αυτό ξεχνάει ο Κρέων και αυτό μας θυμίζει η Αντιγόνη κατά την επιστροφή της στη σκηνή, με τις οιμωγές και τον θρήνο. Είναι κρίμα που είναι μια από τις αδύναμες στιγμές της παράστασης. Η Κονίδη μπόρεσε να κουβαλήσει την αποφασισμένη παιδούλα μέχρι μπροστά στον τάφο. Από εκεί και πέρα όμως η συμπεριφορά της οφείλει να δείχνει ότι η Αντιγόνη της έχει ωριμάσει απότομα. Είναι πια μια νύφη που θα θαφτεί ζωντανή! Σε μια σκηνή μελοδραματική, άγρια κι αβανταδόρικη (σαν τέτοια άλλωστε εξαρχής γράφτηκε) η νέα ηθοποιός αγωνίστηκε φιλότιμα, αλλά μάλλον δεν έπεισε.

Ακολουθεί η είσοδος του Τειρεσία στην ορχήστρα. Βρίσκω υπερβολική τη μεταμφίεσή του, ωστόσο οφείλω να σημειώσω πως όταν κάτω από αυτή την τερατώδη φιγούρα ακούστηκε η φωνή της Μπέτυς Αρβανίτη σαν να συνέβη μέσα μας απόκοσμη μείξη πραγμάτων. Μια τέτοια φωνή μπορεί να προφητεύει την επερχόμενη καταστροφή.

Σε μια μάλλον ατυχή γκραν γκινιόλ έμπνευση του σκηνοθέτη, στο ικρίωμα εμφανίζονται οι δύο νέοι αυτόχειρες. Ωστόσο, τότε μόνο, με αυτό το όραμα, ο βασιλιάς αποδέχεται το λάθος του. Με την παρότρυνση του Χορού τρέχει να προλάβει το κακό. Εις μάτην… Η Ευρυδίκη της Στέλας Φυρογένη στέκει ασάλευτη, καθώς το κακό καταφθάνει με τα λόγια των Αγγέλων Γιάννη Χαρίση και Αστέρη Πελτέκη. Στο τέλος ο Κρέων απομένει στη σκηνή τριπλά κατεστραμμένος και από μια άποψη αφόρητα «μόνος». Η Αντιγόνη σαν να του μετέδωσε τη μοναξιά της. Ανεβαίνει στο ικρίωμα, φτιάχνει από τα σχοινιά μια νέα κούνια… Και σε αυτήν κάθεται, όμοια με την Αντιγόνη, στην αφετηρία της μελαγχολικής εγκαρτέρησης. Η ζωή συνεχίζεται θάβοντας τους νεκρούς και ξεθάβοντάς τους…

Προσωπικά δεν γνωρίζω άνθρωπο που να ασχολήθηκε με την παράσταση της «Αντιγόνης» γυρνώντας το βράδυ της Παρασκευής. Όλοι ήμασταν αγριεμένοι και συνεπαρμένοι από τα γεγονότα της Τουρκίας… Ώσπου μας ήρθε πάλι στο μυαλό το άλλο πρωί, βλέποντας ήρωες και προδότες να κείτονται σκόρπια στον ίδιο δρόμο. Απ’ αυτούς πάλι ποιους να θάψεις και ποιους άθαφτους να αφήσεις;

18.07.2016, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ένα αγοροκόριτσο ωριμάζει πριν την ώρα του», Η Εφημερίδα των Συντακτών

 

Για το link πατήστε εδώ