Περίμενα με αγωνία να απολαύσω το «Βασιλιά Ληρ» που «γνώρισα» διαβάζοντάς τον στα εφηβικά μου χρόνια, χωρίς να τον έχω ποτέ δει στο σανίδι. Περίμενα με αγωνία να απολαύσω το «Βασιλιά Ληρ» στο ανέβασμα που με κάθε λεπτομέρεια μου περιέγραφε με πάθος στη συνέντευξή μας ο Κώστας Καζάκος. Ανηφορίζοντας τα σκαλιά του Ηρωδείου, είναι αλήθεια ότι λαχταρούσα να δω μια προσεγμένη παράσταση με πολλές αρετές. Βγαίνοντας απ’ αυτό τρεις ολόκληρες ώρες αργότερα, είχα απολαύσει τις ελάχιστες αρετές της και κουραστεί αφόρητα απ’ τα πλείστα τρωτά της. Να τα πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.
Η με αγωνία αναμενόμενη αυτή δουλειά διέθετε καταρχήν μια ποιητική μετάφραση, πιστή στο συγγραφέα, δουλεμένη και στην παραμικρή της λεπτομέρεια, κέντημα αληθινό.
Ο Ερρίκος Μπελιές, σημαντικός ποιητής ο ίδιος, κατάφερε να «φέρει» στη σκηνή τη σπάνια «μεταφερόμενη» ποίηση του Σαίξπηρ. Ο λόγος του ήταν αναμφισβήτητα απ’ τα μεγάλα ατού της άνισης παράστασης.
Η σκηνοθετική δουλειά του Λεωνίδα Τριβιζά ανήκε, κατά τη γνώμη μου, στα τρωτά της.
«Φλυάρησε», έχασε το τάιμινγκ που απαιτούνταν για το ανέβασμα του συγκεκριμένου, ιδιαίτερα δύσκολου, έργου, «μπέρδεψε» τους ηθοποιούς του κινώντας τους λάθος, χωρίς να τους δώσει ουσιαστικές λύσεις, συναίνεσε να στηθεί ένα επίσης φλύαρο, μη λειτουργικό σκηνικό και να φορεθούν βαρυφορτωμένα, «πλουμιστά» κοστούμια – Νίκος Πετρόπουλος. Επέτρεψε – ή μήπως θέλησε; – να κινηθεί το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης στο βαθύ σκοτάδι, κουράζοντας τους θεατές και την «τράβηξε» με ξιφομαχίες «φλύαρες».
Πομπώδης η μουσική, θέλησε να «είναι», χωρίς όμως να «είναι». Η υποκριτική δουλειά του Κώστα Καζάκου ήταν στο σύνολό της εξαιρετική. Ο έμπειρος, ταλαντούχος ηθοποιός ενδύθηκε με όρεξη και επίπονη δουλειά τον Ληρ, έχοντας και το «μέγεθός» του και την «τρέλα» του.
Η σκηνή που αγκαλιάζει – προς το τέλος του έργου – την κόρη του είναι, μαζί μ’ αυτήν που τη βρίσκει κρεμασμένη, απ’ τις πιο δυνατές και συγκινητικές του.
Ο Ληρ του είναι αναμφισβήτητα απ’ τις πιο σπουδαίες υποκριτικές του δουλειές. Μια απ’ τις σημαντικότερες δουλειές του στο σανίδι, όμως, πέτυχε και ο Πέτρος Φιλιππίδης με το γελωτοποιό του.
Είχε μέτρο, είχε διάθεση, είχε δουλέψει ουσιαστικά, είχε προσεγγίσει και κατακτήσει το ρόλο του, είχε αποτέλεσμα θαυμαστό. Εξαιρετική δουλειά είχε κάνει η πάντα ευαίσθητη, ευφάνταστη Λυδία Φωτοπούλου – χάρμα οφθαλμών η ερμηνεία της.
Σωστή δουλειά είχαν κάνει η Μελίνα Μποτέλη – ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος είχε έξοχες στιγμές – όπως και η Φιλαρέτη Κομνηνού, που έφτιαξε μια μια σκληρή Ρέγκαν με μεράκι.
Βρήκα εξαίρετο τον έμπειρο Γιώργο Κέντρο, απόντα και φλύαρο τον Κοσμά Ζαχάρωφ, άνισο τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο – που ενώ είχε καλές στιγμές, σε άλλες ήταν εξόχως υπερβολικός – εξίσου υπερβολικό τον άπειρο Κωνσταντίνο Καζάκο που ’χει μεν δουλέψει, αλλά δεν μπορεί – προς το παρόν έστω – να αντέξει το βάρος ενός τέτοιου ρόλου. Αναμένουμε εξέλιξη…
Μεγάλο ποσοστό ευθύνης για τις άνισες και κάποτε ανεπαρκείς ερμηνείες φέρει νομίζω ο Τριβιζάς, που μοιάζει να άφησε αβοήθητους πολλούς ηθοποιούς του.
Θεωρώ ότι πρέπει να δείτε την παράστασή, για να γευθείτε τις – ελάχιστες – καλές ερμηνείες και κυρίως για να απολαύσετε τον άξιο Καζάκο, σ’ έναν από τους αρτιότερους ρόλους του.
04.08.1996, Μπουζιώτης Βασίλης «Είδαμε… Προτείνουμε: Βασιλιάς Ληρ», ‘Εθνος
Για το link πατήστε εδώ