Είδα: τον «Τίμωνα τον Αθηναίο» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

Μια πρώτης τάξεως εκκίνηση για το χειμερινό πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου.

Πρώτη ύλη Σαίξπηρ. Δηλαδή, συγγραφική διάνοια που αποθεώνει τη γλώσσα, τους ήρωες, τα νοήματα. Κι όμως, στην περίπτωση του «Τίμωνα, του Αθηναίου» δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως πρόκειται για ένα εντελές έργο αφού – όπως έχουν ήδη διαπιστώσει μελετητές του ανά τον κόσμο – πάσχει δομικά, δραματουργικά ενίοτε και υφολογικά ως καρπός συνεργασίας με τον σύγχρονο του συγγραφέα Τόμας Μίντλον.

Παρόλα αυτά, η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού – σε μια εξαιρετική μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου – μοιάζει να έχει λειάνει τις αδυναμίες και τις δυστροπίες του παραδίδοντας μια πολύ ωραία και στρωτή παράσταση.

Ο «Τίμων», ένα έργο στα όρια της σατιρικής τραγωδίας, αφηγείται πραγματικά γεγονότα από τη ζωή του ευγενούς Αθηναίου (της αρχαίας Αθήνας) που έχοντας «τις επιθυμίες των φίλων του ίσα με τις δικές του» και «πολύτιμη παρηγοριά τη φιλία τους» τους μοιράζει τα βασίλεια του «χωρίς να βαρεθεί ποτέ». Εκείνοι, ένας Χορός αχόρταγων κολάκων, καταβροχθίζουν τα περιουσιακά στοιχεία του Τίμωνα που επιμένει να αγνοεί τις προθέσεις τους· αφού οι γονυκλισίες τους εξαντλούνται μόλις εκείνος βρεθεί σε δεινή θέση. Τότε, ο Τίμων μετασχηματίζεται σε έναν ερημίτη που όχι μόνο ξεχνάει τους ανθρώπους (ομοιάζοντας πολύ και στο βασιλιά Ληρ) αλλά δηλώνει πως «στο εξής θα μισεί την ανθρωπότητα όλη».

Μονομιάς, ο Σαίξπηρ έχει καταπιαστεί με κεντρικά ζητήματα του ατομικού και κοινωνικού βίου: Την αξία της γενναιοδωρίας, την ανάγκη του ανθρώπου να αγαπηθεί κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη (ακόμα και με την εξαγορά του ενδιαφέροντος των άλλων), τον άνθρωπο στην πτώση του, τον άνθρωπο υπό την αριστοτελική οπτική, ως «φύσει πολιτικό ζώον» δηλαδή, τα κενά του δημοκρατικού πολιτεύματος, το άτομο σε αντιδιαστολή με τη συλλογικότητα, το χρήμα ως παράγοντα της ολοκληρωτικής αλλοτρίωσης του (εδώ παρεισφρέουν και επικαιρικές αναγωγές για τα μύρια κακά που έπονται της διαχείρισης του χρήματος), την κοινωνική υποκρισία, την κολακεία ως εξουσιαστικό μοχλό, τη μισανθρωπία.

Όλες τις παραπάνω σαιξπηρικές διατυπώσεις και προβληματικές, η σκηνοθεσία Λιβαθινού τις αναδεικνύει με εμβρίθεια και περισσή καθαρότητα. Σκιαγραφεί καίρια και αδρά τα πορτρέτα των ηρώων, δίνει ταχύ ρυθμό στην αφήγηση, τονίζει τις εννοιολογικά συγγενείς – με την εποχή μας – περιοχές του κειμένου και νομιμοποιείται να “πειράξει” τη σκηνοθεσία με επικαιρικές ενθέσεις (βλέπε τη σκηνή των δανειστών που εμφανίζονται με κοστούμια τραπεζιτών μπροστά σε pc). Ίσως, η μοναδική αδυναμία της ανάγνωσης να εντοπίζεται στη σχετική υποβάθμιση του ηθολογικού και σατιρικού τέμπο του κειμένου που, έτσι κι αλλιώς, διαφοροποιεί αυτήν από τις άλλες σαιξπηρικές τραγωδίες.

Τίμια, λειτουργική κι ενίοτε εμπνευσμένη η αισθητική καταγραφή των παραπάνω, χάρη στα λιτά σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου – όπου δεσπόζει ένα φωτεινό «Τ», τα κοστούμια (της ιδίας) με αναφορά στην αναγεννησιακή καταγωγή του έργου και τους φροντισμένους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου. Το υψηλού επιπέδου, αποτέλεσμα ωστόσο – που περιγράφει τις περισσότερες παραστάσεις του Στάθη Λιβαθινού – συναρτάται άμεσα με την αξία της συλλογικότητας (τι ειρωνεία όταν πρόκειται για ένα έργο σαν τον Τίμωνα!).

Η, καλά δεμένη, ομάδα ηθοποιών από την εποχή της Πειραματικής Σκηνής δε σταματά να δίνει μαθήματα σκηνικής συνύπαρξης (παρά τα συχνά διαλείμματα στη συνεργασία τους) αλλά και υποκριτικής κλάσης. Καταρχάς, ο Βασίλης Ανδρέου είναι ένας υποδειγματικός Τίμων που ενσαρκώνει με ακρίβεια και πληθωρικότητα το πέρασμα του ήρωα του από την απόλυτη και άκριτη δοτικότητα στην αποστροφή και το μίσος· χωρίς να υποκύψει στις δυσκολίες ενός ρόλου που κινείται σε δύο ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις. Το μεγαλείο του κυνισμού απαντάται στην ερμηνεία του Δημήτρη Παπανικολάου ως Απήμαντου σ’ ένα ρόλο που του ταιριάζει γάντι (ενώ επιφυλάσσει και μια ωραία μάχη λόγου με το Βασίλη Ανδρέου) και ο Χρήστος Σουγάρης φτιάχνει τον έτερο μισάνθρωπο του Τίμωνα, τον Αλκιβιάδη όπου με την ερμηνεία του κορυφώνει την αλύτρωτη αυτή τραγωδία. Η Μαρία Σαββίδου αποδίδει έντιμα και με ψήγματα συγκίνησης το ρόλο του επιστάτη Φλάβιου· είναι η τρίτη γυναίκα της διανομής μαζί με τις καλές Αντιγόνη Φρυδά και Αργυρώ Ανανιάδου σ’ ένα κείμενο που προκρίνει φανερά τους ανδρικούς ρόλους – απηχώντας τη θέση της γυναίκας στην εποχή του Τίμωνα. “Στρατηγοί” της κολακείας που εξελίσσεται σε μεγάλη προδοσία εμφανίζονται με άνεση οι Αρης Τρουπάκης, Νίκος Καρδώνης, Ιερώνυμος Καλετσάνος και Γιώργος Δάμπασης.

Η παράδοση της σχολής Λιβαθινού όμως, φαίνεται πως έχει και μια νέα γενιά ηθοποιών να παρουσιάσει που συνυπάρχουν άψογα με τους εμπειρότερους και συνάμα καλούν να εντοπίσουμε τους επόμενους πρωταγωνιστές χάρη στο δυναμισμό και το σφρίγος τους: Φοίβος Μαρκιανός, Μάνος Στεφανάκης, Στάθης Κόικας, Αναστάσης Λαουλάκος, Φώτης Κουτρουβίδης.

Χωρίς αμφιβολία, ο «Τίμων, ο Αθηναίος» είναι μια πρώτης τάξεως εκκίνηση για το νέο, χειμερινό πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου.

Να το δω γιατί:

1. Για την εύστοχη σκηνοθετική ανάγνωση πάνω σε ένα “ατελές” έργο.
2. Για τις δυναμικές ερμηνείες με κορυφαία αυτή του Βασίλη Ανδρέου.
3. Για την εξαιρετική μετάφραση.

Να μη το δω γιατί:

1. Για τη σχετική υποβάθμιση της σατιρικής φύσης του έργου.

03.10.2018, Χαραμή Στέλλα «Είδα: τον «Τίμωνα τον Αθηναίο» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού», tospirto.net

 

Για το link πατήστε εδώ