Στην ιστορία του θεάτρου συγγραφείς με έντονη τη σφραγίδα της παρουσίας και της προσφοράς τους, μέσω πολλών και σημαντικών έργων, που παίζονται και ξαναπαίζονται πάντα στις σκηνές όλου του κόσμου. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι άλλοι, με ελάχιστοι – αριθμητικά – προσφορά (και ασήμαντη, ίσως, όσον αφορά στη «συμμετοχή» της στην εξέλιξη του θεάτρου), των οποίων όμως, η μεγαλοφυΐα διακρίνεται ακόμη και στα πιο μικρά θεατρικά τους κείμενα, ακόμη και στην πιο μικρή ενασχόλησή τους με τη τέχνη της σκηνής.
Κι ένας τέτοιος συγγραφέας είναι και ο Αλέξανδρος Πούσκιν (που οι – τρεις από τις τέσσερις – «Μικρές Τραγωδίες» του παρουσιάζονται τώρα από το υπερώο του θεάτρου «Αμόρε», από το «Θέατρο του Νότου»). Συγγραφέας «μικρός» αν μετρηθεί με τον αριθμό των καθαρά θεατρικών κειμένων του ή με την επίδραση που άσκησε, αλλά πολύ «ερεθιστικός», αν κοιταχτεί μόνο μέσα στα ίδια του τα έργα. Με πιο «ερεθιστική» πλευρά των έργων την άμεση κατάθεση κάποιων έντονων καταστάσεων, παθών ή συγκρούσεων, χωρίς «ξόδεμα» σε προετοιμασίες και – περιττούς ή μη – καλλωπισμούς.
Έτσι και στις «Μικρές τραγωδίες» μοιάζει να στοχεύει κατευθείαν στο στόχο του. Είτε παρουσιάζει τον καρδιοκατακτητή Δον Ζουάν να «ρίχνεται» στη χήρα του θύματός του, (περίπου όπως και ο Ριχάρδος του Σαίξπηρ στη λαίδη Άννα), λίγο πριν συναντήσει το πέτρινο φάντασμά του και το θάνατο. Είτε εμφανίσει τον Σαλιέρι να δηλητηριάσει το Μότσαρτ, οδηγημένος από ιερό φθόνο, αλλά και αγωνία για την τέχνη. Είτε, τέλος, «ζωγραφίζει» τις απεγνωσμένα χαρούμενες αντιδράσεις κάποιων «μελλοθάνατων» , καθώς έξω από τις πόρτες καιροφυλακτεί η πανούκλα.
Και στα τρία έργα δηλαδή, ο Πούσκιν αγγίζει από τρεις διαφορετικές πλευρές ξεκάθαρα και χωρίς καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς και δολιχοδρομήσεις το ανθρώπινο πρόβλημα ύπαρξης «στα άκρα», διερευνά άμεσα τη διάσταση της συνείδησης, καθορίζει απόλυτα το σχήμα, αλλά και το περιεχόμενο των ηρώων – συμβόλων του, έστω και βάζοντάς τους συνεχώς αντιμέτωπους με τον εαυτό τους και τη μοίρα τους. Κι ανάλογα μοιάζει να οριοθετεί και το θέαμά του ο σκηνοθέτης της τωρινή παράστασης, Στάθης Λιβαθινός (που έχει κάνει και τη μεταφορά των έργων σε ενιαία σύνθεση). Χρησιμοποιώντας, γι’ αυτό, όχι μόνο τον άμεσο και καθαρό λόγο του κειμένου (μεταφρασμένου ανάλογα από τον Λεωνίδα Καρατζά), μα και μια σειρά από γκροτέσκα εξπρεσιονιστικά στοιχεία, εκμεταλλευόμενος το συνδυασμό τόσο σκηνικών και των κοστουμιών (του Άγγελου Αγγελή) και των φωτισμών (του Παύλου Χατζηπαύλου) όσο και των υπερτονισμένων στοιχείων – ιδίως μέσω της κίνησης – των ερμηνειών των ηθοποιών (της Ναταλίας Δραγούμη, της Άννας Μάσχα, του Θέμη Πάνου και του – νέου – Δημοσθένη Παπαδοπούλου, που μοιάζει ν’ αποτελεί πραγματική «αποκάλυψη» της παράστασης). Οι οποίοι ολοκληρώνουν την όλη σύλληψη και την προσέγγιση και γίνονται φορείς του – «τεχνημένου» μηνύματός της με τον καλύτερο – ίσως – δυνατό τρόπο.
Αν, μάλιστα, η παράσταση δεν έμοιαζε, από κάποιο σημείο και μετά, να χάνει σταδιακά ένα μέρος της αρχικά έξοχης έμπνευσή της, καταλήγοντας περισσότερο σε «εξυπηρέτηση», παρά σε αυξανόμενη δημιουργικότητα, θα μπορούσε να διεκδικήσει «αριστεία» του φετινού θεατρικού χειμώνα. Κι έτσι, όμως, βρίσκεται ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσές του, δικαιώνοντας και τους θεατές της και (ενδεχομένως) τον ίδιο το συγγραφέα…
02.02.1996, Παγκουρέλης Βάιος «Ευθεία βολή…», Θεαθήναι