Κάθε φορά που ανοίγουμε την εφημερίδα στη στήλη των θεαμάτων, διαπιστώνουμε και νέα αύξηση των περιθωριακών, των ποιοτικών, των «αντεργκραουνικών» θεατρικών εστιών που μεταλαμπαδεύουν το άγιο διονυσιακό πυρ σε γωνίες και άκρες της πρωτεύουσας και του επινείου της. Αυτή η νέα πραγματικότητα δεν είναι ένα ελπιδοφόρο φαινόμενο, είναι η κύρια κατάσταση στο θέατρο μας. Οι νέοι της εποχής μας κάνουν θέατρο, επιχειρούν μια επικοινωνία δια μέσου του θεάτρου, γεμίζουν τις δραματικές σχολές και κατακλύζουν τις θεατρικές αίθουσες. Εξαιρέσεις είναι τα πέντε- δέκα θέατρα που εξακολουθούν να επιζούν με τις πατερίτσες του «σταρ σύστεμ» και της τηλεόρασης. Αν η θεατρική αυτή ορμή παραγκωνίσει την εξάρτηση από τα διάτρητα μαγειρεία, δεν θα «πεθάνει σα χώρα».
Κατεβαίνω, για δεύτερη φορά φέτος, τα στενά σκαλοπάτια που οδηγούν στον περιορισμένο υπόγειο χώρο της δεύτερης σκηνής, του Θεάτρου Πράξη στην οδό Κεφαλληνίας. Τη φορά αυτή παρουσιάζεται εδώ το ποίημα (;) του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σα χώρα». Το κείμενο αυτό κατ΄ αρχήν δεν προσφέρεται για θεατροποίηση. Έχει έναν ακατάσχετο λόγο που επαναλαμβάνει με κατακλυσμό λέξεων την απελπισία του δημιουργού του. Περιγράφει έναν εφιαλτικό κόσμο σε μια απεγνωσμένη εποχή. Μια χώρα που πεθαίνει, γερασμένη και άκληρη, όπου οι γυναίκες δεν γεννούν, οι άντρες ζευγαρώνουν μεταξύ τους, οι εξουσίες είναι σάπιες, τα μέτωπα καταρρέουν και όλα είναι σε αποσύνθεση.
Μπροστά σ’ αυτή την περιγραφή, με το άβολο κείμενο, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός έμεινε άναυδος. Δεν μπόρεσε να επιστρατεύσει ιδέες, εμπνεύσεις, ευρήματα. Τίποτα. Κατέφυγε σε εύκολες λύσεις, επινοήματα στο γόνατο. Κάτι διασταυρώσεις του λόγου των ηθοποιών, κάτι παρεμβολές ήχων και μιμήσεων, κάποιες αφελείς εικονογραφήσεις των λεγομένων, αναρριχήσεις στις κολόνες και κατέληξε το όλο πράμα να είναι μια σκέτη απαγγελία με ολίγην παραστατικότητα. Σκοτεινό το κείμενο, απαισιόδοξη η κραυγή του αδιέξοδου ποιήματος, μαύρη, χαμηλοτάβανη και ασφυκτική η σκηνούλα, με μια τέτοια τέχνη σίγουρα θα μπορούσες να συμφωνήσεις πως ναι, σίγουρα, πεθαίνουμε όλοι σαν μια σάπια στείρα χώρα.
Όμως όχι! Όσο υπάρχουν ηθοποιοί σαν την Άννα Μάσχα, με τέτοιο φως που διαλύει τα σκοτάδια, τέτοιο ταλέντο που εξουδετερώνει κάθε ποιητική απελπισία και σκηνοθετική ανεπάρκεια, ούτε η χώρα θα πεθάνει και μείς όλοι θα αισιοδοξούμε για τις μέρες που θα’ ρθουν. Η ευφορία της ηθοποιού ήταν μια διάψευση του πεισιθάνατου κηρύγματος της στειρότητας. Ο Βασίλης Λάγγος και ο Γιάννης Νταλιάνης, που συμπληρώνουν το τρίο της απαγγελίας, δεν είχαν περιθώρια να συντελέσουν περισσότερο. Τα κοστούμια της Χρυσάννας Διαμαντή είχαν τη θεατρικότητα που έλειπε απ’ τη σκηνοθεσία.
25-31.03.1995, Γεωργίου Αδριανός «Ευφορία αντί στειρότητας», Ραδιοτηλεόραση