Εδώ είναι… άγρια Βαλκάνια!

Η «Άγρια Δύση», μια σύγχρονη αμερικανική ηθογραφία του Σαμ Σέπαρντ, από το Θέατρο Εξαρχείων

Τις προάλλες είδα στα Σκόπια ένα σύγχρονο αμερικανικό έργο, τις «Τρεις ψηλές γυναίκες», του Έντουαρντ Άλμπι. Σκηνοθετούσε ο Ντίμιταρ Στάνκοσκι. Παίχθηκε και στην Αθήνα πέρυσι. Στο ρόλο της ηλικιωμένης μητέρας (σε μας ήταν μια εκπληκτική Ελένη Χατζηαργύργη) ένα από τα ιερά τέρατα του γειτονικού κρατιδίου, η Μίλιτσα Στογιάνοβα.

Πώς ήταν η πρωταγωνίστρια και η παράσταση; Μα εκατό τα εκατό βαλκάνια.

Δηλαδή εξωτερικευόταν με χέρια και με πόδια όπως δεν θα το ‘κανε ποτέ μια αγγλοσαξωνικής παιδείας ηθοποιός, η οποία θα εκαλείτο να ερμηνεύσει τον ίδιο ρόλο. Με τις φωνές μόνιμα ανεβασμένες δύο τρεις σκάλες πάνω από το ανεκτό, με εξωστρεφή τσαλίμια και χτυπώντας διαρκώς ένα καμπανάκι που επεσήμανε πως «εδώ είναι Βαλκάνια», η παράσταση ελάχιστα φρόντισε να μας πείσει πως ασχολιόταν με προβληματισμένα εσώψυχα διαφορετικών από εμάς ιδιοσυγκρασιών.

Τιμή μας και καμάρι μας, βέβαια, να ’μαστε σε αυτή τη θαυμαστή γωνιά του κόσμου. Όμως -πώς να το κάνουμε – μοιραία δεν γίνεται να έχουμε διανύσει – έστω από τις σελίδες πρόσφατων μυθιστορημάτων- τους ατέλειωτους δρόμους των Αμερικανών περιπλανώμενων ηρώων των δεκαετιών ’60-’80. Ήρωες οι οποίοι με ελάχιστα δολάρια, μπόλικο πιοτό και «μαλακά» παραισθησιογόνα στην τσέπη το ’σκαζαν μακριά από τη ροδοζαχαριασμένη american way of life και τον καταδικασμένο πόλεμο του Βιετνάμ.

Από τον Τζον Κέρουακ και μετά, μια ολόκληρη γενιά επιγόνων του on the road έθρεψε πνευματικά κάμποσες γενιές νεόκοπων Αμερικανών αμφισβητιών. Υπάρχει λοιπόν μια αδιάκοπη εξέλιξη από τους περιθωριακούς του Τένεσι Ουίλιαμς, της δεκαετίας του ’40, μέχρι και τους σημερινούς ήρωες του Σαμ Σέπαρντ.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι υπάρχει μια ατμόσφαιρα, ένας περίγυρος, μια πολύ χαρακτηριστική κοινωνία η οποία σταμπάρει χαρακτήρες, οι οποίοι δεν μπορεί παρά να έχουν προέλθει από πολύ συγκεκριμένους χώρους και χρόνους. Η δυσκολία του να μεταφυτέψει κανείς σε ξένα κλίματα εξωτικές καταστάσεις είναι τεράστια. Κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να γίνεις γραφικός, περιγραφικός, κάλπης και σε τελική ανάλυση κίβδηλος.

Η «Άγρια Δύση» (1980) του Σαμ Σέπαρντ (αλησμόνητος σεναριογράφος της ταινίας του Βιμ Βέντερς «Παρίσι Τέξας») μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν μια σύγχρονη αμερικανική ηθογραφία. Εκεί ακριβώς υπάρχει και η παγίδα για όσους καταπιαστούν με το έργο.

Με μια απλώς ικανοποιητική μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλλα στο χέρι (δύσκολο εγχείρημα πλέον το να μεταφράζει κανείς κείμενα γεμάτα νεολογισμούς, ιδιωματισμούς με διπλό πάτο και ισοπεδωτική ελευθεροστομία) ο Τάκης Βουτέρης σκηνοθέτησε «ευρωπαϊκά» (δηλαδή εσωστρεφώς και με χορταστικά ψυχογραφικά υπονοούμενα) το εξώστρεφο και -κατά συγγραφική μαρτυρία- αυθόρμητα γραμμένο True West.

Η ανταγωνιστική ιστορία δύο διαφορετικών στο χαρακτήρα αδελφών, κάτω από την πανίσχυρη σκιά μιας κυρίαρχης μητέρας, κι ενός αποτυχημένου πατέρα κουβαλά πάνω της τα ιδιότυπα στοιχεία μιας καλβινιστικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας ξένης στα δικά μας τα μέρη.

Μέσα σ’ ένα ασφυκτικά κλειστό κι ελάχιστα ρεαλιστικό περιβάλλον με τους τοίχους ζωγραφισμένους όλο σύννεφα a la Magritte (καλαίσθητα αλλά όχι εύστοχα τα σκηνικά – κοστούμια του Άγγελου Αγγελή) διαδραματίζεται μια εμφύλια μάχη η οποία τραμπαλίζεται ανάμεσα στους ήπιους, χαμηλούς τόνους του Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος υποδύεται τον έναν, τον διανοούμενο αδελφό, και στους νευρώδεις, εκρηκτικούς τόνους του λαϊκότερου, καπάτσου μικροαπατεώνα αδελφού του (Μάνου Βακούση). Βέβαια κάποια στιγμή οι ρόλοι τείνουν ν’ αλλάξουν και ο πόλεμος γίνεται αδελφοκτόνος. Όμως κάπου στη διαδρομή ο σκηνοθέτης δείχνει να χάνει τον έλεγχο, εμποδίζοντας έτσι και τον θεατή να βγάλει τα συμπεράσματά του για το πώς και το γιατί της όλης υπόθεσης.

Ένας «βαλκανικός» Μάνος Βακούσης, ένας εγκεφαλικά προβληματισμένος Στάθης Λιβαθινός, δίπλα σ’ έναν γραφικό Αμερικανό παραγωγό ταινιών (τον Γιώργο Σαμπάνη) και μια αναποφάσιστη πάνω στο ρόλο της μητέρα (την Αλεξάνδρα Παντελάκη) μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, έτσι που εγώ τουλάχιστον να μην κατορθώσω να καταλάβω πολλά για το τι, το πώς και το γιατί αυτού του έργου. Κατάλαβα μόνο αυτό που είχα αντιληφθεί πριν από λίγες μονάχα μέρες και στα Σκόπια – κι ας μη μιλάω την ντόπια γλώσσα.

Δηλαδή, πως στα μέρη μας τα καταφέρνουμε καλύτερα απ’ όλα με τους θεατρικούς συγγραφείς της οικείας μας, νοτιοανατολικής Ευρώπης.

01.12.1996, Παγιατάκης Σπύρος «Εδώ είναι… άγρια Βαλκάνια!», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ