Yπάρχει ένα περίεργο δραματουργικό σύνδρομο στο ρωσικό θέατρο. Tο είχα, εγώ τουλάχιστον, εντοπίσει από την εποχή που ο Aρμπούζοφ έγραφε και είδαμε κι εδώ επανειλημμένα και τη «Φθινοπωρινή Iστορία» και την «Tάνια»
Λόγω της γνωστής εμμονής του προηγούμενου καθεστώτος στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, δηλαδή στην αποτύπωση κριτικά της πραγματικότητας με αισιόδοξο μάτι, οι Ρώσοι δραματουργοί ήταν απαγορευμένο να καταπιαστούν με τα λεγόμενα αστικά θεατρικά είδη. Και ένα από αυτά ήταν το μπουλβάρ. Το θεωρούσαν (και πιθανόν δικαίως) ως είδος που καλλιεργεί μια πλαστή, επιφανειακή, υποκριτική, σεμνότυφη και ωραιοποιημένη εικόνα της κοινωνίας. Κι αν ακόμη αποδέχονταν κάποια κριτικά ρεαλιστικά μπουλβάρ, τα διάβαζαν ή τα συνέστηναν για να δείξουν την παρακμή της Δύσης, την έκπτωση των ηθών και τα αδιέξοδα της καπιταλιστικής κοινωνίας και των ηθικών κωδίκων της.
Το μπουλβάρ όμως από την άλλη πλευρά κουβαλάει πείρα αιώνων, έχει μια τέλεια λογική δομή και επιτρέπει, στους ταλαντούχους, την ανάπτυξη ποικίλων χαρακτήρων με κοινωνικά και ψυχολογικά κίνητρα.
Όπως έλεγα πρόσφατα σχετικά με τον Νιλ Σάιμον, που εφάρμοσε με ελαστικότητα τους δομικούς νόμους του μπουλβάρ στην αμερικανική κοινωνική ζωή, έτσι και οι Ρώσοι δραματουργοί με έξυπνους ελιγμούς έφεραν τα έργα τους στα μέτρα της ρωσικής ζωής και εντός των πλαισίων της αυστηρής ή της χαλαρής λογοκρισίας. Και δεν εννοώ τη λογοκρισία ιδεών, αλλά και την αισθητική.
Ο Ρατζίνσκι είναι εδώ γνωστός από προηγούμενα έργα του και κυρίως από το «Τζόκινγκ» που σκηνοθέτησε ο Εφραίμοφ για τον Καζάκο και την Καρέζη. Τότε είχαμε διαπιστώσει τους δόλιχους τρόπους να ενοφθαλμιστεί το μπουλβάρ στον κριτικό ρεαλισμό. Το έργο εκείνο ήταν μια σάτιρα του καθεστώτος μέσα από την πρόσκτηση ενός αμερικανικού συμβολικού «θεσμού».
Το «Παιχνίδι των θεών», που ανέβηκε τώρα στο «Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη», εισάγει στο μπουλβάρ ένα είδος μεταφυσικού προορισμού. Ο πρωτότυπος τίτλος «Λίλα», ινδική λέξη, σημαίνει ακριβώς «Παιχνίδι των θεών» ή ίσως καλύτερα το «Κουκλοθέατρο των θεών». Ο Ρατζίνσκι με τρόπο ευφυή υποκαθιστά την παντοδυναμία του συγγραφέα-θεού που ως κάτοχος και χειριστής της γραφής δημιουργεί πρόσωπα, τα βάζει στη δράση, τα κατευθύνει, τα ταπεινώνει, τα εξαίρει ή τα αφανίζει κατά βούληση. Τα αποκαθιστά λοιπόν μ’ έναν μαριονετίστα θεό που τραβάει από ψηλά τα σκοινιά και οι κούκλες του παίζουν, έρχονται, φεύγουν, πονούν, χαίρονται, γεννιούνται και πεθαίνουν σύμφωνα μ’ ένα σενάριο, μ’ ένα σχέδιο για το οποίο, βεβαίως, δεν ρωτήθηκαν ποτέ.
Το έργο έχει τη δομή ενός κλασικού μπουλβάρ χωρίς άλλο. Δύο πρώην εραστές ηθοποιοί, που τους χωρίζει η πίκρα, η ανασφάλεια, οι εγωισμοί και οι προδοσίες, προσπαθούν να επανασυνδεθούν μέσω ενός θεατρικού έργου το οποίο έγραψε ο άνδρας και το σκηνοθετεί η γυναίκα και αφηγείται τη ζωή και τη ρήξη τους. Θέατρο εν θεάτρω, το θέατρο ως ζωή, η ζωή ως θέατρο, ιδού τα πανάρχαια μοτίβα που επεξεργάζεται ο Ρατζίνσκι. Βέβαια, υπάρχει μια ιδιότυπη τεχνική. Τα κλασικά μπουλβάρ προσπαθούν να κρατήσουν μια ισηγορία, μια ισορροπία ανάμεσα στα συγκρουόμενα πρόσωπα. Ο Ρατζίνσκι μεροληπτεί υπέρ της γυναίκας. H ερωτική μοναξιά της, η ματαίωσή της ως θήλυ, η βάναυση (και όχι πάντα με άσκηση βίας) συμπεριφορά του φαλλοκράτη άνδρα την καθιστούν ευάλωτη γι’ αυτό και η εκδίκησή της είναι ύπουλη, πισώπλατη, «θεατρική». Π.χ., όταν εκείνος επιστρέφει στο παλιό ερωτικό τους καταφύγιο και το μόνο που θέλει να πάρει είναι τα χρειώδη, όπως τα σπορ παπούτσια του που τον βοηθούν να τρέχει στο τζόκινγκ, εκείνη χρησιμοποιεί ως επιθετική αιχμή τη μαγειρική, μόνο που το φαγητό είναι δηλητηριασμένο.
Αν υπάρχει κάτι γοητευτικό, αλλά συνάμα και σκοτεινό, σ’ αυτό το μεικτού ύφους κείμενο είναι το βιτριολικό του χιούμορ, ένα χιούμορ απελπισμένο. Τα δύο πρόσωπα, καθώς υπακούουν κρεμάμενα στις εντολές τού κουκλοπαίχτη-θεού, μοίρας, ανάγκης κτλ., έχουν αίσθηση των τετελεσμένων και της καραδοκούσας θνητότητας. Ο τρόπος που ο συγγραφέας περιπλέκει τον ηθοποιό με τον ρόλο του, έστω κι αν ο ρόλος είναι μίμησις της ζωής του ηθοποιού, μας πάει κατευθείαν στα πιραντελικά χωράφια. Γιατί όταν ο ηθοποιός αντιμετωπίζει τον ρόλο ως έναν Άλλον, όταν ο Άλλος αυτός είναι ο εαυτός του, τότε πιθανόν και ο ρόλος να παίρνει τον ηθοποιό ως έναν Άλλον από αυτό που παίζει.
Αν υπάρχει μια κάποια δυσκολία σ’ αυτό το έργο είναι το συνεχές «μπες – βγες» από το θέατρο και τη ζωή. Ευτυχώς ο Στάθης Λιβαθινός, που σκηνοθέτησε με ακρίβεια και φαντασία το έργο αυτό που φαίνεται να το γνωρίζει καλά, δεδομένου πως ζούσε στη Ρωσία την εποχή που παιζόταν, αλλά και γιατί γνωρίζει σε βάθος τα ζητούμενα των ρωσικών έργων από τους ηθοποιούς, είχε στη διάθεσή του μια θαυμάσια, εύφορη μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά.
Η γλώσσα του έργου είναι απλή, καθημερινή, χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική πρόθεση. Μιμείται τη ζωή και τους ρυθμούς της. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Θάλειας Ιστικοπούλου. Το κείμενο ζητάει ρητά ένα αστικό σαλόνι διαμορφωμένο σε θεατρική σκηνή, ένα υβρίδιο, αφού δεν αποτελεί ρεαλιστική αποτύπωση μιας πραγματικότητας, αλλά μάλλον μια ιδιόρρυθμη ποιητική σύλληψη.
Ο Θοδωρής Αμπαζής έγραψε μια σημαίνουσα μουσική που δεν υπογράμμιζε καταστάσεις, αλλά σχολίαζε ιδέες και συναισθήματα.
Από την κλοουνερί στο δράμα, από τον σαρκασμό στο κλάμα
Ο Λιβαθινός είναι δάσκαλος ηθοποιών και όταν τα έργα ανήκουν κυρίως στον ρεαλισμό ο σκηνοθέτης κολυμπά σε γνωστά νερά. Εδώ πέτυχε κάτι, νομίζω, σημαντικό: βοήθησε δύο σπουδαίους ηθοποιούς να αναδείξουν πλήρως ανεπτυγμένα τα υποκριτικά τους μέσα.
Δεν έχω δει την Κάτια Δανδουλάκη ποτέ καλύτερη. Έδειξε χωρίς αλαζονεία, με άνεση και μιαν ανάσα, μια τεχνική θηριώδη, φωνή, κίνηση, στάση, σιωπές συλλειτούργησαν και χτίστηκε ένας πολυσήμαντος ρόλος στη διπλή του ανάπτυξη ρόλος και ρόλος ρόλου. Το έργο έχει δεκάδες παγίδες που κινδυνεύει να πέσει κάθε άπειρος ή αλαζόνας. Παίζει με τον άκρατο νατουραλισμό και το μελόδραμα. Από την κλοουνερί περνάει στο δράμα και από τον σαρκασμό στο κλάμα.
Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος είναι ηθοποιός με έντονα προσωπικά στοιχεία. Ιδιότυπος και ιδιόρρυθμος. Έπιασε τον ρόλο από τα μαλλιά και τον ξετίναξε. Αυτός είχε συχνά και απότομα περάσματα από το γκροτέσκο στον συμβολισμό και στον φορμαλισμό. Τα πέρασε χωρίς να βραχεί.
H Δανδουλάκη με τον Ζαλμά, πέρυσι, έπαιξε έναν Ράιμον με ανάλογο θέμα. Ιδού, λοιπόν, τι κάνει η μαστοριά.
Κάθε ένας με τη δική του αίσθηση του δραματικού και κωμικού ρυθμού οργανώνει ένα τελείως διαφορετικό έργο. Γιατί, ως γνωστόν, θέατρο δεν είναι η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας, αλλά κυρίως ο τρόπος.
Και ο Ρατζίνσκι μάς αποκάλυψε έναν νέο, πρωτότυπο τρόπο να αντιμετωπίζουμε τα αδιέξοδα της ανθρώπινης συνθήκης. Και αυτός ο τρόπος μας προκαλεί δαγκωμένο γέλιο, αλλά γέλιο πολύ.
08.12.2003, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ο εαυτός ως ρόλος», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ