Δροσιά χωρίς πειραματισμό

Την ιδιόρρυθμη δραματική κωμωδία, από τα πρώιμα έργα του Σαίξπηρ, «Αγάπης Αγώνας Άγονος», παρουσιάζει από την Παρασκευή 5 Απριλίου, το Β’ Εργαστήρι της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού.

Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στη Γαλλία, στην Αυλή του βασιλιά της Ναβάρρας. Μια ομάδα νεαρών ευγενών αποφασίζει μαζί με τον βασιλιά να στερηθεί όλες τις ηδονές της ζωής και να δοθεί στη μελέτη. Η Γαλλίδα Πριγκίπισσα με τη γυναικεία συνοδεία της, έρχεται ως απεσταλμένη να τους επισκεφτεί. Κι εδώ αρχίζει το παιχνίδι των πειρασμών και των παραβάσεων, ένα μαγευτικό αμφίπλευρο «κυνήγι» γεμάτο από έρωτα, ευαισθησία, χιούμορ, σκληρότητα.

Η έντονη θεατρικότητα τυλίγει τα πάντα, ακόμα και τα πιο μελωδικά μέρη. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς φανερά λογική σειρά. Η ζωντάνια και η φρεσκάδα συνυπάρχουν με τη μελαγχολική πίκρα. Παντού ξεπηδούν εκφράσεις, χαρακτήρες και τόνοι που παραπέμπουν σε κατοπινά κωμικά, ή και τραγικά έργα, του μεγάλου δημιουργού.

Παίζουν με σειρά εμφάνισης οι Στάθης Γράψας, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Νικόλας Παπαγιάννης, Γιάννης Μαυριτσάκης, Δημήτρης Ήμελλος, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Βασίλης Ανδρέου, Νίκος Κορδώνης, Μαρία Σαββίδου, Τάσος Γιαννόπουλος, Μαρία Ναυπλιώτου, Ναταλία Στυλιανού-Μαριάννη Λαμπίρη, Αλεξάνδρα Λέρτα, Κατερίνα Ευαγγελάτου-Εβίτα Ζημάλη, Δημήτρης Παπανικολάου, Γιώργος Δάμπασης.

Η δροσιά, η φρεσκάδα, αλλά και η φανερή πολλή δουλειά των νέων ηθοποιών, χαρακτηρίζουν την παράσταση της «Πειραματικής Σκηνής», μια παράσταση που θα μπορούσε άνετα να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε άλλη σκηνή, μεγάλη ή μικρή.

Ίσως θα έπρεπε κάποια στιγμή το Εθνικό να ξεκαθαρίσει, τι ακριβώς σημαίνει «πειραματική σκηνή». Και οι δύο φετινές, ανεξάρτητα από την όποια αξία τους, δεν ήταν παρά η απόλυτα συγκεκριμένη άποψη του σκηνοθέτη. Το εργαστήρι που προηγήθηκε της κάθε παράστασης, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, δεν ήταν παρά η διδασκαλία των ηθοποιών προς την κατεύθυνση αυτής ακριβώς της άποψης. Και αν δεχτούμε πως η βιβλική ερμηνεία του Σοφοκλή είναι ένας πειραματισμός, μια νέα ματιά, ορθή ή λάθος -δεν έχει σημασία, το λάθος του πειράματος είναι μέσα στο παιχνίδι- ποιος είναι ο πειραματισμός στο «Αγάπης αγώνας άγονος»;

Είναι πολύ πιθανό, ο σκηνοθέτης να δούλευε την παράσταση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και σε και σκηνή που δεν θα ονομαζόταν «πειραματική». Ίσως, τότε, η παράσταση να μη ξεκινούσε έξω από την αίθουσα. Αλλά αυτό είναι πειραματισμός; Να στριμώχνεις τους θεατές σε έναν περιορισμένο χώρο, όρθιους, για να μη δουν την πρώτη σκηνή του έργου –αυτό ήταν προνόμιο των ολίγων που έτυχε να στέκονται μπροστά- και να μισοακούν το κείμενο; Και επιπλέον να τους υποχρεώνεις να υποστούν την ίδια ταλαιπωρία και για την πρώτη σκηνή του δεύτερου μέρους; Γιατί; Τίποτε στο κείμενο ή στην παράσταση δεν εξήγησε το γιατί. Έχει ξανασυμβεί μια παράσταση να ξεκινά έξω από την αίθουσα, συνήθως με κάποιο δρώμενο που οδηγεί τους θεατές στο θέατρο. Εδώ, απλά παίχθηκε η σκηνή, οι ηθοποιοί αποχώρησαν, οι θεατές μπήκαν στην αίθουσα, κάθισαν με ανακούφιση στο κάθισμα και τότε ουσιαστικά άρχισαν να παρακολουθούν απρόσκοπτα την παράσταση.

Ούτε βέβαια ο πειραματισμός, δηλαδή το νέο, έγκειται στα κοστούμια με τα κάποια, υπαινικτικά μόνο, αναγεννησιακά στοιχεία. Ιδέα πειραματική το 1974 στον «Ερωτόκριτο» με τον οποίο ξεκίνησε το «Αμφι-Θέατρο». Ούτε τα πατίνια, ή κάποιες ροκ μουσικές αναφορές είναι πειραματισμός. Θα μπορούσε να πει κανείς πως το 1977, ακριβώς 25 χρόνια πριν, στη κεντρική σκηνή του Εθνικού, ο Αλέξης Σολομός έδωσε με το ίδιο έργο μια παράσταση πολύ πιο πειραματική και τολμηρή από την παράσταση του 2002, έτσι όπως διέτρεχε τις εποχές από σκηνή σε σκηνή, με το τσάρλεστον να διαδέχεται για παράδειγμα το ρομαντικό βιολί. Ιδέες νέες ακόμα και σήμερα και κυρίως απόλυτα στηριγμένες και δικαιολογημένες.

Επαναλαμβάνω πως αυτές οι σκέψεις για τον πειραματικό χαρακτήρα είναι ανεξάρτητες από την αξία της παράστασης. Ο Στάθης Λιβαθινός έχει δείξει επανειλημμένα πως είναι επιδέξιος και έξυπνος σκηνοθέτης. Δυο από τις καλύτερες περσινές παραστάσεις, οι «Ρομαντικοί» και η «Πιθανή συνάντηση», έφεραν την υπογραφή του. Έχει δείξει επίσης πως ξέρει, όχι απλά να κατευθύνει αλλά να διδάσκει τους ηθοποιούς του. Και είχε ένα πολύ καλό υλικό στη διάθεσή του. Νέοι ηθοποιοί με προσόντα, αλλά κυρίως με διάθεση να δουλέψουν, να κουραστούν προκειμένου να μάθουν. Όλοι, κέντησαν με λεπτοδουλεμένη ακρίβεια τους ρόλους τους, καθοδηγημένοι από την αυστηρή μπαγκέτα του σκηνοθέτη. Ακόμα και κάποιοι αυτοσχεδιασμοί, δημιουργημένοι πιθανώς στο Εργαστήρι που προηγήθηκε, είχαν δουλευτεί από τον σκηνοθέτη με μαθητική ακρίβεια. Αυτοσχεδιασμοί έξυπνοι που ο σκηνοθέτης δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να τους διατηρήσει, με αποτέλεσμα η παράσταση να αγγίξει τις τρεισήμισι ώρες.

Όσο και αν όλοι οι ηθοποιοί δούλεψαν με κέφι σαν μια ομάδα δεν μπορώ να μη ξεχωρίσω τον Αλέξανδρο Λογοθέτη και τον Τάσο Γιαννόπουλο. Μόνιμοι πια συνεργάτες του Στάθη Λιβαθινού, οι δυο ηθοποιοί επέδειξαν μια εκπληκτική υποκριτική ευελιξία σε ρόλους τελείως διαφορετικούς από την περσινή τους επιτυχία στους «Ρομαντικούς». Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης από ρομαντικός ερωτευμένος μετατράπηκε σε ένα δαιμόνιο, πονηρό, κεφάτο Φράπα και ο Τάσος Γιαννόπουλος έδωσε έναν παιχνιδιάρη, έξυπνο Μπουαγιέ, πρόδρομο του Φέστα της «Δωδέκατης νύχτας».

Η ομάδα των κοριτσιών μάλλον υπερίσχυε των αγοριών. Η συνήθως σφιγμένη και συγκρατημένη Μαρία Ναυπλιώτου, στον ρόλο της Πριγκίπισσας, λύθηκε, άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να ρουφήξει την χαρά του θεατρικού παιχνιδιού. Γεμάτη μπρίο και τσαχπινιά η χυμώδης Μαρία της Ναταλίας Στυλιανού, πικάντικη ενζενύ η Αλεξάνδρα Λέρτα ως Κατερίνα ενώ η Κατερίνα Ευαγγελάτου ισορρόπησε διακριτικά στο ρόλο της Ροζαλίνας.

Από τους ερωτευμένους νέους που καταπατούν τον όρκο της εγκράτειας ξεχώρισαν ο μετρημένος Βασιλιάς του Στάθη Γράψα, και οι νεώτεροι Παναγιώτης Μπουγιούρης (Λογκαβίλ) και Νικόλας Παπαγιάννης (Ντιουμέν). Ο Γιάννης Μαυριτσάκης, μονοκόμματος και χωρίς να ξέρει τι να κάνει τα χέρια του που τα ανέμιζε, δεν έπεισε για το έξυπνο πειραχτήρι που είναι ο Μπιρόν.

Πληθωρική και κεφάτη η χωριατοπούλα Ζακνέτα της Μαρίας Σαββίδου, ενώ χαρακτηριστικούς τύπους έπλασαν οι Δημήτρης Ήμελλος (Μούχλας), Βασίλης Ανδρέου (Αρμάδο), Νίκος Καρδώνης (Σκώρος), Δημήτρης Παπανικολάου (Ολοφέρνης) και Γιώργος Δάμπασης (Πατήρ Ναθαναήλ).

Στα θετικά της παράστασης καταγράφεται και η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, μόνο που δεν καταλαβαίνω γιατί στην παράσταση –ερήμην άραγε του μεταφραστή;- ο Αρμάδο χρησιμοποιούσε τόσες ισπανικές λέξεις, οι οποίες δεν υπάρχουν στο κείμενο. Λειτουργικά και υψηλής αισθητικής τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, η οποία εκμεταλλεύτηκε σε διάφορα επίπεδα τον γνωστό πίνακα του Henri Rousseau «Το όνειρο», χαρούμενα και παιχνιδιάρικα τα κοστούμια της.

Στο πνεύμα της παράστασης η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή.

24.04.2002, Παπασωτηρίου Ελένη «Δροσιά χωρίς πειραματισμό», www.flash.gr

 

Για το link πατήστε εδώ