Η δωρεά που σφραγίζει

Το «Κτήνος στο φεγγάρι» του Αμερικανού Ρίτσαρντ Καλινόφσκι με τη θεατρική ομάδα Δόλιχος στο «Από Μηχανής Θέατρο»: μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις του θεατρικού χειμώνα θα έλεγα χωρίς δισταγμό η πιο ευχάριστη. Το έργο τυπικά μιλά για το έγκλημα της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους (το γράφουμε καθαρά χωρίς μισόλογα, κι ας έρθουν όσοι έχουν αντίρρηση να μας ζητήσουν τον λόγο), δεν κάνει όμως ιστορία με την κύρια σημασία του όρου. Όποιοι θεατές περιμένουν κάτι τέτοιο, σίγουρα θα απογοητευτούν. Το δράμα του Καλινόφσκι ανοίγεται αντίθετα μέσα στο ρίγος, κάθε φορά που επιχειρούμε να γράψουμε τη δική μας προσωπική ιστορία, μέσα στην ιστορία. Την οποία, σαν τέτοια, δε θα μπορούσαμε ποτέ να γράψουμε. Επειδή βρίσκεται πέρα από τα όρια της γραφής που μας δόθηκε απ’ την ίδια την ιστορία μας, για να τη γράψουμε, μα τούτο είναι σχεδόν αδύνατο. Διότι, πως μπορεί κανείς να γράψει μια ιστορία που είναι συγχρόνως η αιτία και το αποτέλεσμα της γραφής της; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να είναι απλή μα και σύνθετη την ίδια στιγμή στην εφαρμογή της: ένας τρίτος! Δηλαδή πάλι εμείς, με το δανεικό προσωπείο κάθε φορά ενός άλλου. Όταν βέβαια ο σκοπός της αφήγησης είναι να μας οδηγήσει στην αφαίρεση του προσωπείου, στην αποκάλυψη εντέλει του προσώπου του αφηγητή, και δεν εξαντλείται σε περίτεχνες λογοτεχνικές ασκήσεις ύφους. Όπως, ευτυχώς, γίνεται στο έργο του Καλινόφσκι… Αγγίζουμε εδώ δύσκολα ζητήματα της θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως το πρόβλημα του χρόνου αφήγησης και το πρόβλημα του προσώπου του αφηγητή, που δεν έχουμε βέβαια την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα να λύσουμε, αυτή τη στιγμή. Θα πω μόνο τούτο, πως το έργο του Καλινόφσκι είναι βαθιά θεατρικό και βαθύτατο ανθρώπινο, αγαπά τον άνθρωπο μ’ όλες τις αντιφάσεις του και το λέει με κάθε τρόπο, σαν κείμενο και μέσα από τους ρόλους του. Με ζεστή φωνή και με πειθώ. Μας αφορά όλους, Αρμένιους, Έλληνες, Τούρκους όσους αναζητούν την ταυτότητά μας μεσ’ απ’ τον διάλογο με το άλλο μας… Η τουλάχιστον όσους βλέπουμε ακόμη την ιστορία σαν εν δυνάμει λύτρωση κι όχι σαν αιώνια, καθαρτήρια επιστροφή της οδύνης και του φόνου. Δεν έχει δηλαδή καμία σχέση το έργο αυτό με όσα περιθωριακά κείμενα μας φέρνει συχνά ο Ζέφυρος και τα οποία δεν έχουν τίποτα το ουσιώδες να πουν, αναμασώνοντας ύποπτες αμπελοφιλοσοφίες .

Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός είναι άψογη και υποδειγματική, αυτό μόνο μπορώ να πω, σε ρυθμούς, σε ύφος, σε χρώματα, σε τόνους, σε διδασκαλία ρόλων και σε ήθος. Δεν επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το θέμα του έργου, δεν αρκείται στην ηθογράφηση αλλά πηγαίνει το ψάξιμο σε βάθος, στην ίδια τη τραγική ρίζα. το σκηνικό και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου συναντούν την ουσία, χτυπούν στο κέντρο τον στόχο του, η μουσική (Χαϊγκ Γιατζιάν) δίνει το περίγραμμα και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου το βάθος της εικόνας. Η μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου αποτέλεσμα μιας σχέσεις αγάπης με το πρωτότυπο.

Η Ταμίλα Κουλίεβα, αυτή η σημαντική ηθοποιός που μας ήρθε απ’ την πατρίδα της τη Ρωσία, για να γίνει και δική μας, δεν κουβαλά μαζί της μόνο τη σπουδαία παιδεία της χώρα της και την τεχνική μιας μεγάλης σχολής, μα κάτι περισσότερο που δεν μαθαίνεται και που δεν αποκτάται αλλά καλλιεργείται και ανθίζει. Δε μιλώ για την αμφίβολη έννοια του ταλέντου, αλλά για εκείνη την ιδιαίτερη δωρεά που σφραγίζει. Η κυρία Κουλίεβα έχει αναμφίβολα το σπάνιο αυτό δώρο δεν υποκρίνεται μόνο συγκλονιστικά, το δεκαπεντάχρονο κοριτσάκι ή τη γυναίκα που έμεινε δίχως παιδί, χωρίς δηλαδή δικό της κεντρικό χρόνο… Οι μεταμορφώσεις της κυρίας Κουλίεβα έχουν ως άξονα την ίδια την άχρονη ηλικία του ανθρώπου. Δίνει φτερά στον ρόλο σε τόνους χαμηλούς και «βάζει φωτιά» στα λόγια χωρίς να φορτίζει συναισθηματικά τις λέξεις. Όλα όσα είναι να συμβούν συμβαίνουν, αλλά συμβαίνουν πυκνά στην ακροτελεύτια συλλαβή κάθε ατάκας. Συμβαίνουν, γι’ αυτό, κατ’ εξοχήν ως γεγονότα και όχι ως λόγια.

Ο Δημήτρης Τάρλοου την ακολουθεί στον καλύτερό του μέχρι σήμερα ρόλο, λιτός, ουσιώδης και αποφασιστικός, βγάζει πέρα τον ρόλο κρατώντας την ουσία του και απορρίπτοντας κάθε περιττό στοιχείο. Ο Γιάννης Κυριακίδης στο ίδιο κλίμα και με αξιοζήλευτη ακρίβεια εντοπίζει τα μη εμφανή σημεία κλειδιά πάνω από τα οποία πατά σε μια σχεδόν Δωρική προσέγγιση του ρόλου – αφηγητή. Σημειώνω τη στιγμή της σιωπηλής, ανεπαίσθητης αφαίρεσης του προσωπείου και της αποκάλυψης της ταυτότητας σαν μια από τις πιο συγκλονιστικές της όλης παράστασης.
Ο μικρός Γιώργος Φιλίδης σωστά διδαγμένος ‘παίζει’ τον ρόλο του με συνέπεια σωστού επαγγελματία. Βοηθός σκηνοθέτη η Έρι Κυργιά.

07.03.1999, Πολενάκης Λέανδρος «Η δωρεά που σφραγίζει», Η Αυγή

 

Για το link πατήστε εδώ