Ανέβηκε από το “Ηθοποιών Θέατρο” που αποτελείται από ομάδα νέων ηθοποιών αποφοίτων της δραματικής σχολής του Κώστα Καζάκου.
Παρόλο που ο ρομαντισμός ξεκίνησε ως καλλιτεχνικό ρεύμα στον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο πολιτισμό στο τέλος του 18ου αιώνα ως αντίθεση προς τον κλασικισμό, η «Δωδέκατη νύχτα» που γράφτηκε πολύ πιο πριν γύρω στο 1599-1600 θεωρείται από τις πιο ρομαντικές κωμωδίες. Οι ήρωες της κωμωδίας ερωτεύονται “λάθος” πρόσωπα. Το πάθος των ηρώων κορυφώνεται και η μουσικότητα του έργου, η μουσική, ο χορός, ενδυναμώνουν ή κατευνάζουν τα πάθη τους όπως επιθυμεί να μαγέψει τους ήρωες και το κοινό ο συγγραφέας.
Ο Σαίξπηρ στη “Δωδέκατη Νύχτα” μας αποκαλύπτει μέσα από τους ήρωές του ότι ένας κύριος δρόμος για την κατάκτηση της επίγειας ευτυχίας είναι ο έρωτας.
Δεν γεμίζει και αναστατώνει μόνο τις ψυχικές διεργασίες, αλλά θέτει σε εγρήγορση όλους τους πνευματικούς και ενστικτώδεις μηχανισμούς του σώματος.
Σ’ αυτήν την υπαρξιακή αναταραχή βρίσκονται οι βασικοί ήρωες του έργου. Η απίθανη αυτή κωμωδία χαρακτήρων ελκύει την αστεία της υπόσταση περισσότερο από τα πρόσωπα και τα πάθη τους και λιγότερο από την πλοκή και τις καταστάσεις που αυτή δημιουργεί.
Οι μεταμφιέσεις, οι δραματικές συγκρούσεις, οι καταστάσεις, η “μπερδεμένη” πλοκή είναι αφορμή για να αναλύσει ο Σαίξπηρ τον άνθρωπο. Πάντα μέσα από μία ουμανιστική διάθεση σκιαγραφεί τη δύναμη και τις αδυναμίες του, τα ελατώματα και τα προτερήματά του. 0 Σαίξπηρ στα έργα του, είτε κωμωδία, είτε τραγωδία έγραψε, ήθελε τον άνθρωπο ζωντανό. Με ένα πλούσιο και χαρισματικό λόγο που είχε την αίσθηση της εποπτείας των ηρώων, τους τοποθετούσε όλους εκεί που τους αξίζει. Πάντα όμως μέσα από μια καθαρκτήρια ισορροπία, η οποία ειδικά στις κωμωδίες του, επέτρεπε στον εαυτό του να συγχωρεί τους ήρωες και να δείχνει γενναιοδωρία, να τους δικαιολογεί όντας θνητοί όπως κι αυτός αλλά, με αθάνατο έργο, να μας υπενθυμίζει όπως εδώ στη “Δωδέκατη νύχτα” τα μαδριγάλια της ανθρώπινης ψυχής και του πνεύματος.
Η τρέλα του δούκα Ορσίνο προέρχεται από τον έρωτά του για τη κόμισα Ολίβια. Η κόμισα Ολίβια τρελαίνεται από έρωτα για τον απεσταλμένο του δούκα που είναι η Βιόλα μεταμφιεσμένη σε παλληκάρι επειδή αγαπάει το δούκα και έτσι βρίσκει τρόπο να είναι κοντά του. Όλο αυτό το συνοθύλευμα από έρωτες συμπληρώνεται από το τρελό πάθος του Μαλβόλιου υπηρέτη της κόμισας Ολίβια γι’ αυτήν.
Και μέσα σε όλη αυτή την “τρέλα” υπάρχει και ένας “λογικός” τρελός, ο γελωτοποιός της κόμισας. Ο Φέστε, που παραμένει “απείραχτος” παρόλο τα πειράγματα των άλλων και λέει αλήθειες που μόνο λογικές είναι.
“Ή τρέλα, κύριε, γυρίζει παντού στο κόσμο και φωτίζει τα πάντα όπως ο ήλιος”.
Αυτό το έργο επέλεξε να ανεβάσει μια νέα γενιά ηθοποιών, νέα παιδιά που είναι και οι πρώτοι απόφοιτοι της δραματικής σχολής του Κώστα Κοζάκου.
Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Στάθης Λιβαθινός ο οποίος ήταν και καθηγητής τους στη δραματική σχολή.
Ο σκηνοθέτης δημιούργησε μια λιτή παράσταση χωρίς βαριά σκηνικά και κουστούμια και προσπάθησε να μη “φορτώσει” τους ηθοποιούς υποκριτικά με πολύχρωμους χαρακτήρες. 0 κάθε ρόλος έφερε κυρίως τα βασικά χαρακτηριστικά του. 0 τρελός Φέστε, ο ερωτοχτυπημένος Ορσίνο, ο φαντασιόπληκτος Μαλβόλιο. η σεξουαλικά υπέρμετρα παθιασμένη Ολίβια. Μέσα σε αυτή τη σκηνοθετική γραμμή οι ηθοποιοί απέδωσαν συμπαθητικά τους ρόλους τους, και διαφάνηκε το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα νέων ταλαντούχων ηθοποιών που αν δουλέψουν σοβαρά μπορούν να σταθούν άνετα στη θεατρική σκηνή.
Ο Στάθης Γράψας (Ορσίνο) ανέδειξε εύστοχα το άρρωστο πάθος του ήρωα να είναι ερωτευμένος για τον έρωτα περισσότερο και όχι για την Ολίβια.
Η Λίλη Μελεμέ (Ολίβια) δημιούργησε όχι τόσο μια ερωτευμένη ηρωίδα, αλλά μια σεξουαλικά παθιασμένη με το αντικείμενο του πόθου της ήρωα, και φυσικά στο πλαίσιο της σκηνοθετικής γραμμής αφού δεν είναι δική της επιλογή, απέδωσε σωστά το ρόλο της.
Η Μαρία Παπαστεφανάκη στο συμπαθητικό ρόλο της “Βιόλας” έφτιαξε μια συμπαθέστατη ηρωίδα με σκηνική παρουσία και μέτρο στα εκφραστικά της μέσα. Γεμάτος από πάθος ο “Μαλβόλιο” του Βασίλη Ανδρέου και “τρελός”, ο τρελός Φέστε του Παναγιώτη Μπουγιάρη. Ρεαλιστικοί και φυσικοί οι: Σοφία Ιωαννίδη, ο Γιώργος Δάμπασης και ο Δημήτρης Μυλωνάς. Ρομαντικά, ζωντανά ακούσματα από την μουσική του Βασίλη Πουλάκου. Λιτό το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου με φόντο ένα μεγάλο πίνακα που θύμιζε οθόνη κινηματογράφου. Ένα από τα πιο ωραία χρονικά σημεία της παράστασης ήταν η μουσική και το τραγούδι που τραγούδησε όλη η θεατρική ομάδα, στο διάλειμμα, λίγο πριν από την έναρξη του Β’ μέρους στην αίθουσα αναμονής.
Η ομάδα των νέων αυτών ηθοποιών δημιούργησε μια χαριτωμένη παράσταση και το ευχάριστο είναι οι δυνατότητες που φαίνεται ότι διαθέτουν για μελλοντικές δουλειές που πιστεύω να είναι ακόμα καλύτερες. […]
20.10.1999, Μαυράκης Ανδρέας «Δωδέκατη νύχτα…», Αθηναϊκή
Για το link πατήστε εδώ