Διδακτική προσέγγιση της σκοτεινής ύλης του Ομήρου

«Ιλιάδα», Φεστιβάλ Αθηνών

Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού είναι «καλή», αξιοπρεπής και «καλοδουλεμένη». Τότε γιατί νιώθουμε πως με τέτοιες επιτυχίες το θέατρό μας μένει στάσιμο, αν δεν γυρίζει κιόλας πίσω; «Ανεπαισθήτως»; Ότι τα ίδια έχουν ιδωθεί με άλλες αφορμές, άλλων αφηγημάτων, από τον Παπαδιαμάντη έως τον Κορνάρο;

Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν είναι η πρώτη φορά που η «Ιλιάδα» παρουσιάζεται ακέραια στο θέατρό μας. Έχει προηγηθεί πριν από τρία χρόνια η παρουσίασή της από το Εθνικό, πάλι στη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, στη μορφή ενός σκηνικού επιχειρήματος που περιελάμβανε την απαγγελία σε συνέχειες όλων των ραψωδιών από μια ομάδα εξαιρετικών ερμηνευτριών. Θα παρατηρήσετε ίσως πως εκεί δεν είχαμε την αυθεντικά θεατρική εκδοχή της – ουσιαστικά δεν είχαμε την παρουσίαση της με τη μορφή της δραματουργικής διασκευής. Ωστόσο ήταν εκείνη η εκδοχή που έφτανε εγγύτερα στη ρίζα του ομηρικού έπους. Εκεί μπορούσαμε να μιλούμε για αφηγηματική παρουσίαση της ιστορίας με τον τρόπο ενός ερμηνευτή, που χειρίζεται όλα τα μέσα έκφρασης για να ζητήσει την από κοινού διάβασή μας στο θέατρο του νου και της φαντασίας.

Παράσταση σε τέσσερις ενότητες

Η ουσιαστική όμως διαφορά μεταξύ των δύο εκδοχών βρίσκεται αλλού: στην τότε «Ιλιάδα» μπορούσαμε να ακουμπήσουμε το κείμενο χωρίς την παρέμβαση εσωτερικών αναγκών του θεάτρου, που μοιραία βαραίνουν πολύ την εκδοχή του Στάθη Λιβαθινού. Για να πείσει το θέατρο για τη σημασία της παρέμβασής του σε αυτή την περίπτωση ζητά ένα εσωτερικό κίνητρο, μια οργανική ενότητα μερών και συνόλου, ζητά την κλιμάκωση της έντασης και κάποιους στόχους που το έπος, με όλες τις αρετές του, δεν μπορεί να προσφέρει. Γι’ αυτό άλλωστε ολόκληρη η σκευή, που ο σκηνοθέτης εφαρμόζει στην παράστασή του, παρά την ποιότητα και τη δουλειά που προϋποθέτει (όπως άλλωστε όλες οι δουλειές του) δεν μπορεί να πείσει για περισσότερο από δύο ενότητες, από τις συνολικά τέσσερις στις οποίες χωρίζεται η παράσταση. Όσο κι αν μας γοητεύει, είναι φανερό πως μετά την τρίτη ή τέταρτη ενότητα αδυνατεί να στηρίξει πια τις επικές ανακυκλώσεις, τις επαναλήψεις και εκτάσεις του κειμένου.

Ο Λιβαθινός δεν είναι διόλου άγνωρος του όλου προβλήματος. Το ζήτημα θεωρητικά βρίσκεται στη διαμόρφωση εκ μέρους του ενός «αφηγηματικού θεάτρου», ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Ωστόσο, παρά τις εξαγγελίες, στην πράξη ο σκηνοθέτης είναι φανερό ότι νιώθει να οφείλει στο κοινό του έναν εσωτερικό στόχο, ικανό να δώσει στο εγχείρημα την αναγκαιότητά του. Θεωρεί λοιπόν ότι το έπος του Ομήρου μπορεί να διασταυρωθεί με τη δική μας σύγχρονη εμπειρία του πολέμου και της καταστροφής, ακόμα και με τη δική μας κριτική του πολέμου. Δεν είναι ιδέα από μόνη της κακή, είναι όμως στενή για να χωρέσει το έπος. Είναι παλαιομοδίτικη. Κι ακόμα χειρότερα είναι αφόρητα διδακτική, μεροληπτικά διδακτική μάλιστα, καθώς επικαλείται τη διάθεσή μας να αποκηρύξουμε και κάτι που με τόση χαρά, άγριο ενθουσιασμό, άηθες και αχαρακτήριστο μένος αποδέχεται το ίδιο το αρχαίο κείμενο.

Το πράγμα, αν το καλοσκεφτούμε, δεν διαφέρει ουσιαστικά από την παλιότερη σχολική εκδοχή, πάλι του Εθνικού, του ίδιου έπους από την Κάρμεν Ρουγγέρη. Είναι τα μέσα εδώ που διαφέρουν. Στη σκηνή της Πειραιώς, το πράγμα γέρνει προς την εμφυλιακή όψη, με αμπέχονα, τη γνωστή κούραση του στρατιώτη και την ελαφριά ειρωνεία του απέναντι στο κλέος των αρχηγών, σε μια «πραγματικότητα» αντιστικτική του ομηρικού μεγέθους.

Ας παραμερίσω προς στιγμήν το παλιό κυνικό επιχείρημα σχετικά με την αλεπού και τα κρεμαστάρια ως προς την ικανότητα κάποιων ηθοποιών της ομάδας να παραστήσουν ένα μέρος έστω από το ομηρικό μέγεθος ηρώων και θεών (με όλη την εντρύφησή τους στις πολεμικές τέχνες, με δάσκαλο μάλιστα εξ Ανατολών). Ας δεχτούμε ότι σκοπός μας εδώ δεν είναι η μίμηση πράξεως, αλλά η «αφηγηματικότητα» (αν και η ίδια η παράσταση διαθέτει πολλά άλλα που στηρίζονται στη «μίμηση»). Το πρόβλημα είναι πως οι ήρωες της Ιλιάδας δεν ανήκουν στη δική μας προβληματική περί ήθους, χαρακτήρα, προσώπου και ευθυνών. Μπορεί να προλογίζουν ανάλογες διατυπώσεις, μπορεί να αποτελούν το δοχείο που θα χυθεί αργότερα η προβληματική αυτή (πρώτα με τη μορφή του τραγικού λόγου), διαθέτουν ωστόσο μια απροσδιόριστη σκοτεινή ύλη. Σε αυτό το σκότος βρίσκεται και το λάμπος. Μια άγρια χαρά πολέμου, ανάμεικτη με εικόνες λατρείας της ζωής, ένα πανθεϊστικό ανθρωπόμορφο αλλά και ανεύθυνο σύμπαν, μια αφήγηση που δεν έχει κέντρο τον άνθρωπο, όπως τον εννοούμε σήμερα, αλλά το ρυθμό, τον εσωτερικό παλμό, τη ζωτική ορμή και τις κρυφές φοβίες του.

Πόσα από αυτά ισχύουν και πόσα μπορούν να δειχθούν σε μια παράσταση; Ένα ανέβασμα της «Ιλιάδας» δεν είναι απλή δραματουργική πρόκληση, αλλά πρόκληση σε όλους τους τομείς της τέχνης: στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο, στην όψη όσο και την ερμηνεία. Ή τουλάχιστον θα αποτελούσε ευτύχημα να είναι. Τότε θα μιλούσαμε ίσως για μια λαμπρή αποτυχία (αφού θα ήταν μάλλον πιθανόν ο σκηνοθέτης να φάει το μούτρα του αντιμέτωπος με τόσα πολλά…). Τώρα, αντίθετα, μιλούμε για μια déjà vu επιτυχία! Που, αν την αναλύσουμε, δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από μια πρόσθεση της μετάφρασης του Μαρωνίτη (η οποία δίνει στην παράσταση ένα άγριο νατουραλιστικό έδαφος), τη μελετημένη δραματουργική διασκευή (που κάνει τις τέσσερις χρονικές ενότητες του έπους να μοιάζουν με πράξεις), μαζί με κάποιες έξυπνες σκηνικές λύσεις (ιδίως στις στιγμές των μονομαχιών).

Γνώριμο παιχνίδι

Πουθενά δεν διακρίνουμε τη διάθεση για πειραματισμό που ο ίδιος ο σκηνοθέτης εξήγγειλε. Πουθενά δεν βλέπουμε την άποψή του για το αφηγηματικό θέατρο. Πουθενά δεν ξεχωρίζουμε την πάλη του με την έννοια του «ραψωδού», που εδώ συγχέεται με την έννοια της χορικότητας και εκβάλλει (συνειδητά ή από συνήθεια;) στην εικόνα του τραγικού χορού. Όλα κινούνται στο γνώριμο ύφος του θεατρικού παιχνιδιού, που έχει καθιερώσει τον Λιθαθινό τόσα χρόνια, της δεμένης και ετοιμοπόλεμης ομάδας του, των άξιων ηθοποιών, της «ποίησης» του χειροποίητου θεάτρου που θυμίζει Μνουσκίν. Το χειρότερο τέλος πάντων είναι πως όλοι νιώθουμε ότι κάπου τα ίδια έχουν ιδωθεί με άλλες αφορμές, άλλων αφηγημάτων, από τον Παπαδιαμάντη έως τον Κορνάρο.

Ακόμα και αν ξεπεράσουμε τα ιδιαίτερα τεχνικά ζητήματα, όπως το κομφούζιο θεών και ηρώων στη σκηνή και τη μίζερη αποκλιμάκωση των πρώτων στο ύψος των δευτέρων, που και αυτό κατεβαίνει με τη σειρά του στο πάτωμα, ακόμα και αν λησμονήσουμε το ατυχές καβαφικό επιμύθιο της παράστασης –που δείχνει το αδιέξοδο της όλης οπτικής-, μένουμε στο τέλος, εκτός από το βάρος της ανίας, με κάτι στα χέρια που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε. Είναι μια «καλή παράσταση», όπως πάντα. Μια αξιοπρεπής και «καλοδουλεμένη πρόταση», όπως πάντα. Και είναι η «Ιλιάδα»! Που είναι πάλι «δική μας»! Τότε γιατί νιώθουμε πως με τέτοιες επιτυχίες το θέατρό μας μένει στάσιμο, αν δεν γυρίζει κιόλας πίσω; «Ανεπαισθήτως»;

10.06.2013, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Διδακτική προσέγγιση της σκοτεινής ύλης του Ομήρου», Η Εφημερίδα των Συντακτών

 

Για το link πατήστε εδώ