Η παράσταση με την οποία ασχολείται σήμερα η στήλη έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της. Δυστυχώς η πληθώρα των παραστάσεων υποχρεώνει ενίοτε την κριτική να καταθέτει την άποψή της – για λόγους υπεράνω της θελήσεώς της – καθυστερημένα.
Η θεατρική ομάδα «Σμίλη» παρουσίασε το έργο του Μαριβό «Το νησί των σκλάβων». Η δραματουργία του Μαριβό αντιπροσωπεύει το θεατρικό απόγειο του γαλλικού μπαρόκ στην απόληξή του, το ροκοκό, όπως αυτό αποτύπωσε αισθητικά την όψιμη φάση παρακμής της γαλλικής κοινωνίας στην εποχή της «ελέω Θεού» μοναρχίας και της υπονόμευσής της από τον ρωμαλέο Διαφωτισμό. Η δημοφιλία του Μαριβό στην εποχή του και η «επανακάλυψη» του στον αιώνα μας στο πλαίσιο των αναζητήσεων της «θεατρικότητας», ισχυροποιούν τη θέση του στην ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι επαρκές ερέθισμα για μια σύγχρονη παράσταση, ούτε ικανός λόγος επιτυχίας του αποτελέσματος. Ο Στάθης Λιβαθινός, που εκλήθη να φέρει σκηνοθετικά εις πέρας το εγχείρημα της «Σμίλης» φάνηκε να το γνωρίζει καλά. Ούτως ή άλλως, πρόκειται, με δείγμα τις προηγούμενες δουλειές του, για έναν από τους σημαντικούς νέους σκηνοθέτες μας, που αξιοποιώντας ουσιαστικά τις σπουδές του στη Ρωσία συνήθως για τα ουσιώδη της θεατρικής μορφής και της σκηνικής πράξης και αποφεύγει επιμελώς τους ηχηρούς – και συνήθως κενούς περιεχομένου – εξωτερικούς εντυπωσιασμούς.
Ο Λιβαθινός στην εν λόγω παράσταση προσπάθησε να εξερευνήσει την «ψίχα» του Μαριβό, όχι ακολουθώντας το καθιερωμένο στιλιζάρισμα που υπαγορεύει το ύφος της δραματουργίας του, αλλά προβάλλοντας στο έργο ένα απόσταγμα «πραγματικότητας» (προς Θεού, δεν εννοώ ούτε κατά διάνοια «ρεαλισμού»), το οποίο δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορεί να γίνει ανεκτό από τα όρια που θέτει η γραφή του. Η δραματουργία του Μαριβό αποθεώνει το παίγνιον της σοφιστικής ρητορείας και κοσμεί τον πυρήνα των θεμάτων της με λαμπερή συμπυκνωμένη ύλη, προερχόμενη, όχι από τον βυθό, αλλά από τον αφρό τους, δημιουργώντας άρτιες ουτοπικές κατασκευές από τις οποίες απουσιάζει η πραγματική πίκρα του σπαρασσόμενου ανθρώπου, του καταδικασμένου να ποθεί τον «ου-τόπο» ως θεραπεία του εν κοινωνία πόνου.
Το «Νησί των σκλάβων» είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα: η ανταλλαγή ρόλων μεταξύ κυρίων και υπηρετών στην ανύπαρκτη νήσο όπου κυριαρχούν οι σκλάβοι είναι στην πραγματικότητα ανταλλαγή θέσεων θεατρικών τύπων, τόσο δισδιάστατων, ώστε αυτά που λένε – και λένε πολλά – να συνιστούν την ύπαρξή τους πολύ περισσότερο από αυτά που κάνουν. Η σκηνοθετική ματιά του Λιβαθινού φαινόταν μάλλον να ταλαιπωρείται από όλη αυτή την κομψή φλυαρία. Αγωνιούσε να φτάσει πίσω, στο βάθος των σχέσεων, επεδίωκε να τις νοηματοδοτήσει και να τις αποτυπώσει σκηνικά. Φοβούμαι πως η παράσταση απέτυχε, πρώτα απ’ όλα, γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι υπάρχει ένα «πίσω». Τα κοινωνικής καταγωγής gestus που χρησιμοποιήθηκαν διαφωνούσαν με τους ήρωες του Μαριβό, που δεν ανάγουν την ύπαρξή τους παρά στο θεατρικό τυπολόγιο. Στην πραγματικότητα είναι η τελική του συμπερίληψη. Ο λόγος του είναι όχημα ικανό να αντέχει τη σημαίνουσα χειρονομία της ιστορίας του ευρωπαϊκού θεάτρου, όχι της πολιτικοκοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης. Έτσι, πέρα από συγκεκριμένες στιγμές, στις οποίες η σκηνοθετική σύλληψη διαμόρφωνε κάποιο ενδιαφέρον στην αυτονομία του – και ερήμην του Μαριβό – δρώμενο (π.χ. η δια των ενδυμάτων ανταλλαγή ρόλων Ιφικράτη – Αρλεκίνου), το σύνολο ήταν ένα συνεχές αμήχανο κονταροχτύπημα, που άφηνε να διαφαίνονται οι ραφές και οι ασυμφωνίες του. Βέβαια, αντιλαμβάνομαι το ερέθισμα της δοκιμασίας, μιας φόρμας με μέσα που της είναι ξένα, ως ένα ενδιαφέρον πείραμα των αντοχών της, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Μόνο που για τέτοιο εργαστήριο ο κ. Λιβαθινός έπρεπε να έχει ηθοποιούς ασκημένους, τόσο στο υφολογικό ιδίωμα του Μαριβό όσο και στον θεατρικό κώδικα που ο ίδιος κατέχει και χρησιμοποίησε. Λυπάμαι, αλλά οι νεαροί και πιθανόν φιλότιμοι ηθοποιοί της «Σμίλης» (Τ. Γιαννόπουλος, Κ. Δαμάκης, Α. Πελεκάνος, Σ. Νικολαϊδου, Σ. Λιάκου) εμφανώς δεν είναι τέτοια όργανα ακριβείας.
Η μετάφραση της κ. Σαμαρά έτεινε προς τον Μαριβό και απομακρυνόταν από το πείραμα, ενώ η μουσική (Π. Ανδριτσάκης) και η «όψις» (Ντ. Βαχλιώτη), μάλλον υπηρέτησαν την ασυμφωνία.
04.11.1998, Ανδριανού Έλσα «Διαζύγιο λόγω ασυμφωνίας», Ακρόπολις