Διάψευση προσδοκιών…

«Βασιλιάς Λιρ» του Σαίξπηρ με τον Κώστα Καζάκο

Ορισμένες παραστάσεις γίνονται – πριν καν εμφανιστούν μπροστά στο κοινό – αντικείμενο πολλών συζητήσεων, προκαλούν το ενδιαφέρον όχι μόνο του μεγάλου κοινού μα και των «ειδικών» και, γενικά, αναγορεύονται πρωθύστερα σε «θεατρικό γεγονός». Πράγμα που προσφέρει βέβαια «διαφημιστικό κέρδος», αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο πολλαπλασιασμού της απογοήτευσης των θεατών (με όλα τα επακόλουθα της), εφόσον το αποτέλεσμα δεν είναι πραγματικά ισάξιο των προσδοκιών τους.

Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει και με την παράσταση του «Βασιλιά Λιρ» του Σαίξπηρ, που, μετά από το Ηρώδειο (την περασμένη εβδομάδα), ετοιμάζεται να «οργώσει» την Αττική (μα – σχεδόν – και όλη την υπόλοιπη Ελλάδα) το υπόλοιπο καλοκαίρι. Αφού, εν τέλει, οι ελπίδες για μια πραγματικά σημαντική κι ενδιαφέρουσα παράσταση αποδεικνύονται μάταιες ή – έστω – κατώτερες απ’ όσες είχε γεννήσει η εξαγγελία του όλου ανεβάσματος του μεγάλου έργου.

Αποδεικνύεται απογοητευτικός, λοιπόν, αυτός ο «Λιρ», με προβλήματα που αφορούν σε ολόκληρο το στήσιμο του, απ’ αρχής μέχρι τέλους, αλλά και πλήθος επιμέρους στοιχείων του. Έτσι, δεν είναι σαφής, για παράδειγμα, η σκηνοθετική σύλληψη (του Λεωνίδα Τριβιζά), παρότι ορισμένα σημεία του θεάματος επιτρέπουν ίσως σε κάποιους να «φανταστούν» πώς θα ήθελε να προσεγγίσει το έργο αυτή η παράσταση. (Όπως η «σκληροτράχηλη» σχεδίαση ορισμένων βασικών ρόλων ή η αφαιρετική κατάθεση των δρώμενων). Σημείων, όμως, που αυτοαναιρούνται συνήθως είτε από παράπλευρα συστατικά του θεάματος (τα «γλυκερά» κοστούμια, λόγου χάρη, του Νίκου Πετρόπουλου, τα οποία «τινάζουν στον αέρα» ακόμη και το σκηνικό του ίδιου ή την «εγωκεντρική» μουσική των Ανδρέα Συμβατόπουλου και Νίκου Τουλιάτου, που «συναυλιεί» μάλλον παρά υποστηρίζει την παράσταση), είτε από τους ίδιους τους ηθοποιούς αυτού του μάλλον «αλλοπρόσαλλου» θιάσου.

Στην ερμηνευτική απόδοση των ηθοποιών, άλλωστε, δείχνει να βρίσκεται και το μεγαλύτερο «έλλειμμα». Αρχίζοντας από τον ίδιο τον Κώστα Καζάκο, που υποδύεται τον ομώνυμο ήρωα, με τραγικό μέγεθος, αλλά όχι και το αναγκαίο βάθος επιδεξιότητας, ώστε να απεικονίσει δημιουργικά το πέρασμα από την αυτάρεσκη, αυταρχική άσκηση της εξουσίας στην τρέλα, μόλις χαθούν τα λειτουργικά ερείσματα της πρώτης. Και συνεχίζεται με τους περισσότερους άλλους – αξιόλογους στην πλειοψηφία τους – ηθοποιούς, που άλλοτε καταλήγοντας στο υπερπαίξιμο αντί για την αδρότητα (Στ. Λιβαθινός, Κ. Κωνσταντόπουλος, Γ. Νταλιάνης, Κ Ζαχάρωφ κ.ά.) κι άλλοτε αστοχώντας εξ αρχής στη διαμόρφωση του ρόλου τους (Φιλαρέτη Κομνηνου, Μελίνα Μποτέλλη, Αντ. Αλεξίου κ.ά., αλλά και ο Κωνσταντίνος Καζάκος, που αποδεικνύεται τουλάχιστον ανώριμος ακόμη να υπηρετήσει σημαντικούς κλασικούς ρόλους), προδίδουν εν τελεί ολοκληρωτικά το σαιξπηρικό αριστούργημα.

Έτσι, απομένει μόνο η σταθερή παρουσία του Γιώργου Κέντρου και η τρυφερή ποιότητα της Λυδίας Φωτοπούλου για να διασώσουν κάτι στα πιο συμβατικά μέρη της παράστασης. Και η υπέρβαση του Πέτρου Φιλιππίδη (που «ξεχνώντας» τις τηλεοπτικές φθήνιες του, καταθέτει με υψηλή ποιότητας ερμηνεία έναν «τρελό» σημαδεμένο «από το χέρι του Θεού»), για να δώσει μια αίσθηση θεατρικής μαγείας – και μαζί μια ιδέα για το πού θα μπορούμε να έχει φθάσει η σκηνοθετική αντίληψη του «Λιρ».

Αυτές οι προσφορές, όμως, δεν είναι με κανέναν τρόπο αρκετές να διασώσουν την – τελικά ανιαρή – παράσταση. (Όμοια, καθώς, άλλωστε, δεν είναι αρκετή η συγκροτημένη – πεζή -μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, για να προβάλει μαζί με το έργο ΚΑΙ τον ποιητή του). Με αποτέλεσμα, φυσιολογικά πια, την απογοήτευση των θεατών. Η οποία, βέβαια, δεν γεννάει την τρέλα, όπως συμβαίνει με τη διάψευση των προσδοκιών του ήρωα, αλλά σίγουρα προκαλεί την ψυχρότητα – αν όχι και τη διάθεση «αντίδρασής» τους…

29.07.1996, Παγκουρέλης Βάιος «Διάψευση προσδοκιών», Ελεύθερος Τύπος

 

Για το link πατήστε εδώ