Η διαλεκτική της Φόνισσας

«Η Φόνισσα» Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

Από την παλιά εκείνη επιτυχία της «Φόνισσας» του Σωτήρη Χατζάκη και της Λυδίας Κονιόρδου στα 1998, μέχρι την τελευταία στην Οδό Κεφαλληνίας με την Μπέττυ Αρβανίτη στο ρόλο της Φραγκογιαννούς, έχει κυλήσει νερό στο αυλάκι του θεάτρου μας. Το πρόσφατο μάλιστα ανέβασμα στη Στέγη του Ωνασείου των «Εμπόρων των Εθνών» από τον Θόδωρο Αμπαζή έδειξε ότι τα πράγματα έχουν ριζικά αλλάξει. Το θέατρό μας αναζητεί πια στον κοσμοκαλόγερο των γραμμάτων μας όχι την ηθογραφική του συστολή, τη λογιοσύνη ή την «αγιοσύνη» του, αλλά μια αμφίδρομη συνεύρεση, στην οποία ο Παπαδιαμάντης αντί να προσχωρεί στη σκηνή, όπως παλιά με το επιχείρημα της διασκευής, το βοηθάει να ανακαλύψει τρόπους, τεχνικές και νοήματα ικανά να μεταδώσουν τον πολύσημο χαρακτήρα του.

Αυτό είναι νομίζω και το κέντρο βάρους της απόπειρας στην οδό Κεφαλληνίας. Η πρόταση του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού όφειλε να αντιπαραβληθεί με το κείμενο, με την παλιότερη κατάθεση του ίδιου (στη «Νοσταλγό») και ακόμα με όλο το πλήθος των νεότερων μεταφορών του πεζογράφου μας. Η διδασκαλία του δεν αφορά μια ακόμη απόδοση της «Φόνισσας», όσο την ίδια την εξέλιξη του ελληνικού σκηνικού λόγου τα τελευταία χρόνια. Αποδεικνύει πως το τελευταίο είναι σε θέση πια να συμπεριλάβει μαζί με το φανερό και πλάγιο δραματικό στοιχείο του λογοτέχνη, τον αφηγηματικό, επικό και διαλεκτικό νου του.

Αυτό παλιότερα, όπως στη διασκευή του 1998, γινόταν με την τεχνική τού αφηγητή. Τυπικό εύρημα του αμερικανικού κυρίως μοντερνισμού, με τις πολλές αρετές και τα ακόμα περισσότερα βάρη μιας παρείσακτα μυθιστορηματικής παρουσίας στα δρώμενα. Εδώ όμως ο αφηγητής καταργείται. Διαλύεται, μάλλον, στη συλλογική έκφραση της μεταδραματικότητας: Αυτό που βλέπουμε στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας είναι η απόπειρα ανεβάσματος του έργου από μια ομάδα ηθοποιών, σε ένα εργαστηριακό πεδίο διάστικτο από θεωρητικές παρεμβάσεις, αναλύσεις, πληροφορίες και διευκρινίσεις. Κάτι σαν να ενσωματώνεις το πρόγραμμα της παράστασης στην ίδια την παράσταση.

Ωραία πράγματα. Και κάπως ψυχρά. Αν κάποιος στάθμευε εδώ θα είχαμε στην καλύτερη περίπτωση ένα ανιμασιόν με μπόλικη νεωτεριστική οίηση και λίγη ψυχή. Το παιχνίδι ωστόσο για τον Λιβαθινό ξεκινά από εδώ, από την εργαστηριακή ανάλυση και την «ερμηνεία» της «Φόνισσας» -ερμηνεία όχι μόνο κοινωνιολογική ή φεμινιστική, αλλά και θεατρολογική και λογοτεχνική. Από εδώ και έπειτα απλώνεται η άβυσσός της. Καθώς βλέπουμε την εγκλωβισμένη μέσα σε ένα χαντάκι άμμου Φόνισσα της Μπέττυς Αρβανίτη να απολογείται και να αναβιώνει το έγκλημά της πριν τελικά χαθεί σε μια αβέβαιη ανάληψη, νιώθουμε ότι παρακολουθούμε κάτι περισσότερο από το άγχος της «ερμηνείας» της. Πρόκειται για την αγωνία εξιλασμού της. Μια παράξενη αίσθηση ότι βρισκόμαστε μάρτυρες στον εξορκισμό μιας αιώνια δαιμονισμένης.

Είναι γεγονός ότι η Φραγκογιαννού καταλαμβάνεται από τον οίστρο του θανάτου, από τη σκοτεινή θέληση να επέμβει στον κόσμο και να ενεργήσει πάνω του. Σε αυτή την κατάληψη της επιθυμίας που την κατέχει, οι όποιες ευλογοφανείς ερμηνείες έρχονται εκ των υστέρων και μοιάζουν με πρόδηλες δικαιολογίες. Μόνο ελάχιστοι συγγραφείς κάποτε, ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ, ο Ντοστογιέφσκι, μπόρεσαν να αποδώσουν τη φύση του Κακού με αυτό τον τρόπο, σαν μια αδιάλυτη και ερεβώδη δύναμη, ικανή να ανακαλύπτει εξόδους στα ανθρώπινα επιχειρήματα.

Μετά από αυτά δεν χρειάζεται να τονίσω την ιδιαιτερότητα και τη σημασία της παράστασης. Θαυμάσιοι οι ηθοποιοί της, χαρακτηρολογούν στα αφηγηματικά μέρη και προσωποποιούν τις περιγραφές της. Η Τζίνη Παπαδοπούλου, η Λίλη Μελεμέ, η Λουκία Μιχαλοπούλου, ο Παναγιώτης Παναγόπουλος και ο Χάρης Χαραλάμπους τοποθετούν τον εαυτό τους όχι πέραν του έργου, αλλά ενώπιόν του, διατηρώντας το δικαίωμα της αυτοτελούς προσωπικότητας.

Στο μέσον της σκηνής η Μπέττυ Αρβανίτη -ίσως στην πιο δυνατή στιγμή της πρόσφατης καριέρας της- κουβαλά τα ράκη της μαρτυρικής Φραγκογιαννούς (το κοστούμι της Ελένης Μανωλοπούλου με τις πολλές τσέπες παραπέμπει εννοιολογικά σε ράσο, αλλά και σε αμπέχονο στρατευμένης). Το σημαντικό: Η παρουσία της δίνει στο πρόσωπο του Παπαδιαμάντη την υφή ενός πλάσματος που ξεστράτισε στο δικό μας κόσμο και του οποίου η ηθική κρίση ανήκει στη δικαιοδοσία μιας μελλοντικής ανθρωπότητας. Κρατούμε αυτή την παρουσία σαν σπάνιο κτέρισμα.

Για το τέλος, μια καθ’ όλα πεζή μα διόλου ασήμαντη παρατήρηση. Η διδασκαλία του έργου αδικεί όσους θεατές κάθονται απέναντι από μια συγκεκριμένη πλευρά της κυκλικής σκηνής. Τους έχει καταδικάσει να βλέπουν ελάχιστα από την ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Ας το λάβει αυτό υπόψη της η ταξιθεσία, τουλάχιστον στη (μάλλον απίθανη) περίπτωση που το θέατρο δεν θα είναι πλήρες.

10.12.2011, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Η διαλεκτική της Φόνισσας», Ελευθεροτυπία

 

Για το link πατήστε εδώ