Δεν μυρίζει κήπο, μυρίζει θέατρο

«Βυσσινόκηπος» – Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

Άδικο είχα να περιμένω πολλά; Γεμάτος προσδοκίες για την πρώτη σκηνοθετική συνάντηση του Στάθη Λιβαθινού με τον Τσέχοφ (αυτονόητη συνάντηση που άργησε χρόνια), έσπευσα από τους πρώτους στη νέα παραγωγή της Οδού Κεφαλληνίας.

Ίσως αυτή η προσμονή, μαζί με την ανυπομονησία μου να δω μια παραγωγή που δεν έχει βρει ακόμα τον βηματισμό της, ευθύνονται για ένα μέρος της τελικής μου απογοήτευσης. Δεν λείπουν ούτε οι καλές προθέσεις ούτε οι καλές στιγμές στον «Βυσσινόκηπο» της Κεφαλληνίας. Και έχει για σταθερό στήριγμα τη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη. Είναι όμως απολογιστικά μια παράσταση κατώτερη των προσδοκιών, μια χαμένη ευκαιρία για το θέατρό μας.

Δεν χρειάζεται παρά να δούμε μία από τις πρώτες σκηνές της παράστασης για να κατανοήσουμε την οπτική στην οποία ο Λιβαθινός στήριξε τη διδασκαλία του: Η Αντρέγεβνα και πίσω της μια ολόκληρη κουστωδία αστόχαστων κεφάτων ακολούθων (θίασος στον οποίο συμμετέχουν κάποια στιγμή άπαντες: τόσο δυνατή είναι η γοητεία αυτής της τάξης ανθρώπων, η έξις της παρουσίας της), επιστρέφει στο παιδικό της δωμάτιο με τα μάτια κλειστά. Εκεί τραβάει το μαντίλι και βλέπει, βλέπει πως μόνο εκεί μπορεί να ζήσει αληθινά. Ίσως τελικά υπάρχει στην Αντρέγεβνα και σε όλους τους κατοίκους αυτού του μακαριστού, παλιού κόσμου η χαμένη σοφία (και αξιοπρέπεια) μιας τάξης που δεν μεταλλάσσεται ή προσαρμόζεται, αλλά ζει και εξαφανίζεται ως ξεχωριστό είδος. Ο παράξενος λυγμός που ακούγεται κάποια στιγμή στον ουρανό του Βυσσινόκηπου είναι ο επιθανάτιος ρόγχος αυτού του είδους.

Ο Λιβαθινός ήθελε να μεταδώσει την αίσθηση ενός κόσμου που οδηγείται στην εξαφάνιση, με πλήρη επίγνωση του γεγονότος και πλήρη αδιαφορία. Ο κόσμος του «Βυσσινόκηπου» είναι ένας κόσμος που έχει συνηθίσει να επιβιώνει χωρίς μάχη. Ένας κόσμος γεμάτος ελαφράδα και χάρη, ρητορεία και παιχνίδι, βυθισμένος σε μια γη που δεν έχει κερδηθεί με αγώνα αλλά σαν κληροδότημα. Γι’ αυτό οι άνθρωποι του κόσμου αυτού έχουν απολέσει λόγω κοινωνικού δαρβινισμού τα αμυντικά τους όπλα, κείτονται στην αδράνεια μιας ελέω Θεού σιγουριάς, που στο τέλος του 19ου αιώνα φαντάζει πια εκτός τόπου και χρόνου, που αν τη δεις από μακριά κάποιες στιγμές μοιάζει κωμική, άλλες σχεδόν ενοχλητική.

Πρόκειται για μια σημαντική εναρκτήρια παρατήρηση πάνω στον «Βυσσινόκηπο». Η ίδια η παράσταση ωστόσο έχει να αντιμετωπίσει πριν από όλα τον στενό χώρο της Οδού Κεφαλληνίας, χώρο δεσμευτικό για έργο που οφείλει να θυμίζει διαρκώς το ανοικτό παράθυρο προς την παιδική αθωότητα. Φιλότιμες οι προσπάθειες της Ελένης Μανωλοπούλου να στρέψει τη σκηνογραφία προς ένα πιραντελικού τύπου ιλουζιονισμό, βάζοντας μια αυλαία θεάτρου να αιωρείται στο ταβάνι σαν υπενθύμιση της φύσης των τσεχοφικών πλασμάτων. Εντούτοις το έργο χάνει κάτι από την πρώτη του αίσθηση. Ο χώρος δεν μυρίζει πια κήπο, μυρίζει θέατρο.

Ο δεύτερος αρνητικός παράγοντας έχει να κάνει με τους ηθοποιούς. Για τον Λιβαθινό ο ρεαλισμός στον Τσέχοφ του 21ου αιώνα αφορά την έρευνα για μια κατάσταση «κριτικής συμπάθειας», για μια στάση ούτε πολύ κοντά ούτε πολύ μακριά από το δράμα των προσώπων. Σε αυτό πρέπει να οφείλεται η διανομή του έργου σε κόντρα ρόλους (με πιο περίεργη βέβαια επιλογή εκείνη της Σαρλότα). Ωστόσο, αυτό που θα μπορούσε να ολοκληρωθεί σε μια πειραματική σκηνή ενός κρατικού θεάτρου, στην Οδό Κεφαλληνίας μένει ανικανοποίητο. Η Μπέττυ Αρβανίτη δυσκολεύεται να ακολουθήσει την ελαφράδα της Αντρέγεβνα. Και ο Γιάννης Φέρτης μεταφέρει μαζί με την ευγένειά του κάτι βαρύ, που ακινητοποιεί τον ρόλο του Γκάγεφ. Από εκεί και πέρα ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος ασφαλώς και δεν πείθει για «χωριάτης» Λοπάχιν, όπως δεν πείθει η Τζίνη Παπαδοπούλου στον ρόλο της «καλόγριας» Βάρια. Γενικά οι νεότεροι ηθοποιοί ανήκουν σε μιαν άλλη παράσταση, άλλης προοπτικής.

24.12.2009, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Δεν μυρίζει κήπο, μυρίζει θέατρο», Ελευθεροτυπία

 

Για το link πατήστε εδώ