Δάσκαλε που δίδασκες … «Ρόσμερσχολμ» του Ερρίκου Ιμπσεν, στο Απλό Θέατρο

Η αλήθεια είναι πως πήγα στην παράσταση του «Ρόσμερσχολμ», που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας, στο θεατράκι του, πίσω απ’ την Πάντειο, με πάρα πολύ μεγάλες προσδοκίες. Η θαυμάσια ερμηνεία μιας άλλης από τις όψιμες δημιουργίες του Ίμπσεν, του «Μικρού Έγιολφ», σε κάποιο άλλο θεατράκι της πρωτεύουσας αυτή τη στιγμή, δημιουργεί κλίμα ευφορίας. Και καλλιεργεί την πεποίθηση ότι ο δραματουργός αυτός εμπνέει τους ιδεαλιστικότερους καλλιτεχνικούς μας κύκλους. Κι ότι είναι σε θέση να τους προσφέρει υλικό για αξιόλογα ερμηνευτικά επιτεύγματα.

Ένας απ’ τους βασικότερους συντελεστές της παράστασης του Απλού Θεάτρου, εξάλλου, η ερμηνεύτρια του κεντρικού ρόλου της Ρεβέκκας Βεστ, είναι η Ρούλα Πατεράκη, μια από τις πιο ανήσυχες παρουσίες στο χώρο του πρωτοποριακού μας θεάτρου. Τον περασμένο χειμώνα η κ. Πατεράκη είχε σκηνοθετήσει με μεγάλη μαστοριά ένα σύγχρονο σκανδιναβικό έργο. Κι είχε αποδείξει, με τη δουλειά της εκείνη, πως, από τη μια μεριά, κατέχει σε βάθος τα μυστικά του ψυχογραφικού ρεαλισμού. Ενώ αισθάνεται, απ’ την άλλη, κάποια ιδιαίτερη συγγένεια προς το ψυχικό κλίμα του μακρινού μας Βορρά, της γεωγραφικής περιοχής στην οποία ανήκει κι ο Ίμπσεν.

Πόσο μεγάλη λοιπόν στάθηκε η απογοήτευσή μου, όταν αντιλήφθηκα, με την έναρξη της πρώτης πράξης, ότι οι προσδοκίες μου δεν ήταν γραφτό να πραγματοποιηθούν. Πόσο ζωηρή στάθηκε η δυσφορία μου, όταν διαπίστωσα, ότι βρισκόμουν μπροστά σε μια ακόμη άσκηση παπαγαλίας και πόζας. Σε μια ακόμη ρουτινιέρικη ανάγνωση ενός κειμένου, του οποίου το βάθος κι η ποιότητα έχουν θεωρηθεί από τους ερμηνευτές του ως δεδομένα. Κι επομένως δεν έχει γίνει προσπάθεια να επαναπροσδιοριστούν και να κατακτηθούν με ιδρώτα κι αίμα.

Το κακό είναι, πως τα έργα του Ερρίκου Ίμπσεν παρουσιάζονται στις μέρες μας ιδιαίτερα ευπαθή στο πλαίσιο μιας ερμηνευτικής διαδικασίας σαν την παραπάνω. Μοιάζουν δηλαδή, να χρειάζονται αυξημένης ευαισθησίας χειρισμούς για να φανερώσουν τα χαρίσματά τους. Μια εφησυχασμένη και ρουτινιέρικη προσέγγιση προβάλλει τα πιο φθαρτά και ξεπερασμένα στοιχεία τους. Τις συμβάσεις του αστικού δράματος του 19ου αιώνα, για την κατάργηση των οποίων πολέμησε με τόση αυτοθυσία και πείσμα, επί πολλές δεκαετίες, η νεότερη ευρωπαϊκή πρωτοπορία.

Στις καλύτερες δημιουργίες του, ο Ίμπσεν υπερβαίνει τις συμβάσεις αυτές, αλλά δεν τις καταργεί. Διατηρεί ανέπαφη τη σκοροφαγωμένη ταπετσαρία του λεγόμενου «καλοφτιαγμένου έργου» της εποχής του, με το σχηματικό ρεαλισμό, την αυστηρή αιτιοκρατική του ανάπτυξη και την κοντόθωρη μηχανιστική αντίληψη της δημιουργικής διαδικασίας. Στην επιφάνειά του, το «Ρόσμερσχολμ» διατηρεί όλα τα γνωρίσματα του «οικογενειακού» και «κοινωνικού» δράματος των τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Διατηρεί ρυθμικά πήγαινε έλα μιας μικρής ομάδας αντιπροσωπευτικών τύπων της αστικής κοινωνίας των ημερών, που συζητούν κάποια σοβαρά ηθικά προβλήματα, ενώ προωθούν μια μετρίως μελοδραματική πλοκή.

Ακολουθώντας τους κοινόχρηστους κανόνες του είδους, βγαίνει και σ’ αυτή την περίπτωση στην αρχή κάθε πράξης το υπηρετικό προσωπικό στη σκηνή, να ξεσκονίσει με μανία τα έπιπλα του σαλονιού και να συζητήσει δήθεν αβίαστα τις δραστηριότητες των αφεντικών του, για την ενημέρωση του θεατή. Ο αιδεσιμότατος Ρόσμερ, λεν, με ύφος γεμάτο υπονοούμενα, δεν περνά ποτέ από τη γέφυρα του νερόμυλου των κτημάτων του, από την ημέρα που πήδηξε από αυτήν κι έβαλε τέρμα στη ζωή της η μακαρίτισσα άρρωστη γυναίκα του. Πάντως, λίγο πριν προχωρήσει στο διάβημά της, λεν, η παραλογισμένη κυρία είχε στείλει με την καμαριέρα της, στο διευθυντή κάποιας εφημερίδας ένα γράμμα, που περιείχε κάποιο τρομερό μυστικό για τις σχέσεις του συζύγου της με τη νεαρή έμμισθη συνοδό της..

Επικίνδυνα γράμματα, που περιέχουν τρομερά μυστικά, ανυπόληπτοι εκβιαστές, που τα κρατούν για να προωθήσουν τα δικά τους ποταπά σχέδιά, γυναίκες με σκοτεινό παρελθόν, που τρυπώνουν σε αξιοπρεπή αρχοντικά κι αιχμαλωτίζουν με τη θανάσιμη γοητεία τους τα αφεντικά τους, διπλές αυτοκτονίες και άλλα παρόμοια μελοδραματικά μοτίβα κατακλύζουν το «δραματικό βουλεβάρτο» της Μπελ Επόκ. Τι είναι αυτό που κάνει τα έργα του Ίμπσεν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στις σύγχρονες σκηνικές δημιουργίες που έχουν μαγειρευτεί λίγο πολύ με τα ίδια συστατικά;..

Σίγουρα ένα μέρος της υπεροχής τους στηρίζεται στη σοβαρότητα του τόνου τους και στην ειλικρίνεια του προβληματισμού τους. Στην άρνησή τους να μπαλώσουν πρόχειρα κάποια ανοικονόμητα ηθικά διλήμματα, όπως κάνουν τα πιο εύπεπτα «έργα με θέση» της εποχής, σκύβοντας το κεφάλι στις επιταγές του συμβατικού κοινωνικού καθωσπρεπισμού. Τα σημαντικότερα όμως πλεονεκτήματά τους τα αντλούν από την πίστη τους στη δραματουργική προτεραιότητα του χαρακτήρα απέναντι στην πλοκή. Στην πεποίθηση ότι δουλειά του θεάτρου δεν είναι τόσο ν’ αφηγείται εντυπωσιακές ιστορίες όσο ν’ αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων κινήτρων.

Με το νυστέρι του ανατόμου ψυχών στο χέρι, ο Ίμπσεν διαπερνά ένα ένα τα επάλληλα στρώματα προφάσεων, δικαιολογιών και ψευδαισθήσεων στην αρματωσιά των ηρώων του, για να φτάσει στη γυμνή ρίζα της ανθρώπινης παρόρμησης. Η μόνη επιφύλαξη που μπορεί να έχει η μετά τον Φρόιντ εποχή μας για τις προφροϊδικές του προσπάθειες, είναι ότι δεν συμπεριλαμβάνουν στους υπολογισμούς τους το παράλογο στοιχείο της ζωικής μας υπόστασης. Ότι δεν δέχονται πως υπάρχουν μέσα μας κάποια ψήγματα μυστηρίου, αδιαπέραστα απ’ την ορθολογική ανάλυση,

Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, τα έργα του Ίμπσεν σώζονται σήμερα ή καταποντίζονται στη σκηνή, με κριτήριο την πειστικότητα της διαγραφής των χαρακτήρων των ηρώων τους. Το μυστικό της επιβίωσής τους δηλαδή βρίσκεται στην ψυχογραφική αλήθεια της απόδοσης από τους ηθοποιούς των ανθρώπινων σχέσεων που καθρεφτίζουν. Το αξίωμα επαληθεύτηκε περίτρανα, όπως είπαμε, με τη λαμπρή παράσταση του «Μικρού Έγιολφ» στο μικρό θεατράκι του παλιού τυπογραφείου της εφημερίδας Εμπρός στου Ψυρρή. Και αποδείχνεται πάλι μόνο με αρνητική τη φορά αυτή διαδικασία, απ’ την αποτυχία του Απλού Θεάτρου.

Η αυθεντικότητα του αισθήματος, η βασισμένη στη βαθιά κατανόηση του ανθρώπινου ψυχισμού ειλικρίνεια της χειρονομίας και του λόγου, απουσιάζουν απ’ την ερμηνεία του Ρόσμερσχολμ». Συμβατικές συγκινήσεις, τυποποιημένες σχέσεις, ποζάτη συμπεριφορά κι αποστηθισμένος λόγος, συνθέτουν ένα σύνολο μελοδραματικό και κίβδηλο. Οι χειριστές των δεύτερων ρόλων (Γιάννης Μωρογιάννης και Χρήστος Νίνης) καταφεύγουν στη γραφικότητα. Ενώ εκείνοι των σημαντικότερων (Στάθης Λιβαθινός και Κώστας Μεσάρης) προκρίνουν τη βαρύγδουπη σοβαροφάνεια.

Ανάμεσά τους κυκλοφορεί, με εξεζητημένα εκφραστικά σχήματα, με εμβληματικές στάσεις και αφύσικη απαγγελία, η Ρούλα Πατεράκη, πασχίζοντας με τα καμώματά της να δώσει εξωρεαλιστικές προεκτάσεις στον απαιτητικό ρόλο της Ρεβέκκας Βεστ. Αν η κ. Πατεράκη είχε κατορθώσει να αξιοποιήσει στη δική της φετινή εμφάνιση έστω κι ένα μικρό μόνο μέρος του πνεύματος που είχε εμφυσήσει στους ηθοποιούς » της πέρυσι, όταν σκηνοθέτησε την «Εβριάνα» τους Λαρς Νορέν, αν είχε επενδύσει κάποιο βιωματικό κεφάλαιο στη μορφή που ενσαρκώνει, αντί να επιστρατεύει απλά αφηρημένα σχήματα, θα είχε ενδεχομένως παρασύρει και τους υπόλοιπους συναδέλφους της σε μια πιο ανθρώπινη απόδοση.

Από το 1890 ακόμη, ο Ίμπσεν είχε συμβουλέψει τον περίφημο γάλλο συμβολιστή σκηνοθέτη Λινιέ Πο, να μη χειρίζεται τους ήρωές του σαν μεγαλεπήβολες αφαιρέσεις, αλλά να τους παρουσιάζει στη σκηνή σαν καθημερινούς ανθρώπους.

23.02.1992, Κρητικός Θόδωρος «Δάσκαλε που δίδασκες … «Ρόσμερσχολμ» του Ερρίκου Ιμπσεν, στο Απλό Θέατρο», Ελευθεροτυπία

 

Για το link πατήστε εδώ