Χάρμα οφθαλμών: ένας υπέροχος «Κατσούρμπος» σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή στη Νέα Σκηνή

Ανήκω στους φανατικούς θαυμαστές της δουλειάς που συντελείται στη Νέα Σκηνή. Και για να προσωποποιήσω τον θαυμασμό μου, συγκεκριμένα θαυμάζω τον Λευτέρη Βογιατζή. Τον θαυμάζω για τη μεθοδικότητα της δουλειάς του, για τη σημασία που δίνει στη λεπτομέρεια, για την εντρύφησή του στη βιβλιογραφία που αφορά το συγκεκριμένο έργο με το οποίο καταπιάνεται.

Πράγματα και πρακτικές πέρα για πέρα ασυνήθιστα για την ελληνική θεατρική πραγματικότητα, αν και -αλίμονο- τόσο αυτονόητα αναγκαία. Ανήκοντας -δίχως αμφιβολία- στους εγκεφαλικότερους θεατράνθρωπούς μας, ο Λ. Βογιατζής έχει αφήσει μια πολύ έντονη -κι ασφαλώς θετική- σφραγίδα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα της εγχώριας σκηνικής παραγωγής. Και δεν είναι μόνο η πάντα καλοστιλβωμένη φόρμα και μια άψογη αισθητική που ξέρει να παρουσιάζει. Ο Λ. Βογιατζής ανήκει στην -μέχρι παροξυσμού- προβληματισμένη συνομοταξία εκείνων των δημιουργών οι οποίοι όχι μόνο διαθέτουν μιαν άκρως ενδιαφέρουσα άποψη, αλλά ξέρουν κιόλας πώς να την υποστηρίξουν εφαρμόζοντάς την με μυαλό και με στέρεα θεατρικά επιχειρήματα.

Ότι -λοιπόν- το καλύτερο θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς σ’ έναν σκηνοθέτη; Όχι ακριβώς. Συνήθως έφευγα από τις προηγούμενες παραστάσεις του πάντα έκθαμβος από μια -πρωτόγνωρη για γηγενείς συνθήκες- ποιότητα ψιλής σταυροβελονιάς. Περιέργως, όμως, υπήρχε μόνιμα και μια περίεργη γεύση. Μια μετέωρη και απροσδιόριστη αίσθηση ανικανοποίησης.

Δεν είμαι σίγουρος για το τι συνέβη στις άλλες, στις προηγούμενες περιπτώσεις. Νομίζω όμως πως αυτή τη φορά εξίχνιασα τα αίτια γι’ αυτό το «κάτι», το ανεξήγητα περίεργο, που μου ’λειψε και τώρα βλέποντας τον αναρχικά αναγεννησιακό «Κατσούρμπο» στο μικρό χώρο της Νέας Σκηνής. Το τι -τελικά- ήταν, το αποκαλύπτει στο πρόγραμμα (ο ίδιος ο Λ. Βογιατζής; Το κείμενο είναι ανυπόγραφο) μια εύγλωττη για τις σκηνοθετικές προθέσεις, παράγραφος;

«Μνήμες σύγχρονες από το Καβούρι, το Παλιό Φάληρο και τις Τζιτζιφιές, πρόσωπα που ανακαλούν γελοιογραφίες από τα περιοδικά των παιδικών μας χρόνων, ένα φανταστικό τσίρκο, το θέατρο του δρόμου, και η ιστορία της κωμωδίας επιστρατεύτηκαν εδώ για να μιλήσουν για τη χαρά τον θεάτρου και τη χαρά της ζωής, προσδίδοντας ένα στοιχείο άχρονο στην κωμωδία εποχής, για να υμνήσουν την αθωότητα και τη φρεσκάδα της κωμωδίας στην αυγή της σύγχρονης εποχής».

Μεγάλες, πράγματι, κουβέντες. Γιατί οι χαρές του θεάτρου και της ζωής, οι ύμνοι στην αθωότητα και στη φρεσκάδα, απαιτούν ιδιοσυγκρασίες και μεθοδολογία πολύ διαφορετικότερες από αυτές που αποπνέει το ισόγειο της οδού Κυκλάδων. Ένα ισόγειο το οποίο παραπέμπει περισσότερο στις υψηλού επιπέδου εγκεφαλικές τέρψεις παρά στις μάλλον κάτω από τον αφαλό σαρκικές ευωχίες «ενός δαιμονικού λαϊκού κεφιού» που δημιουργήθηκε μέσα στην κοσμοχαλασιά της κρητικής Αναγέννησης.

Το πανηγύρι που στήθηκε από τον Λευτέρη Βογιατζή για να γιορτάσει τις απλοϊκές ίντριγκες, τις απίθανες παρεξηγήσεις, τις σεξουαλικές ακροβασίες και τον θρίαμβο του έρωτα, είναι μεν χάρμα οφθαλμών έτσι όπως είναι χορογραφημένα με το υποδεκάμετρο, και αξιοθαύμαστο στην -μοναδική-τεχνική του οργάνωση, όμως…

Όμως, έχουν ταυτόχρονα την αφυδατωμένη νοστιμιά των fast food και το sex-appeal των καλοστημένων, ακριβών αμερικανικών περιοδικών. Κοντά στη -γεύση από- χυδαιότητα λείπουν και οι χυμοί μιας διόλου καθωσπρέπει μεσογειακότατης Αναγέννησης.

«Μα είναι στα καλά του!» μπορεί να απορήσει για τον υπογράφοντα ο αναγνώστης που κρατάει τούτο δω το ένθετο, «κατηγορεί την παράσταση για έλλειψη χυδαιότητας»!

Ακριβώς αυτό κάνω. Έχοντας μεγάλη εκτίμηση στο έργο του Λευτέρη Βογιατζή, πιστεύω πως κάθε μια πρέζα γνήσιας χυδαιότητας, και κάθε επαναστατημένη λοξοδρόμηση από τα ασφυκτικά καθορισμένα αυλάκια του αρχιτεκτονικού σχεδίου το οποίο ιχνογραφεί για κάθε του διδασκαλία, θα χάριζαν δημιουργικές αναζωογονητικές ανάσες, έτσι ώστε να μπορεί να υμνηθεί αποτελεσματικότερα η «αθωότητα και η φρεσκάδα» που απαιτούν οι λαϊκές κωμωδίες. Κι όχι μονάχα αυτές.

Για να μην παρεξηγηθώ όμως κι ολότελα: Ο κατά Βογιατζή «Κατσούρμπος» είναι μια παράσταση που -για πολλούς λόγους- ωφείλει να δει ο θεατρόφιλος. Για τα χαρωπά και -επιτέλους!- απελευθερωμένα από τον φολκλορισμό, κοστούμια της Ιωάννας Παπαντωνίου. Για τον ευφυή κι έμπλεο χιούμορ μουσικό σχολιασμό διάσημων προτύπων του Νίκου Κυπουργού. Για το λειτουργικά ευρηματικό, καλαίσθητο σκηνικό του Νίκου Αλεξίου.

Οι καλοί ηθοποιοί (Στάθης Λιβαθινός, Θανάσης Ευθυμιάδης, Νίκος Ζορμπάς, Ράνια Σχιζά, Δέσποινα Γκάτζιου και όλοι οι υπόλοιποι) μου θύμιζαν απελπιστικά τον άνθρωπο που δίδαξε την παράσταση. Περισσότερη ή λιγότερο έβλεπες στον καθένα τους τον Λευτέρη Βογιατζή. Ασφαλώς όχι το καλύτερο που θα μπορούσε να προσφέρει ένας σκηνοθέτης στους ερμηνευτές.

09.01.1994, Παγιατάκης Σπύρος «Χάρμα οφθαλμών: Ένας υπέροχος «Κατσούρμπος» σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή στη Νέα Σκηνή, H Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ