Αθάνατα κλασικά έργα

«Βυσσινόκηπος» στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»

Οταν ο Τσέχοφ έγραφε το «Βυσσινόκηπο» ο τσαρικός κόσμος ψυχορραγούσε. Αδήριτη ήταν η ανάγκη ύπαρξης ενός νέου κόσμου, αλλά εν σπέρματι, ακόμη, τα οράματά του. Το παλιό αρχοντολόι των μεγαλοτσιφλικάδων και οι παρασιτικοί «δορυφόροι» του βάλτωναν στην πλήξη, στην ανοησία, στην απραξία τους. Ακάματος επαγγελματίας γιατρός, ιδιοφυής δημιουργός, πρωτίστως μεγάλος ανθρωπιστής, ο Τσέχοφ έβλεπε την παλιά άρχουσα τάξη να «ξεφτά» από κάθε άποψη, έβλεπε την εμφάνιση μιας νέας τάξης, της αστικής, τα προβλήματα της πάντα υποταγμένης μικροαστικής τάξης, αλλά και τις «θολές» ακόμα κοινωνικές ανησυχίες και αναζητήσεις τμημάτων του λαού, φοιτητών, διανοουμένων, δημιουργών. Κοινωνικές ανησυχίες και αναζητήσεις και του ίδιου. Διά στόματος προσώπων που έπλαθε (λ.χ. του γιατρού Αστρόφ, στο «Θείο Βάνια», του φοιτητή Τροφίμοφ στο «Βυσσινόκηπο», κ.α.), ο Τσέχοφ εξέφραζε και το δικό του πόθο για μιαν άλλη κοινωνία, υπογραμμίζοντας τα αδιέξοδα της εποχής του, με τον τρεφόμενο από την κοινωνική πραγματικότητα κριτικό ρεαλισμό της θεματολογίας και των προσώπων που έπλαθε, με τη βαθύτατη ψυχογράφησή τους, με τη θλίψη του για τα υπαρξιακά άλγη των ανθρώπων, αλλά και με την υποδόρια ειρωνεία του για όσους, «τυφλοί, μοιραίοι, κι άβουλοι», συνεχίζουν να βυθίζονται στα λάθη και αδιέξοδά τους. Στα λάθη και αδιέξοδά της βυθίζονται η μεγαλοκτηματίας Λιουμπόφ Αντρέγιεβνα και ο αδελφός της, Λεονίντ, αδυνατώντας – εξαιτίας της σπάταλης ζωής και των χρεών τους – να σώσουν τον τεράστιο βυσσινόκηπό τους. Ο άλλοτε κολίγος, έμπορος πια, Λοπάχιν αγοράζει τη γη και το αρχοντικό τους. Εκείνοι θα περιπλανηθούν σε ένα αβέβαιο αύριο, όπως και η ψυχοκόρη – οικονόμος τους Βάρια και οι άλλοι νέοι υπηρέτες. Ο υπέργηρος υπηρέτης τους Φιρς πεθαίνει αποξεχασμένος μέσα στο υπό κατεδάφιση αρχοντικό τους. Μόνο ο φτωχός οραματικός φοιτητής Τροφίμοφ και η νεαρή κόρη της Αντρέγιεβνα βρίσκουν τη διέξοδο, στην εργασία και την κοινωνία. Το έργο, σε ρέουσα θεατρικά μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, υπηρετείται με τη διακριτικά εκσυγχρονιστική σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, που σεβάστηκε τον ποιητικό ρεαλισμό, την υπόκρυφη ειρωνεία, το κοινωνικό κλίμα και την εποχή του έργου. Καθοριστικός στυλοβάτης της σκηνοθεσίας είναι το έξοχο, λιτότατο, πανέμορφο, προπαντός συμβολικό, ιδιοφυές με τις λύσεις που δίνει για τη μικρή σκηνή του θεάτρου αυτού, σκηνικό, καθώς και τα όμορφα κοστούμια εποχής της Ελένης Μανωλοπούλου. Στην ατμοσφαιρικότητα της παράστασης συμβάλλουν η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου. Από τις ερμηνείες ξεχωρίζουν με την απλότητα, την αλήθεια, την υπόκρυφη μελαγχολική ειρωνεία τους, αυτές των Δημοσθένη Παπαδόπουλου (Λοπάχιν), Τζίνης Παπαδοπούλου (Βάρια), Μπέττυς Αρβανίτη (Λιουμπόφ), Γιάννη Φέρτη (Λεονίντ), Κώστα Γαλανάκη (Φιρς), Μαρίας Σαββίδου, Μαρίνας Συμεού. […]

03.02.2010, Θυμέλη «Αθάνατα κλασικά έργα», Ριζοσπάστης

 

Για το link πατήστε εδώ