Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Φιλιππίδης έσωσε την παράσταση, μια παράσταση που άρχισε στις εννέα και δεκαεπτά και τελείωσε στη μια, αλλά που μαθαίνω ότι θα περικοπεί άγρια όταν πάρει σβάρνα τόσο τα βραχώδη όσο και τα μη βραχώδη φεστιβάλ.
Ο κόσμος είχε γεμίσει και τις τελευταίες πλάγιες θέσεις εκεί στα ύψη του Ηρώδειου, αποφασισμένος να περάσει ωραία Είχε και τόσο πολύ καιρό να παιχτεί το θαυμάσιο αυτό έργο που είναι από τα πιο «προσιτά» στους πολλούς λόγω της πλούσιας παραμυθένιας του διάστασης και, φυσικά, του γεγονότος ότι η αχαριστία αποτελεί πλέον ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο.
Ποιός γονιός π.χ. μέσα στο θέατρο, δεν θα έχει φωνάξει ποτέ στην κόρη του το περίφημο «Τόσα νέο και τόσο αναίσθητη!«
Μόνο που, εδώ στη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, το -επαναλαμβάνω- περίφημο. «Τόσο νέα και τόσο αναίσθητη!» του Βασίλη Ρώτα, από τον Ληρ, στη μικρή του Κορντέλια, έγινε: “Τόσο νέα και τόσο ανάλγητη!».
Θα ομολογήσετε πως δεν είναι το ίδιο! Γιατί κάνεις μας δεν έχει πει ποτέ την κόρη του «ανάλγητη»!
Και στην απάντηση:
«Αφέντη μου, νέα κι αληθινή!» που αντικαταστάθηκε από το «νέα κι ειλικρινής», ούτε εκεί δεν νιώσαμε το ίδιο.
Όπως δεν νιώσαμε το ίδιο όταν ο Ληρ που έλεγε παλιά στον Κεντ να μην μπει «ανάμεσα στα δράκο και τη λύσσα του!» εδώ τον παροτρύνει να μην μπει ανάμεσα στο δράκο και στην «οργή» του!
Δεν έχω αντιρρήσεις για τη μετάφραση του κ. Μπελιέ, ταν οπαίο έχω θαυμάσει και σε άλλα σπουδαία έργα. Όμως, υποπτεύομαι πως ο φόβος μην τύχει και λεχθεί ότι «αντέγραψε» τον Ρώτα, τον έσπρωξε σε διαφορετικές λύσεις που δεν έχουν ούτε το ίδιο πάθος ούτε την ίδια δύναμη.
Όπως και η παράσταση δεν είχε την ίδια δύναμη, το ίδιο πάθος ή, ακόμα λιγότερο, την ίδια γοητεία και το ίδιο μεγαλείο μιας άλλης παράστασης που μου έχει μείνει αξέχαστη, μιας παράστασης με ηθοποιούς που ο καθένας τους είναι πια θρύλος.
Και εννοώ Βεάκη και Ροζάν στους ρόλους των δύο «τυφλών» πατεράδων, Παξινού, Παπαδάκη, Μανωλίδου στους ρόλους των τριών αδελφών. Ευθυμίου ως τρελός, Δεστούνης ως Κεντ και στους ρόλους των αγοριών του Γκλόστερ, Μινωτής, Γληνός. Ακόμα και το βασιλόπουλο της Φραγκιάς ήταν -φανταστείτε- ο Κωτσόπουλος!
Τέτοια δύναμη επιβολής στο κοινό είχε εκείνη η παράσταση, ώστε θυμάμαι ακόμη και τη σχετικώς αγράμματη θεία που με πήγε να δω το έργο, να λέει δακρυσμένη στην έξοδο «Αχ. δεν έχω δει πιο ωραίο πράμα στη ζωή μου!».
Από τότε μεσολάβησαν ο ωραιοπαθής Ληρ του Ολίβιε, ο ανεμοδαρμένος Ληρ του Κόζιντσεφ, ο κάπως «επίσημος» Ληρ του Μινωτή… Ακόμα και ο φροϋδικός Ληρ του Κουροσάουα. Όμως η φιγούρα του Καζάκου μου φάνηκε η πιο σωστή και, ήδη από την πρώτη εικόνα, ένιωσες μια ικανοποίηση και μια ευτυχισμένη προσδοκία να βασιλεύουν στις κερκίδες του Ηρώδειου.
Σαν παιδιά, περιμέναμε το ωραιότερο παραμύθι του κόσμου. Και πράγματι, παραμύθι, ως ένα σημείο είδαμε. Ήδη τα τύμπανα, τα πολύ ωραία κοστούμια. τα ελάχιστα σκηνογραφικά στοιχεία, και, ιδίως, η επιβλητική εμφάνιση του Καζάκου, των αυλικών ταυ, των κοριτσιών του, όλα ήταν εντυπωσιακά Λυπάμαι όμως που το λέω, το έργο δεν απογειώθηκε καμιά στιγμή. Πατούσε γερά στη λογική, στην απλότητα (μέχρι διδασκαλίας!) και όλοι έπαιξαν σωστά αλλά να, δεν μας μάγεψε!
«Και τι ήθελες να δεις;» μαντεύω την ερώτηση. «Τη γοητεία της παιδικής σου ηλικίας ποιος θα μπορούσε να την αναδημιουργήσει;». Ναι, πιθανόν να έφταιξε κι αυτό αλλά…
Αλλά φοβάμαι πως η «αναίσθητη» που έγινε «ανάλγητη», η «λύσσα» που έγινε «οργή» είναι φαινόμενα που παρατηρήθηκαν και στη σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά. Όλα έγιναν πιο λογικά, πιο πεζά. Και το πάθος δεν έβγαινε από μεγάλο βάθη. Τις πιο πολλές φορές, ίσα ίσα από το λάρυγγα.
Ευτυχώς, όπως είπα και στην αρχή, κάθε τόσο έπαιρνε το λόγο ο Φιλιππίδης (και του τον έδινε ο σκηνοθέτης γενναιόδωρο αφήνοντάς τον συχνά μονάχο του) και τότε το κοινό ξεσπούσε σε γέλια και χειροκροτήματα. Διασκέδαζε. Αν μάλιστα είχε προλάβει ο καλός κωμικός -και εδώ λίαν συγκρατημένος- να κάνει ακόμα πιο δική του στη στυλιζαρισμένη κίνηση με τα μικρά βηματάκια, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μεγάλη δημιουργία.
Έφτασε στιγμή που η ανταπόκριση ήταν τέτοια ώστε είχαμε ατάκα και χειροκρότημα!
Αέρα πεπειραμένων και χαρισματικών ηθοποιών είχαν τόσο ο Κέντρος ως Γκλόστερ όσο και ο νεαρός Κωνσταντόπουλος ως «νόμιμος» γιος του. Και, φυσικά, ο Ζαχάροφ ως Κεντ. Ο νεαρός Καζάκος μου φάνηκε πολύ μελετημένος και δεν λιγοψύχησε μπροστά σε καμιά δυσκολία του ρόλου. Επαρκείς ο «Κορνουάλης» και ο «βασιλιάς της Γαλλίας» στους ρόλους των γαμπρών του Ληρ. Οι τρεις αδελφές ήταν ο,τι καλύτερο έχουμε. Η Φιλαρέτη Κομνηνού ως Ρήγκαν μου φάνηκε η πιο σκηνοθετικά αδικημένη. Αντίθετα η Μελίνα Μποτέλη, με μέγιστο υποστηρικτή τη θαυμαστά καλλιεργημένη φωνή της που διαθέτει βάθος και γοητεία, υπήρξε μια αξιόλογη Γκόνεριλ. Η Λυδία Φωτοπούλου, απλή και συγκινητική, ήταν πάρα πολύ καλή και ταιριαστή στο ρόλο της αγνής Κορντέλια.
Για να φανώ ειλικρινής, καμιά δεν με συνεπήρε. Πού είσαι Κατίνα; έλεγα μέσα μου.
Κατά τα άλλα, όλο ήταν καλά και εύχομαι να αρέσει το έργο και στην παρακάτω πορεία του (θέατρο των Βράχων κλπ) γιατί, έστω και όχι τόσο μαγικά μεγαλόπρεπο όσο είναι το κείμενο, είναι οπωσδήποτε μια ευκαιρία να το ξαναθυμηθεί ο κόσμος.
Βροντερή και υποβλητική η μουσική του Ανδρέα Συμβουλόπουλου και Ανδρέα Τουλιάτου.
27.07.1996, Σώκου Ροζίτα «Άρεσε ο Ληρ αλλά δεν μάγεψε…», Απογευματινή
Για το link πατήστε εδώ