Από το γέλιο στο κλάμα

Τα «Παντρολογήματα» άρχισαν στο θέατρο «Πορεία». Ο Δημήτρης Τάρλοου είναι πια σε ηλικία γάμου και οι μεσάζοντες ανασκουμπώθηκαν. Μια επαγγελματίας προξενήτρα, η Ελένη Γερασιμίδου, αλλά και ο καλύτερός του φίλος, ο Αιμίλιος Χειλάκης, του βρήκαν μια χαρά νύφη: την Ταμίλα Κουλίεβα. Δύσπιστος, αναβλητικός και γεμάτος φόβους για την μεγάλη απόφαση, ο υποψήφιος γαμπρός κάνει το βήμα. Όμως, στο παρά πέντε, όλη του η ύπαρξη εκπέμπει SOS. Η άτακτη υποχώρηση αρχίζει και η κωμωδία μετατρέπεται σε δράμα.

Την κλασική κωμωδία του Νικολάι Γκόγκολ «Παντρολογήματα» σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός στο θέατρο «Πορεία» – συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης – επιστρατεύοντας ένα πολύ ενδιαφέροντα 10μελή θίασο.

Ο ίδιος ο Γκόγκολ χαρακτηρίζει το έργο «ένα εντελώς απίστευτο περιστατικό σε δύο πράξεις», κάποιοι όμως ισχυρίζονται ότι δεν είναι και η καλύτερη κωμωδία του.

«Δεν συμφωνώ», λέει ο Δημήτρης Τάρλοου, ο οποίος υπογράφει τη μετάφραση μαζί με τον Λεωνίδα Καρατζά. «Γι’ αυτή την ‘’φήμη’’ φταίει το γεγονός ότι οι παλιές μεταφράσεις αντιμετώπισαν το έργο περισσότερο ως φάρσα. Σε πρώτη ματιά μπορεί να παραπέμπει στην τυπική γκογκολική ιστορία. Όμως, κάτω από τη φαινομενικά ιλαρή επιφάνεια, κρύβεται ένα σκοτεινό βάθος που το μετατρέπει σε τραγικωμωδία ολκής. Κλασικό κείμενο, κωμωδία του παραλόγου, όπου το γέλιο πάει μαζί μ’ ένα τσίμπημα προβληματισμού».

Ο ανώτερος δημόσιος υπάλληλος Πατκαλιόσιν ζει με τον υπηρέτη του (Γ. Μακρή) στην Αγία Πετρούπολη. Ο καλύτερός του φίλος Κατσκαριόφ (Αιμ. Χειλάκης) βάζει σκοπό της ζωής του να τον παντρέψει. Η αποκατάσταση όμως του Πατκαλιόσιν δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ακόμα και μπροστά στην καλύτερη νύφη, την καλή και πανέμορφη, εκείνος αναρωτιέται με άγχος: «Είναι πράγματι η καλύτερη;»…

Ήδη προξενήτρα Ε. Γερασιμίδου έχει μεσιτεύσει για την Ταμίλα Κουλίεβα, ένα κορίτσι που ζει με τη θεία της (Μπέτυ Νικολέση) και την υπηρέτριά της (Αλεξάνδρα Ντεληθέου). «Δεν είναι κόρη αξιωματικού, είναι όμως κόρη εμπόρου και διαθέτει τουπέ» ένα από τα εγχειρήματά της… Οι γαμπροί συνωστίζονται μπροστά στην πόρτα της. Ο Αρτο Απαρτιάν, ο Ανδρέας Νάτσιος και ο Μπάμπης Γιωτόπουλος ζουν για τη στιγμή που θα εισχωρήσουν απλώς στο οπτικό της πεδίο. Όλοι θέλουν να αγγίξουν λίγο το φόρεμά της, ν’ ακούσουν απλώς τη φωνή της, να αναπνεύσουν κάτι από την αύρα της.

Ο Πατκαλιόσιν όσο κι αν γοητεύεται από την πολύφερνη νύφη, η αγωνία για την επιβεβαίωση τον κυνηγά τυραννικά. Την κρίσιμη στιγμή, τότε που όλα δείχνουν ότι επιτέλους ενδίδει, εκείνος προκαλεί το χάος.

Γαμπροί, νύφες, προξενήτρες πάσχουν από την ίδια αγωνία: ν’ αλλάξουν τη ζωή τους. Κυνηγούν την ευτυχία κι ενώ νομίζουν πως όπου να ‘ναι την… ακουμπούν, εκείνη απομακρύνεται. Γίνεται ένα άπιαστο όνειρο όπως και στη ζωή. Στους ήρωες του Γκόγκολ η ευτυχία δεν προσφέρεται ούτε για μια στιγμή, παρά μόνον ως κατάσταση αναμονής της…

Η Ταμίλα Κουλίεβα επιχειρεί τον πρώτο της ρόλο στην κωμωδία: «Ο Γκόγκολ είναι μεγάλος συγγραφέας όχι μόνο τη ρωσικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η τεχνική του επικεντρώνεται στον τρόπο που παρατηρεί. Βλέπει το περιβάλλον, την καθημερινότητα μέσα από ένα μεγεθυντικό φακό που διογκώνει καταστάσεις και συμπεριφορές ανάγοντάς τα σε αδιανόητα περιστατικά. Έτσι μιλάει για όσα τον βασανίζουν : την ύπαρξη, την κοινωνία, την αισθητική, τον έρωτα. Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος που έζησε πολύ αιρετικά για την εποχή του. Κάποτε, κινούμενος αυθόρμητα, δημοσίευσε σε βιβλίο την αλληλογραφία του με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του. Στόχος του ήταν αυτά τα κείμενα να λειτουργήσουν ως μέσον αφύπνισης του λαού. Τον κατηγόρησαν γι’ αυτή την κίνηση και ο ίδιος μετάνιωσε. Ο Γκόγκολ ήθελε μ’ έναν απεγνωσμένο τρόπο ν’ αλλάξει τον κόσμο».

Ένας Άμλετ απ’ την ανάποδη

Η παράσταση είναι γεμάτη μουσική (Νίκου Πλάτανου σε στίχους Στρατή Πασχάλη) με όργανα επί σκηνής (πιάνο, ακορντεόν, κοντραμπάσο και βιολί). Επίσης, πολλά χορευτικά (Κ. Κοσμίδης), από βαλς και ταγκό μέχρι μοντέρνα επηρεασμένα από το ύφος του έργου αλλά και τη ρωσική ατμόσφαιρα.

Η Ελένη Γερασιμίδου είναι μια επαγγελματίας πλην άτυχη προξενήτρα που επί τρεις μήνες βασανίζεται για να «κλείσει ο γάμος». Ρόλο που βλέπει όμως να αξιοποιείται δεόντως σήμερα: «Είναι απίστευτο, αλλά συμβαίνει. Ακούω συνεχώς για κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά που μέσω φίλων αναζητούν σύντροφο… Λες και οι νέοι φοβούνται να πλησιαστούν, δεν έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Κρίση στην κοινωνία, στο γάμο, στις σχέσεις. Τα ″Παντρολογήματα″ είναι μια αληθινή κωμωδία με στοιχεία κοινωνικής σάτιρας της εποχής αλλά και πικρά. Παρακολουθώ την πορεία του ″Πορεία″ όλα αυτά τα χρόνια. Έχω δει, δυστυχώς, μόνον μια παράστασή του γιατί… ευτυχώς πάντα έπαιζα. Όμως, αυτοί είναι οι χώροι μου. Στα 30 χρόνια δουλειάς επιστρέφω από μεγάλα σε μικρά, από τα λεγόμενα εμπορικά στα λεγόμενα ποιοτικά με την ίδια διαθεσιμότητα». Χωρίς να προσδιορίζουν συγκεκριμένο χρόνο τα κοστούμια (Κ. Μπρεϊσγουέλ) και το σκηνικό (Α. Δαγκλίδη) οι καταστάσεις και τα πρόσωπα εύκολα παραπέμπουν στις μέρες μας.

Πρώτη φορά παρουσιάζει στο θέατρό του κωμωδία ο Δ. Τάρλοου και δεύτερη φορά συναντιέται στη σκηνή με την Ελένη Γερασιμίδου από την εποχή της «Δόξας και Λόξας» του Γ. Ξανθούλη: «Με την Ελένη είμαστε φίλοι όπως και με τον Αιμίλιο Χειλάκη, όπου οι δυο μας συνιστούμε ένα ενδιαφέρον ντουέτο: εγώ κοντός, φοβισμένος κι αυτός ψηλός, όμορφος, έτοιμος να ρουφήξει τη ζωή χωρίς αναστολές.

Το έργο δεν είναι κωμωδιούλα. Είναι δαιμονικό στη σύλληψη και στην ανατροπή του, με πυρήνα το υπαρξιακό άγχος. Ένας Άμλετ απ’ την ανάποδη, δηλαδή κωμικός, όπως λέει ο Σ. Λιβαθινός».

11.01.2004, Μαρίνου Έφη «Από το γέλιο στο κλάμα», Ελευθεροτυπία