«Άνθρωποι» και… ζώα

Υπάρχουν μερικά θεατρικά έργα που κέρδισαν στην εποχή τους μια σημαντική θέση στον παγκόσμιο πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο. Επειδή, σε κάποιους δύσκολους και αμφίβολους καιρούς, εμφάνισαν με δύναμη και επιδεξιότητα την πίστη σε μια σειρά από άξιες ανθρώπινες αξίες, έστω κι αν συγχρόνως κατέγραψαν μαζί και μια βαθιά απόγνωση, γιατί γύρω έμοιαζε να επεκτείνεται μια φθηνή, υλιστική και κατ’ ουσίαν «απάνθρωπη» αντίληψη της ζωής.

Καθώς, όμως, με το πέρασμα του χρόνου, η επικράτηση των απαξιών και η υποχώρηση των αξιών δείχνει να γίνεται καθεστώς, κοινός τόπος και συνήθεια και τα ίδια αυτά – τα σημαντικά μια δεδομένη στιγμή – έργα μοιάζουν συχνά να χάνουν τη δύναμη και τη δραστικότητά τους. Και να φαίνονται παρωχημένα και ανούσια, ικανά να συγκινήσουν μόνον όσους ζουν στο παρελθόν.

Κάτι τέτοιο, όμως, δεν δείχνει να συμβαίνει και με τις – πολυπαιγμένες κάποτε και πολυσυζητημένες – «Μικρές αλεπούδες» της Λίλιαν Χέλμαν. Που αποδεικνύουν συνέχεια ότι έχουν μόνιμα κάτι να πουν στο θεατή τους, αρκεί να αποδοθούν με ειλικρίνεια και με διάθεση «συμπόρευσης» της θεατρικής γλώσσας τους με το σήμερα και με το πάντα.

Αξίες

Όπως, δηλαδή, γίνεται και τώρα, στο ανέβασμά τους στο «Θέατρο Αθηνών», σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη. Όπου η παράσταση, προβάλλοντας σχήματα και ατμοσφαιρικές διαστάσεις περισσότερο από τα συγκεκριμένα συμβάντα της δράσης, φανερά δίνει κύρια σημασία στις συγκρούσεις των αξιών και όχι απλά των προσώπων που τις αντιπροσωπεύουν.

Με αποτέλεσμα, έτσι, η ιστορία της άπληστης και δυναμικά ανερχόμενης οικογένειας Χάμπαρντ, που τα μέλη της αδίσταχτα χρησιμοποιούν κάθε μέσο (το ψέμα, τον εκβιασμό, την κλοπή, άμεσα το φόνο των ψυχών και έμμεσα των σωμάτων), προκειμένου να αποκτήσουν ατομικά όλο και πιο πολύ χρήμα και «κοινωνική επιφάνεια», η ιστορία της οικογένειας Χάμπαρντ, λοιπόν, να μην περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

Μα να μεταβάλλεται, έστω και αγγίζοντας μελοδραματικούς τόνους, σε έναν «καθρέφτη» της συνεχώς διευρυνόμενης επιβολής της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης μέσα στην κοινωνία και πάνω στους κανόνες της βίωσης και της συμβίωσης. Τη μορφή αυτής της προσέγγισης των «Μικρών αλεπούδων» φαίνεται να καθορίζει αποφασιστικά η σκηνοθετική «γραμμή» του θεάματος (σε συνδυασμό, πάντως, και με την εικαστική του αντίληψη, όπως την «εκφράζει» το συμβολικών διαστάσεων σκηνικό του Γιώργου Ζιάκα). Καθώς προωθείται μια εύληπτη αποστασιοποίηση στη δράση και ένα ελαφρό στιλιζάρισμα στην ερμηνεία που αφήνουν πίσω τους τον αμερικανικό Νότο του μεσοπολέμου (που αποτελεί και το πρώτο επίπεδο δράσης), αλλά και όλο το «αμερικάνικο όνειρο» της επιτυχίας και της απόκτησης, για να αγγίξουν ίχνη τού πάντα και του παντού. Βέβαια, έτσι χάνεται ένα σοβαρό ποσοστό σκηνικής «ζεστασιάς» και επαφής του θεάματος με το θεατή. Αλλά προστίθεται βάρος στο διαχρονικό τόνο του όλου έργου, κάνοντάς το να παραμένει δραστικό και στον κόσμο τού σήμερα, έναν κόσμο που τα ολισθήματά του βλέπουν πια καθαρά όσοι θέλουν να κοιτάξουν γύρω τους.

Ειδικά αυτό το «στιλιζάρισμα» της ερμηνείας με την επίδειξη των «φαινομενικών» στοιχείων, της υποκρισίας, της κακίας, της απληστίας, έχει επιβληθεί περισσότερο στους ρόλους των «κακών» του έργου. Αφήνοντας έτσι τους ηπιότερους τόνους στους «αδύναμους» αυτής της κοινωνίας, όσους δηλαδή πάσχουν, αγαπούν, αισθάνονται και θέλουν μια ζωή με αξίες διαφορετικές από εκείνες του χρήματος και της δύναμης.

Ρόλοι

Έτσι, η Κατερίνα Μαραγκού και ο Τάκης Χρυσικάκος, κατά πρώτο λόγο, και ο Στάθης Λιβαθινός κατά δεύτερο, μοιάζουν περισσότερο να «δείχνουν» την όψη των ρόλων τους, παρά να φτιάχνουν πολύπλευρες σκοτεινές οντότητες.

Σε αντίθεση με τη Νινή Βοσνιάκου, την Ιλιάδα Λαμπρίδου, τη Χριστίνα Αλεξανιάν και τον Κώστα Αθανασόπουλο, που φαίνονται να προχωρούν σε κάποιο μεγαλύτερο βάθος το εύρος των ερμηνευτικών τους αντιδράσεων. (Ενώ ο Δημήτρης Τάρλοου και ο Παναγιώτης Λακιώτης δείχνουν να βρίσκονται σε μεγαλύτερη «αμφιβολία», κινούμενοι σε ενδιάμεσους – άρα και πιο ασταθείς – υποκριτικούς τόνους).
Η σύνθεση, πάντως, της ερμηνευτικής απόδοσης των ηθοποιών καταλήγει μάλλον σε θετικό αποτέλεσμα. Το οποίο έρχεται να προστεθεί στη γενικά ικανοποιητικά συνεισφορά και των υπόλοιπων συντελεστών της παράστασης (της Ντόρας Λελούδα,που έχει φτιάξει τα «αξιόπιστα» στο κλίμα του όλου θεάματος κοστούμια, του Ιάκωβου Δρόσου, που έχει «ντύσει» μουσικά τα διαδραματιζόμενα και την ατμόσφαιρά τους, και του Ερρίκου Μπελλιέ, που υπογράφει την ευπρόσωπη μετάφραση του κειμένου). Έτσι ώστε, το τελικό «άθροισμα» να οδηγεί το θεατή όχι μόνο σε μια αξιοπρεπή απόλαυση του σκηνικού δρώμενου, μα και σε ικανή αποδοχή των νοημάτων του έργου. Δικαιώνοντας, μ’ αυτό τον τρόπο, σε μεγάλο βαθμό, και την επιλογή της παρουσίασης των «Μικρών Αλεπούδων» και ολόκληρο το θέαμά τους…

09.02.1998, Παγκουρέλης Βάιος «Άνθρωποι και… ζώα», Ελεύθερος Τύπος

 

Για το link πατήστε εδώ