Ανάμεσα στο κράτημα του χρόνου και την ακροβασία του χώρου

Τριάντα πέντε χρόνια μετά το «μυθικό» ανέβασμα της παράστασης από τον Λευτέρη Βογιατζή, ο Στάθης Λιβαθινός στον ίδιο χώρο μεγαλουργεί με το αριστούργημα της ρωσικής δραματουργίας του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ. Με έναν θίασο 13 ατόμων που γίνονται αφορμή για επίδειξη σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ, οι ηθοποιοί δημιουργούν την εντύπωση του γκροτέσκου κοινωνικού περίγυρου της Μόσχας, στη θεατρικότατη μετάφραση της Ελσας Ανδριανού.

Η επιστροφή του Στάθη Λιβαθινού στη σκηνοθεσία έμελλε να συνδεθεί με μια δική του υπέρβαση. Το ερώτημα δεν είναι γιατί βλέπουμε τόσο σπάνια αυτό το αριστούργημα στη σκηνή μας, μα και πώς άργησε τόσο να το ανεβάσει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης.

Και τώρα που ανεβαίνει, τριάντα πέντε χρόνια μετά το «μυθικό» ανέβασμά του από τον Λευτέρη Βογιατζή και σαν ομάζ στον δικό του χώρο, επιχειρείται και πάλι η προσέγγιση του έργου με μεγάλο επιχειρηματικό ρίσκο –χώρια το καθαρά καλλιτεχνικό– και εμφανές το επετειακό αμπαλάζ.

Δεν χρειαζόταν βεβαίως τίποτα από όλα αυτά για να θυμηθούμε τον Γκριμπογέντοφ. Για τους Ρώσους ειδικά, η σάτιρα της «Συμφοράς» (1823/εκδ. 1833) επιτελεί τον ρόλο ενός Φάουστ για τους Γερμανούς, μιας Φαίδρας ή ενός Ταρτούφου για τους Γάλλους, ενός Αμλετ για τους Αγγλους: πρόκειται για έργο καταγωγικό, έργο «ρωσικό» οριζοντίως και καθέτως, πάνω στο οποίο έχτισε η κατοπινή λεγεώνα των Ρώσων κλασικών την παράδοσή της, κάτι ανάλογο με το δικό μας «Βασιλικός» του Μάτεση, κάτι αντίστοιχο σε αξία και μυστήριο με τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού.

Με δυο λόγια, πρόκειται για έναν από τους κολοσσούς της ρωσικής λογοτεχνίας. Και σαν τέτοιο έργο –όπως είναι επόμενο– παραμένει απροσέγγιστο στην ολότητά του, αμετάφραστο στην ουσία του.

Το διαπιστώνουν αυτό πριν από όλους οι ίδιοι οι Ρώσοι, που κι αν έχουν εμμονή μαζί του: κάθε λογοτέχνης τους νιώθει πως οφείλει να το σχολιάσει ευθέως ή πλαγίως, τα Ρωσάκια μαρτυρούν με τις σελίδες του στα σχολεία τους, κάθε χρόνο ανεβαίνει στη σκηνή τους, – υπάρχει θέατρο στη Μόσχα που ανοίγει κάθε σεζόν τις εργασίες του με μια νέα εκδοχή της «Συμφοράς»… Κι όλοι αυτοί μαρτυρούν πως πρόκειται για άλυτο αίνιγμα, έργο που όσο μοιάζει επιφανειακά φωτεινό και προσβάσιμο, άλλο τόσο παραμένει σκοτεινό στο βάθος. Κι όταν οι Ρώσοι θεωρούν κάτι σκοτεινό στο βάθος…

Η υπόθεση σε δυο γραμμές. Ένας από τους διανοούμενους της σπουδαίας για την κατανόηση της ρωσικής συνείδησης μετα-ναπολεόντειας εποχής –η εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα τού «Πόλεμος και Ειρήνη»–, ο Τσάτσκι, επιστρέφει στη Μόσχα ύστερα από τρίχρονη περιπλάνηση, παρακινημένος προφανώς από τον μεγάλο, παιδικό του έρωτα για τη Σοφία.

Όμως στο σπιτικό της δεν θα βρει παρά μέρος από το τοπίο της γενικευμένης υποκρισίας, σοβαροφάνειας, μετριότητας που συνάντησε στη διαδρομή. Από το σαλόνι της όμορφης δεσποινίδας και του σεβάσμιου υψηλόβαθμου κρατικού λειτουργού πατέρα της θα περάσουν οι τύποι μιας κοινωνίας που επιτηδεύεται με ξενόφερτες μόδες και επιδίδεται σε μια ρηχή, αντιπνευματική και αποπροσανατολισμένη ζωή. Αηδιασμένος από όλα ο Τσάτσκι θα μείνει τελικά μόνος, αποσυνάγωγος και δακτυλοδεικτούμενος.

Η γύρω του μετριότητα θα απαντήσει στις προσκλήσεις με τον μόνο τρόπο που ξέρει: θα χαρακτηρίσει τον διαφορετικό, «τρελό», και θα πορευτεί ήσυχη με τη συνείδησή της, ασφαλής στην αμεριμνησία της.

Και μόνο από την υπόθεση είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος ότι ο Τσάτσκι μοιράζεται θεατρικά γονίδια με τον σεξπιρικό «Αμλετ» και τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου, κυρίως μάλιστα όταν τον πλησιάζει κανείς από κοντά, όταν μοιάζει ολοένα και δυσκολότερο να διακρίνει πού ακριβώς βρίσκεται η τρέλα και πού η μισανθρωπία του, τι από τα δυο είναι προϊόν άμυνας και τι επιθετικότητας…

Μα αυτό που υπάρχει από πίσω στη δραματική κωμωδία του Γκριμπογέντοφ δεν είναι άλλο από την πρώτη καταγεγραμμένη σε αυτό τον βαθμό ήττα του περίφημου διαφωτιστικού τσιτάτου. «Τόλμα να σκεφτείς», καλούν οι διαφωτιστές τον άνθρωπο, για να γκρεμίσει κάθε υποκρισία και δουλεία, να γίνει πνευματικά ελεύθερος και συνειδητά ανεξάρτητος.

Ιδού όμως πώς αυτή η πρόσκληση προς τον καθένα «να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί» δεν έχει εύκολο δρόμο να διανύσει. Αντιθέτως, θα εργαστούν εναντίον της οι δυνάμεις της συντήρησης, της οπισθοδρόμησης και του κατεστημένου, κι αντί να προχωρήσει ο ιδεαλιστής με τον νου, η αντίδραση που θα προκαλέσει θα τον αφήσει τελικά μόνο. Είπαμε: το πολύ μυαλό γεννά συμφορές.

Δοσμένα αυτά, παρακαλώ, σε κλασικιστική δραματική φόρμα και στίχο μοναδικό, ανεβασμένα σε μια ποίηση ικανή να χωρέσει την ανάσα της ρωσικής γλώσσας σε καλά ζυγιασμένους ιάμβους και πλήθος από πρωτάκουστες ρίμες.

Με δυο λόγια, κάθε φορά που ανεβάζουμε τη «Συμφορά» στο θέατρό μας, τα εύσημα οφείλουν να ξεκινούν από τον μεταφραστή. Αυτή τη φορά έχουμε στα χέρια μας τη θεατρικότατη μετάφραση –βγαλμένη από τον κλίβανο της σκηνής– της Ελσας Ανδριανού, ταιριαστή για να απαγγέλει ποίηση και να μιλιέται.

Πρόκειται για επίτευγμα ασφαλώς· κι αν δεν είναι η πρώτη φορά που συναντούμε πετυχημένους μεταφρασμένους στίχους στη λαλιά του θεάτρου μας, συναντούμε εδώ το σπάνιο γεγονός μιας ομοιοκαταληξίας που διαμοιράζεται αφού πρώτα έχει χωνευτεί στον λόγο και στο ήθος κάθε προσώπου και μόλις διακρίνεται εν τη ρύμη τους, για να φανερώσει την εσωτερική αρχιτεκτονική και την κομψότητα του αρχικού κειμένου. Παράλληλα, υπάρχει και μια γενναία περικοπή ρόλων και εδαφίων του πρωτότυπου, δικαιολογημένη, αφού θα τραβούσαν ακόμα περισσότερο την ήδη εκτενή διάρκεια της παράστασης.

Θεωρεί κανείς πως για τον Λιβαθινό η «Συμφορά» είναι η εκπλήρωση ενός παλιού ανειλημμένου χρέους. Όλη η μέχρι τώρα πορεία του, οι κατακτήσεις του, οδηγούν εδώ. Κι έχει να αντιμετωπίσει, εκτός των άλλων, τον χώρο του Βογιατζή…

Ο θίασος είναι μεγάλος, 13 άτομα, και είναι φανερό πως στενεύονται στο Κυκλάδων. Μα αυτό που κανονικά θα ήταν πρόβλημα, εδώ γίνεται αφορμή για επίδειξη σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ, όπου στο κράτημα του χρόνου και στην ακροβασία του χώρου οι ηθοποιοί δημιουργούν την εντύπωση του γκροτέσκου κοινωνικού περίγυρου της Μόσχας της εποχής (η κίνηση του Πάρη Λεόντιου). Κι αυτό όταν την ίδια στιγμή ο καθένας ξεχωρίζει για την αδρή σχηματοποίηση του προσώπου του. Ο Νέστορας Κοψιδάς δίνει έναν Φάμουσοφ που κουβαλά τον συντηρητισμό σαν θεμελιωμένη άποψη.

Η Ιωάννα Κολλιοπούλου πρέπει να μνημονεύεται για τη Σοφία της: κατάφερε να δώσει βαρύτητα που ξεπερνά τον συμβατικό ρόλο της σουμπρέτας. Η ίδια η φωνή της ηθοποιού, καλλιεργημένη και κοντάλτο, βαραίνει τον ρόλο, του δίνει υπόσταση και σημασία. Η υπηρέτρια Λίζα της Νεφέλης Μαϊστράλη γίνεται πράγματι ο μοχλός που κινεί τη δράση, δίπλα στον Υπηρέτη του Μάριου Κρητικόπουλου.

Ο δόλιος Μολτσάλιν του Ερρίκου Μηλιάρη αποπνέει επί σκηνής τη γλοιώδη φύση του. Ο Συνταγματάρχης Σκαλοζούμπ του Παναγιώτη Παναγόπουλου είναι μια εξαιρετικά δουλεμένη μορφή του αρχαίου «παλικαρά», προικισμένη ωστόσο με μια εσωτερική πανοπλία που την κάνει απροσπέλαστη, χαλύβδινη στην κοσμοθεωρία της. Ο Γκόριν του Πάρη Λεόντιου είναι η αντανάκλαση του Τσάτσκι σε έναν κόσμο που δεν δίνει ελπίδες για διέξοδο, ειδικά όταν εξουσιάζεται από την κομψή επιβολή της Νατάλια Ντμιτρίβνα της Αθανασίας Κουρκάκη.

Ο Ζαγκορέτσκι του Θέμη Θεοχάρογλου, η Χλιόστοβα της Λιλλύς Μελεμέ και η Κόμισσα Εγγονή της Τζωρτζίνας Δαλιάνη επωμίζονται το δύσκολο χρέος να συνθέσουν τον κοσμικό χυλό, στον οποίο ο Τσάτσκι βυθίζεται, φτιαγμένο από στιλ και ψέμα. Θαυμάσια η πρώτη εμφάνιση του Γιλμάζ Χουσμέν – η παρουσία του φέρει κάτι από την κωμική εκφραστική του Φασουλή και του Ρηγόπουλου. Και ο Ρεπετίλοφ του αστράφτει σαν σπίθα κωμικού επαναστάτη που θα συναντήσουμε αργότερα στον Ντοστογιέφσκι.

Τελευταίος, ο πρωταγωνιστής Δημήτρης Φιλιππίδης στον ρόλο του Τσάτσκι. Αν η ρομαντική υπερφόρτωσή του είναι ασυνείδητη, οφείλουμε να του επιστήσουμε την προσοχή. Ομως, διακρίνω εδώ μια άλλη, «συνειδητή» σκέψη. Ο Τσάτσκι δεν είναι ακριβώς ο ρεζονέρ του Διαφωτισμού – όσο κι αν το έργο πλέει στα ύδατά του. Είναι κι αυτός μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που τρέφεται και δικαιώνεται από τη γύρω σήψη, χωρίς αυτήν όμως στέκει και ο ίδιος μετέωρος, υπερβολικός, πομπώδης, κυρίως κωμικά «ανώριμος». Αν ο Φιλιππίδης εμπλούτισε με αυτά τα στοιχεία τον χαρακτήρα του, θα ήταν άδικο να τα αποδώσουμε στην ερμηνεία του.

Για να κάνει τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα, η Ελένη Μανωλοπούλου μίκρυνε κι άλλο τη σκηνή, βάζοντας καταμεσής ένα κονστρουκτιβιστικό στην ουσία σκηνικό, ένα μεγάλο ρολόι. Ιδιοφυώς συμπύκνωσε με αυτό την ιδέα του αστικού σαλονιού με τη δίνη του, την αίσθηση της παιδικής χαράς με εκείνη ενός χρόνου που μένει σχετικός και παιγνιώδης. Τα κοστούμια της είναι ένας εκλεκτικισμός της αστικής επίδειξης δύο αιώνων.

Η χορωδιακή μουσική του Δημήτρη Μαραμή φέρει το βάρος του μετρονόμου της συντονισμένης κοινωνικής κίνησης εντός της οποίας ο ήρωάς μας θα μείνει τελικά ρομαντικός και μόνος. Πολύ νωρίς, αλίμονο, για τον Ρομαντισμό. Πολύ αργά για ήρωες.

29.11.2021, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ανάμεσα στο κράτημα του χρόνου και την ακροβασία του χώρου», Η Εφημερίδα των Συντακτών

 

Για το link πατήστε εδώ