Το να έχει την ευκαιρία ο θεατής να παρακολουθήσει μέσα σε μία σεζόν δύο έργα του Μαξίμ Γκόρκι, έργα σχεδόν άπαιχτα, σε παραγωγές αξιόλογες και άρτια υποστηριγμένες, δεν είναι σύνηθες. Η φετινή θεατρική περίοδος έφερε φέτος αντιμέτωπο το κοινό με τη «Βάσα» (1910) και με το «Στον βυθό» (1902) του συγγραφέα, κείμενα δυνατά αλλά όχι «εύκολα», και με αδυναμίες, σε παραγωγές τρίωρης διάρκειας, με την υπογραφή σκηνοθετών όπως ο Στάθης Λιβαθινός και η Ρούλα Πατεράκη. Ο πρώτος προερχόμενος από μια γόνιμη περίοδο στην Πειραματική Σκηνή, σε μια αλληλουχία, σε ένα θεατρικό «παιχνίδι» πραγματικότητας. Και οι δύο παραστάσεις αναμένονταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και οι δύο γέμισαν τα ταμεία τους –η «Βάσα» περισσότερο γιατί να παιχτεί μεγαλύτερο διάστημα- κερδίζοντας το εμπορικό στοίχημα που τίθεται σε τέτοια ανεβάσματα. Τι γίνεται όμως με το καλλιτεχνικό; Εδώ οι γνώμες είναι αντικρουόμενες, διίστανται και η ζυγαριά μοιάζει να κλείνει κατά πολύ προς τη πλευρά της «Βάσας». Ίσως γιατί ο Στάθης Λιβαθινός δεν επιχείρησε χρονολογικό ρετούς στο κείμενο, επικαιροποιήσεις και άλλα συναφή. Κράτησε τον πυρήνα αλλά και την ουσία, στήριξε και θωράκισε τους χαρακτήρες ώστε να μπορούν να σταθούν στη σκηνή του 2008. […] Σε ένα σιδερένιο τετράγωνο κλουβί, μια «φυλακή» της οποίας σιδερένια ρολά ανοιγοκλείνουν με θόρυβο, οι εγκιβωτισμένοι ήρωες της «Βάσας» γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι προσπαθούν να αποδεχθούν τις ανακατατάξεις και τις κοινωνικές εξελίξεις στις αρχές του 20 ου αιώνα, μέσα στο ζοφώδες κλίμα που έστησε η αφαιρετικά ρεαλιστική ματιά του Στάθη Λιβαθινού. Καθώς ο πατέρας – αφέντης ψυχορραγεί, η τραγική μορφή της μητέρας Βάσα (Ζελεζνόβα) επιβιώνει ανάμεσα σε συνομωσίες, βρώμικες συμμαχίες, απογοητευμένους έρωτες και ένοχα μυστικά του σπιτιού, που συνθέτουν μια ανθρώπινη τοιχογραφία απαράμιλλης λεπτότητας και ακρίβειας, διαποτισμένη από το βιτριολικό χιούμορ του Γκόρκι, ο οποίος εδώ απομυθοποιεί την αγία οικογένεια. […]
03-09.04.2008, Χ.Σ. «Αν ο Γκόρκι ήταν θεατής», Το Ποντίκι