Αμηχανία και απογοήτευση για τη «Μήδεια» του Εθνικού

Ήταν μεγάλη απογοήτευση η παράσταση της «Μήδειας», που παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο την περασμένη Παρασκευή και Σάββατο, ενώπιον πολυπληθούς κοινού, που έφτασε και τις δύο βραδιές στις 17 χιλιάδες θεατές. Και η απογοήτευση δεν οφειλόταν καθόλου στην τόλμη του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού να προχωρήσει σε μια σειρά «ρηξικέλευθων» τρόπων όσον αφορά το ανέβασμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αυτά μπορεί να ενοχλούν ορισμένους προσκολλημένους «στους παλιούς καλούς καιρούς», όχι όμως κι όσους ζουν την εποχή τους κι είναι έτοιμοι να χαρούν να καλωσορίσουν νέους ερμηνευτικούς ή εν γένει σκηνικούς τρόπους και στην τραγωδία, και στην Επίδαυρο.

Τα ανοίγματα όμως που έκανε στη «Μήδεια» ο καλός σκηνοθέτης και επιτυχημένος υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, ενδιαφέροντα αυτά καθαυτά σε γενικές γραμμές, υπονομεύθηκαν από αδεξιότητες και υπερβολές –κυρίως όμως από κάτι απολύτως απροσδόκητο για τη μέχρι σήμερα θεατρική πολιτεία του Στάθη Λιβαθινού: τη λάθος ερμηνεία των δύο βασικών ρόλων (τουλάχιστον), της Μήδειας δηλαδή και του Ιάσονα. Αυτό ήταν ιδίως που προκάλεσε την απογοήτευση όσων περίμεναν ότι, από ένα σκηνοθέτη που έχει διακριθεί στη διδασκαλία ρόλων και ηθοποιών, θα δουν μια παράσταση με αποτελεσματικές τουλάχιστον ερμηνείες.

Όμως από την αρχή κιόλας μεγάλη απορία προκάλεσε ο πρόλογος της τραγωδίας, από την Τροφό των παιδιών της Μήδειας. Όσο κι αν ο πρόλογος αυτός έπρεπε να ειπωθεί εν μέσω φιλεόρτων νέων, που χόρευαν και τραγουδούσαν ξέγνοιαστοι, ντυμένοι στα άσπρα (σαν νύφες και σαν γαμπροί σε δεξίωση), δεν μπορεί να πάψει να είναι ένας λόγος γεμάτος κακούς οιωνούς, ανατριχίλα και φόβους για τα επερχόμενα. Αλλά με τον τρόπο που διδάχτηκε να μιλήσει, να κινηθεί και να στηθεί η συμπαθής σε άλλες παραστάσεις νεαρή ηθοποιός που «έπαιζε» την Τροφό το μόνο που προέκυπτε ήταν μια δυσμορφία, μια έντονη ενόχληση…

Κι αυτή η άβολη για το θεατή κατάσταση προέκυψε, ατυχώς, αρκετές φορές από τον τρόπο που θέλησε ο σκηνοθέτης να μιλήσουν και να κινηθούν η Μήδεια της Ταμίλας Κουλίεβα και ο Ιάσων του Γιάννη Μαυριτσάκη. Δύο πολύ καλοί ηθοποιοί, που θα μπορούσαν να δώσουν εξαιρετικές ερμηνείες –το πιστοποιούσαν αυτό ορισμένες συναρπαστικές στιγμές τους. Την περισσότερη ώρα όμως καταπονήθηκαν αφάνταστα σε ερμηνείες πομπώδεις, με συνεχείς κραυγές και ατέρμονες χειρονομίες – κάτι που ερχόταν σε ακατανόητη αντίθεση με τη σύγχρονη «εικόνα», τη σύγχρονη «οπτική» με την οποία αντιμετώπιζαν την τραγωδία ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του στα σκηνικά, τα κοστούμια, τη μουσική και την κίνηση. Διάθεση φρεσκάδας και αποφυγής της πεπατημένης, από τη μία, και στόμφος πολύ παλιός, από την άλλη, στις ερμηνείες Μήδειας και Ιάσονα. Πώς να συνδυαστούν;

Δεν ήταν λοιπόν τα «νεωτεριστικά» στοιχεία της παράστασης που ενόχλησαν. Ούτε καν το άσπρο πιάνο επάνω στο λογείο, οι φιγούρες ροκ που έκανε κάποια στιγμή ο Χορός, το σχοινάκι που πήδαγε μαζί με τα παιδιά ο Παιδαγωγός ή η διαβόητη, πλέον, πισίνα που είχε στήσει η σκηνογράφος Ελένη Μανωλοπούλου στην ορχήστρα της Επιδαύρου –αν και ο Ιάσων και ο Χορός κάποια στιγμή, πλατσούριζαν μέσα της.

Η μετάφραση που παρέδωσε ο Στρατής Πασχάλης στο θίασο ήταν μια απολύτως στρωτή, σύγχρονη ελληνική γλώσσα, χωρίς καθόλου να «ποιητικίζει» ή να σε σταματά με τον κουδουνιστό «πλούτο» της. Ο Πασχάλης επιδίωξε, και εν πολλοίς το κατόρθωσε, να δώσει ένα λόγο με φράση πυκνή, περιεκτική, πράγμα δύσκολο για την «αναλυτική» νεοελληνική μας γλώσσα, εν αντιθέσει με την τόση σφικτή αρχαία μας. Η ενδιαφέρουσα αυτή δουλειά θα πρέπει να περιμένει, για να φανεί καλύτερα η ποιότητά της, μια άλλη, περισσότερο νηφάλια παράσταση.

12.08.2003, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Αμηχανία και απογοήτευση για τη «Μήδεια» του Εθνικού», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ