Η αγριότητα των ανθρώπινων σχέσεων, το εξολοθρευτικό στην εποχή μας «αμερικανικό όνειρο» στην «ελεύθερη» από ηθικές, πολιτισμικές, ανθρώπινες αξίες, στην «ελεύθερη» από όποιους δεσμούς (ακόμη και τους δεσμούς αίματος), στην «ελεύθερη και από οποιεσδήποτε κοινωνικές συμβάσεις απάνθρωπη, δολοφονική αμερικανική κοινωνία, μια κοινωνία όπου ο τραγικός μύθος του Κάιν και του Άβελ «μεταφράζεται» σε εφιαλτική καθημερινότητα, δε θα μπορούσε παρά να εμπνεύσει τον Σαμ Σέπαρντ. Τον άξιο συνεχιστή των καλύτερων και προοδευτικότερων δραματουργικών παραδόσεων του αμερικανικού κριτικού ρεαλισμού. Το έργο του «Άγρια Δύση», που ανέβασε το «θέατρο Εξαρχείων», συνεχίζοντας την εξαιρετικά δημιουργική «περιπλάνησή» του στο αμερικανικό θέατρο, είναι ένας αδυσώπητος «καθρέφτης» απέναντι από το «πρόσωπο», τις ενοχές, τα δράματα, τα εγκλήματα της αμερικανικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που «μολύνει» απανταχού το σύγχρονο κόσμο και άνθρωπο, αφού πια το συνταρακτικό θέμα και τα πρόσωπα που δραματοποιεί ο Σέπαρντ απαντώνται σε όλες τις εξαμερικανισμένες κοινωνίες.
Ο Σέπαρντ, με τη ρεαλιστική ωμότητα του μύθου του, της γλώσσας, των λεπτομερειακά αληθινών προσώπων του, υποχρεώνει το θεατή – μέσω της φρίκης που νιώθει – να γίνει κριτής μιας κοινωνίας που πορεύεται επί πτωμάτων. Μιας κοινωνίας διαλυμένης, χαοτικής παραλογισμένης, βίαιης, εγκληματικής από το πρωτοκύτταρό της, την οικογένεια. Τα κύρια πρόσωπα, δυο αδέλφια, είναι δύο αντιθετικά «τέκνα» της οικογένειας – κοινωνίας. Ο πατέρας χρόνια εξαφανισμένος, «τρόφιμος» του περιθωρίου. Η μάνα «φευγάτη» στο δικό της «κόσμο». Ο ένας γιος (Ώστιν), ενταγμένος σ’ αυτή την κοινωνία και στους κανόνες της, παλεύει απεγνωσμένα για μια θέση σ’ αυτήν και στο «αμερικανικό όνειρο» σαν σεναριογράφος. Ο άλλος (Λη) – ένας σύγχρονος Κάιν – κλέφτης, κυνικός, βίαιος, ανερμάτιστος, είναι η προσωποποίηση του περιθωρίου, του παραλογισμού, της απελπισίας και των τερατογενέσεών της. Διαταραγμένη ψυχοσύνθεση, ένας έκπτωτος από τον «παράδεισό» της δαίμονας, θα αρπάξει την επαγγελματική προοπτική του αδελφού του και στη σύγκρουσή τους θα γίνει ύπουλος και ανηλεής φονιάς του αδελφού του.
Η σύγχρονη τραγωδία του Σέπαρντ ευτύχησε στο «θέατρο Εξαρχείων», χάρη στην εξαίρετη, κυριολεκτικά ωμή αλλά και με ποιητικό αισθητήριο μετάφραση (Αννίτα Δεκαβάλλα). Το αφαιρετικό, εφιαλτικά γυμνό σκηνικό (Άγγελος Αγγελής). Την εύηχα σκληρή μουσική (Πλάτων Ανδριτσάκης). Τη λιτή, ρεαλιστική λεπτοδουλεμένη, εσωτερικής έντασης με «μουσικές» κορυφώσεις και υφέσεις, σκηνοθεσία του Τάκη Βουτέρη. Και με τις καλές ερμηνείες. Του Μάνου Βακούση (Λη), που με την υποκριτική του ιδιοσυστασία, αλλά και με τη λεπτομερειακή — με όλα τα μέσα του — επεξεργασία του ρόλου του, κάνει την καλύτερη, την πιο σύνθετη και ολοκληρωμένη μέχρι τώρα ερμηνεία του, σε ένα ρόλο που τσακίζει κόκαλα. Ο Στάθης Λιβαθινός (Ώστιν) πλάθει, με μια απόχρωση μελαγχολίας, το κυνήγι του ανασφαλούς αγωνιώδους ανεκπλήρωτου «αμερικανικού ονείρου». Ο Γιώργος Σαμπάνης μεγεθύνει με την εύστοχη ερμηνεία τον το μικρό ρόλο του κυνικού παραγωγού. Καλή και η σύντομη ερμηνεία της Αλεξάνδρας Παντελάκη.
14.01.1997, Θυμέλη «Άγρια Δύση και Οι Θεατρίνοι», Ριζοσπάστης
Για το link πατήστε εδώ