«Αγάπης αγώνας άγονος», μέρος δεύτερο – Ο ισπανικός φονταμενταλισμός του ονείρου

Το σημείωμα της προηγούμενης Κυριακής ήταν αφιερωμένο στη νεανική κωμωδία του Σαίξπηρ «Αγάπης αγώνας άγονος». Έγραφα ότι πρόκειται ίσως για το πιο «στυλιστικό» έργο της Αναγέννησης, ένα γλυκόπικρο «σχόλιο» του Σαίξπηρ, μια θεατρική πραγματεία πάνω στο κυρίαρχο ιδεολόγημα των διανοουμένων της εποχής, την ιδανική «Αρκαδία» των αγνών βουκολικών ερώτων και των ποιμενικών ειδυλλίων, που παρακολουθούμε να έρχεται σε σύγκρουση με την ανάγκη της ζωής και την πραγματικότητα της σάρκας.

Τίποτα σχεδόν δεν συμβαίνει στο επίπεδο της πραγματικότητας μέσα στο έργο. Πράξεις, λόγια, αισθήματα και ιδέες ανήκουν όλα στη σφαίρα της ουτοπικής φαντασίας, εκτός από ένα: την ιδέα την ίδια της ουτοπίας που είναι πραγματική, θα τολμούσα μάλιστα να πω, ρεαλιστική. («Είμαστε ρεαλιστές γι’ αυτό ζητάμε το αδύνατο» – το σύνθημα μιας άλλης, εξαγγελθείσης, «αδύνατης επανάστασης»).

Έγραφα επίσης ότι μέσα στο έργο αυτό του Σαίξπηρ αντιπαρατίθενται δυο ιδανικά, που πάλεψαν επί ενάμιση αιώνα σε στεριές και θάλασσες, για την κυριαρχία του κόσμου: από τη μία μεριά το σπανιόλικο ιδεώδες του ονειροπόλου ιππότου – ιδαλγού, «αναγνώστη» του παλιού βιβλίου του κόσμου, στον οποίο επιτρέπονται τα πάντα (και κάτι περισσότερο, η περιστασιακή εκτροπή από τον κανόνα, η ονομαζόμενη στα ισπανικά burla), εφόσον γενικά τηρεί τους πάγιους πατροπαράδοτους κανόνες του παιχνιδιού (υπακοή στην αντίρροπη, διπλή, βασιλική κι εκκλησιαστική εξουσία). Κι από την άλλη το καινούργιο ιδανικό του Άγγλου «τζέντλεμαν» (κρυμμένου πίσω από τα προσωπεία των Γάλλων ευγενών), πραγματιστή, φανατικού σπόρτσμαν. μανιώδους παίκτη, κυνηγού της πράξης και «γραφέα» τον νέου βιβλίου του κόσμου, που είναι ήδη διαποτισμένος όμως, κατά περίεργο μα όχι ανεξήγητο τρόπο (κάτι σαν τύψη). με το αμλετικό ιδεώδες της «καλής χρήσης» του κόσμου (ηθική αρχή). Ζητούμενο είναι βέβαια η έννοια της «καλής χρήσης» του κόσμου, που διαθέτει πάντα περισσότερες από μια ερμηνείες. (Πρέπει να σπάμε το αυγό από τη «σωστή» μεριά, είπε ο Σουιφτ, αλλά δεν ξέρουμε δυστυχώς ποια είναι αυτή).

Θα συμπληρώσω μόνο, κλείνοντας την ανάλυσή μου, ότι σε κανένα άλλο έργο του ελισαβετιανού θεάτρου δεν παίρνει τόσο τέλεια εκδίκηση ο νικημένος σπανιόλικος κόσμος του ονείρου και της φαντασίας πάνω στο νικητή, πραγματιστή κόσμο των Αγγλοσαξώνων.

Το «Αγάπης αγώνας άγονος» απηχεί τη μυστική νίκη του αιώνια νέου, του αγέραστου στοιχείου της ζωής, κι εκείνου που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ίσως «ισπανικό φονταμενταλισμό του ονείρου». το θρίαμβό του πάνω στη «συνταγή» της δοτής ευτυχίας του ανθρώπου, πάνω στα κλειστά, ολιστικά συστήματα σκέψης, πάνω στο έλλειμμα της φαντασίας και πάνω στο φόβο της ελευθερίας, που βαραίνουν τον κόσμο μας. Επειδή. όπως είπα και πιο πάνω, το μόνο μη φανταστικό μέσα στο έργο αυτό είναι η φαντασία, και το μόνο μη ουτοπικό η ουτοπία. Κι επειδή το «Αγάπης αγώνας άγονος» του Σαίξπηρ (1593), με το αινιγματικό μειδίαμα του τέλους και με το δονκιχωτικό «κανόνα» χρήσης του κόσμου που επιβάλλουν οι γυναίκες στους άνδρες, προαναγγέλλει το «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, λίγα χρόνια πριν από την έκδοσή του (1605).

Η παράσταση του Στάθη Λιβαθηνού στην «Πειραματική Σκηνή» του Εθνικού θεάτρου, βασισμένη πάνω στην ωραία ποιητική μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, ομαδική και δεμένη, αποτελεί κατ’ αρχήν ένα υπόδειγμα στυλίστικου ύφους, με την κοσμοπολίτικη αύρα και τον αέρα εποχής που εκπνέει.

Ο Λιβαθηνός, ένας λόγιος σκηνοθέτης, κατορθώνει εδώ να εκμεταλλευτεί τη φρεσκάδα, τα νιάτα, την όρεξη για δουλειά της πλειονότητας του έμψυχου υλικού του, για να μεταφέρει στη σκηνή το «Αγάπης αγώνας άγονος», όπως θα μετέφερε ένα σονέτο του Σαίξπηρ: προσεκτικά για να μη σπάσει το εύθραυστο, πολύτιμο κέλυφός του. Με περισσή φροντίδα για τη φόρμα, χωρίς όμως να δει τι κρύβεται στο βάθος. Ο σκηνοθέτης «βλέπει» το δάσος, αλλά του διαφεύγουν τα δέντρα, δηλαδή οι ρόλοι, που δεν είναι πάντα διακριτοί στην παράσταση, ο καθένας με το φορτίο του.

Τιμώ τη συνολική δουλειά και το μόχθο που καταβάλλει ο θίασος, αλλά ξεχωρίζω το «Φράπα» του Αλέξανδρου Λογοθέτη για την καθαρότητα των εκφραστικών του μέσων και το «Σκώρο» του Νίκου Καρδώνη που είναι μια ολόκληρη, διατυπωμένη πρόταση. Δεν συμφωνώ με τα «νάιφ» σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου που παραπέμπουν ρητά σε συγκεκριμένη αισθητική των αρχών του αιώνα που πέρασε.
Η ενδιαφέρουσα μουσική του Θοδωρή Αμπαζή δεν εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να μας δείξει τις ελισαβετιανές καταβολές του «ροκ».

10.11.2002, Πολενάκης Λέανδρος «Αγάπης αγώνας άγονος, μέρος δεύτερο – Ο ισπανικός φονταμενχαλισμός του ονείρου», Η Αυγή

 

Για το link πατήστε εδώ