Ο Αγαμέμνων μιλούσε κινεζικά

Ημέρα 1η: Το θέατρο είναι σαν τον έρωτα

«Φρόνιμη μάνα νύχτα γεννά καλή αυγή…» Η πρόβα είναι σε εξέλιξη. Στην αριστερή πλευρά της σκηνής υπάρχουν μεγάλοι πέτρινοι όγκοι. Και στη δεξιά, ένα σιδερένιο κρεβάτι. Στο βάθος, πίσω από τη διάφανη κουρτίνα, ένας θρόνος. Μέσα στο ατμοσφαιρικό και «δυσοίωνο» σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, η Στεφανία Γουλιώτη, Κλυταιμνήστρα, μαθαίνει ότι η Τροία έχει πέσει και ότι ο άντρας της, ο βασιλιάς Αγαμέμνων, από στιγμή σε στιγμή θα επιστρέψει στην πατρίδα. Στον Χορό των πολιτών του Άργους, που έρχονται στο παλάτι για να μάθουν για ποιον λόγο προσφέρονται παντού θυσίες, εκείνη διαλαλεί τη χαρά της: «Να ’ρθει και θα βρει πιστή γυναίκα, όπως την άφησε. Σαν σκύλα καλή στο κατώφλι».

Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ώρες που έχω πατήσει το πόδι μου στο Πεκίνο, και βρίσκομαι στο Εθνικό Θέατρο της Κίνας. Ωραίο κτίριο, εντυπωσιακή αίθουσα, υποδομές υψηλού επιπέδου. «Ωραίες κόντρες αυτές (σ.σ. αντιθέσεις), να τις κρατήσουμε», λέει ο Στάθης Λιβαθινός στον υπεύθυνο φωτισμών, Αλέκο Αναστασίου. O καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού μας Θεάτρου και σκηνοθέτης της παράστασης, κάτω από τη σκηνή, δίνει οδηγίες σε ηθοποιούς και τεχνικούς. Δίπλα του, η διερμηνέας Χριστίνα Φίλιππα τις μεταφέρει στους Κινέζους.

Ο Αγαμέμνων, Nτου Τζενγκίνγκ, φτάνει στο παλάτι. Μαζί του, λάφυρο από την Τροία, έχει τη μάντισσα Κασσάνδρα, κόρη του Πριάμου – την υποδύεται η Αντιγόνη Φρυδά. Λίγο αργότερα, θα βρουν και οι δυο φρικτό θάνατο από τα χέρια της Κλυταιμνήστρας, η οποία εκδικείται έτσι για τον φόνο της κόρης της, Ιφιγένειας, που θυσιάστηκε στην Αυλίδα για να ξεκινήσουν με ούριο άνεμο τα πλοία της εκστρατείας, δέκα χρόνια πριν…

Η πρόβα τελειώνει. Τον Στάθη Λιβαθινό πλησιάζει ο Τζοόου Ου Γιουέν, γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Κίνας, που παρακολουθούσε διακριτικά από τις πίσω σειρές. Είναι εντυπωσιασμένος. Συγχαίρει τον Έλληνα σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς και τους εξομολογείται την ανυπομονησία του για την πρεμιέρα. Μετά την αποχώρησή του, ο θίασος συγκεντρώνεται για να ακούσει τις παρατηρήσεις του σκηνοθέτη. «Ντου, θα ήθελα να δείχνεις πιο ευάλωτος. Έπειτα από δέκα χρόνια στον πόλεμο, είσαι λίγο τραυματίας στην ψυχή. Μπεν, σήμερα ήσουν περισσότερο αργός από όσο πρέπει. Η Σεν Τζεν ήταν εξαιρετική. Γενικά, τα πήγατε όλοι καλά σήμερα. Όμως, η πρεμιέρα και οι παραστάσεις είναι μπροστά μας. Και η δουλειά μας είναι σαν τον έρωτα: κρίνεται από το φινάλε. Δεν έχει και τόση σημασία το καλό ξεκίνημα. Το ζητούμενο είναι να μη μείνουμε στα μισά του δρόμου…» Γέλια και χειροκροτήματα. Τα φώτα σβήνουν. Ώρα για ξεκούραση. Απολαμβάνω μια σούπα με κοτόπουλο, μανιτάρια και νουντλς ρυζιού σε ένα μαγειρείο στη γειτονιά του θεάτρου και επιστρέφω στο ξενοδοχείο. Χρειάζομαι ύπνο. Αν το τζετ λαγκ μού το επιτρέψει…

Ημέρα 2η: Κου-λου-τε-μι-νι-σε-τέ-λα!

Η πρόβα τζενεράλε θα αρχίσει στις 19.30. Προλαβαίνω να κάνω έναν περίπατο στην περιοχή, να δω ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό κομμάτι από το Πεκίνο των αντιθέσεων: από τη μια οι τεράστιοι ουρανοξύστες που θυμίζουν Μανχάταν και τα πολυτελή αυτοκίνητα κι από την άλλη τα χαμόσπιτα, οι φτωχικές λαϊκές πολυκατοικίες και τα σαραβαλιασμένα τρίκυκλα με τα οποία κυκλοφορούν οι ένοικοί τους. Η ατμόσφαιρα είναι θολή, ο ήλιος δεν φαίνεται, νομίζω ότι βλέπω φωτογραφία σέπια με αποχρώσεις ενός χρώματος, του καφέ. Ατμοσφαιρική ρύπανση, γαρ. «Και όμως, σήμερα ήταν μια σχετικά καλή μέρα, με μόλις 180 PM 2,5. Θυμάμαι μέρες με 900 ή και περισσότερα!» μου λέει ο υπεύθυνος του θεάτρου, Χάου Ρούο, το απόγευμα, λίγο πριν αρχίσει η πρόβα (PM 2,5 είναι τα αιωρούμενα σωματίδια με πολύ μικρή διάμετρο, που εισχωρούν στους πνεύμονες προκαλώντας σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα και εκατοντάδες χιλιάδες πρόωρους θανάτους ετησίως στην Κίνα…).

Η τζενεράλε εξελίσσεται περίφημα, όλοι είναι ικανοποιημένοι. Τελειώνουμε στις 21.30. Κι επειδή αυτή την ώρα τα περισσότερα καταστήματα εστίασης έχουν ήδη κλείσει, αποφασίζουμε να πάμε για φαγητό στο εστιατόριο ενός μεγάλου ξενοδοχείου. Μετά το πρώτο ποτήρι κρασί, αρχίζουμε να χαλαρώνουμε. Για τις δύο Ελληνίδες ηθοποιούς, τη Στεφανία Γουλιώτη και την Αντιγόνη Φρυδά, που βρίσκονται στο Πεκίνο από τα μέσα Δεκεμβρίου, η εμπειρία να παίζουν στο Εθνικό Θέατρο της Κίνας μαζί με Κινέζους συναδέλφους τους είναι πολύτιμη και ανεπανάληπτη. «Έχουμε πάρει πολλά μαθήματα από τους Κινέζους: τι σημαίνει ρυθμός, ένταση, αλλά και απόλυτος έλεγχος πάνω στη σκηνή», μου λένε. Τους ζητώ να συλλαβίσουν πώς προφέρονται στα κινεζικά τα ονόματα των ηρωίδων που υποδύονται. «Η Κασσάνδρα είναι Κα-σα-ντε-λά», λέει γελώντας η Αντιγόνη. «Και η Κλυταιμνήστρα Κου-λου-τε-μι-νι-σε-τε-λα. Είναι πολύ δύσκολο να τα εκφέρουν, κατ’ αρχάς γιατί “ρο” δεν υπάρχει στη γλώσσα τους κι έπειτα γιατί οι περισσότερες λέξεις τους είναι μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες, το πολύ τρισύλλαβες», συνεχίζει η Στεφανία.

Το φαγητό μας φτάνει στο τραπέζι, την ώρα που η χορογράφος Mαριάννα Καβαλλιεράτου μού μιλάει για την προσπάθεια που κατέβαλε ώστε να κάνει τους Κινέζους ηθοποιούς –μαθημένους σε έναν πολύ συγκεκριμένο και αυστηρό τρόπο έκφρασης– να δουλέψουν με τον δικό της τρόπο. «Κλαμπ σάντουιτς με καρπούζι και πεπόνι;» απορεί η Στεφανία βλέποντας το πιάτο της και βάζουμε όλοι τα γέλια.

Γιατί «Αγαμέμνων»; ρωτώ τον Στάθη Λιβαθινό. «Είναι ένα έργο που ανέκαθεν αγαπούσα και θεώρησα ότι θα είναι μια καλή αρχή για να γνωρίσουν οι Κινέζοι την αρχαία ελληνική τραγωδία μέσα από αυτό το κείμενο, που θίγει θέματα διαχρονικά, όπως η εξουσία, η δικαιοσύνη, η θέση της γυναίκας, ο φόβος. Βέβαια, οι υπερβάσεις που έπρεπε να γίνουν ήταν πολλές. Είχαμε να κάνουμε με έναν διαφορετικό πολιτισμό, με μια διαφορετική γλώσσα –ακόμα και τα σώματα των ανθρώπων εδώ “μιλούν” με άλλο τρόπο–, με το γεγονός ότι οι άνθρωποι εδώ έχουν μεν τη διάθεση να πλησιάσουν το δυτικό θέατρο, αλλά τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι μικρά και γίνονται πολύ αργά. Επιπλέον, επειδή δουλεύουν με τους κώδικες κυρίως της κινεζικής όπερας, η ελευθερία του ηθοποιού είναι περιορισμένη. Είναι εκτελεστής μιας παρτιτούρας· πολύ μακριά από τον ηθοποιό-δημιουργό, το είδος της συνεργασίας δηλαδή που επιδιώκω εγώ. Ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είναι ακόμη πιο δύσκαμπτοι, πιο απαγγελτικοί και στομφώδεις, δεν υποχωρούν ούτε κατά ένα εκατοστό από αυτό που έχουν μάθει και θεωρούν σωστό. Πρέπει να σε πιστέψουν για να σε εμπιστευθούν. Και είμαι χαρούμενος που αυτό το καταφέραμε…»

Η μικρή Ελλάδα και η τεράστια Κίνα σε ένα στενό θεατρικό αγκάλιασμα. Δεν είναι καθόλου μικρό επίτευγμα. Φοβήθηκε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου το ρίσκο; «Κάθε παράσταση είναι ένα αίνιγμα, πόσω μάλλον αυτή», παραδέχεται ο Στάθης Λιβαθινός. «Από αύριο, όμως, που θα παίζουμε μπροστά στο κοινό, το αίνιγμα θα αρχίσει να ξεδιαλύνεται. Αυτό που έχω πει σε όλους είναι ότι έχουμε κοινό στόχο: μετά το τέλος των παραστάσεων να είμαστε όλοι καλύτεροι. Και εκείνοι ως ηθοποιοί, και εγώ ως σκηνοθέτης.

3η μέρα: «China, σιε σιε»

Διασχίζοντας τις αχανείς λεωφόρους του Πεκίνου, φτάνω στην πρεσβεία μας στο Πεκίνο. Ο Έλληνας πρέσβης, Λεωνίδας Ροκανάς, και οι συνεργάτες του Ελένη Μουτσάκη και Ευθύμιος Αθανασιάδης με υποδέχονται με ανυπόκριτη εγκαρδιότητα. Πίνουμε καφέ στο μεγάλο σαλόνι, που «βλέπει» στον κήπο. «Οι δεσμοί ανάμεσα στους δύο λαούς είναι δυνατοί. Οι Κινέζοι από μικρά παιδιά μαθαίνουν στο σχολείο ότι η Ελλάδα είναι το λίκνο του δυτικού πολιτισμού», μου εξηγεί ο κ. Ροκανάς. Στην παρέα μας προστίθεται η θεατρολόγος και μεταφράστρια Τόνια Λούο, τρίτη γενιά μιας οικογένειας φιλελλήνων. Ο παππούς της ήρθε στην Ελλάδα το 1934, σπούδασε Κλασική Φιλολογία και, επιστρέφοντας στην πατρίδα του, αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη μετάφραση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο πατέρας της είναι σκηνοθέτης και έχει ανεβάσει από «Οιδίποδα τύραννο» του Σοφοκλή μέχρι την «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη! Η Τόνια έκανε την κινεζική μετάφραση για το ανέβασμα του «Αγαμέμνονα», προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει πιο σύγχρονη γλώσσα, ώστε να απευθυνθεί σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό.

Το κοινό παρατηρώ κι εγώ το ίδιο βράδυ, στο κατάμεστο θέατρο. Και βλέπω ανθρώπους κάθε ηλικίας, ακόμα και οικογένειες με παιδιά. «Είστε Ελληνίδα; Πόσο χαίρομαι! Το καλοκαίρι ήμουν στη Σαντορίνη», μου λέει η Γινγκ Λι και με παρακαλεί να τη φωτογραφίσω μαζί με την παρέα της μπροστά στην αφίσα του «Αγαμέμνονα». Σχεδόν δύο ώρες μετά, όλοι οι ηθοποιοί και οι συντελεστές της παράστασης υποκλίνονται μπροστά στους θεατές, που χειροκροτούν ενθουσιασμένοι. Κι όταν ο Στάθης Λιβαθινός λέει «China, σιε σιε!» (Ευχαριστώ, Κίνα), το χειροκρότημα δυναμώνει ακόμα περισσότερο. Είχε δίκιο ο Έλληνας σκηνοθέτης: το αίνιγμα έχει αρχίσει να ξεδιαλύνεται. Το «πείραμα» πέτυχε. Ο «Αγαμέμνων» έχει πια εγγραφεί στην ιστορία του μεγαλύτερου θεατρικού οργανισμού της χώρας μας.

04.03.2019, Επτακοίλη Τασούλα «Ο Αγαμέμνων μιλούσε κινεζικά», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ