Αφιέρωμα περιοδικού «Φουαγιέ»- Ο «Ηλίθιος» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

Ο «Ηλίθιος» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

Ο «Ηλίθιος» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αφορά στην αντιπαράθεση ενός ανθρώπου με υπερβατική προσωπικότητα με έναν κοινωνικό περίγυρο σαθρό και ηθικά απαξιωμένο. Το μυθιστόρημα, ογκώδες και πολυπρόσωπο, εμφανίζει σοβαρές δυσκολίες όσον αφορά στη δραματοποίησή του. Δυσκολίες που υπερκεράστηκαν μέσα από μια σειρά ευρηματικών τεχνικών οι οποίες βοήθησαν στην οργάνωση του αχανούς υλικού αλλά και στη σκηνική διευθέτηση των μυθιστορηματικών όγκων. Η επί σκηνής αφήγηση κινείται από στόμα σε στόμα, καθώς τη σκυτάλη της παίρνουν διαδοχικά όλοι οι ηθοποιοί, – εκτός από τον ηθοποιό που υποδύεται τον πρίγκιπα Μίσκιν -, για να ξετυλίξουν το νήμα της ιστορίας σε δύο επίπεδα: το αφηγηματικό,- όπου η ομάδα των ηθοποιών αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου για να διηγηθεί τη δράση των ηρώων -, και το αναπαραστατικό,- όπου οι ηθοποιοί ενδύονται τους ρόλους και ακολούθως τους υποδύονται, υπερβαίνοντας τα χωροχρονικά πλαίσια του σκηνικού περίγυρου και μεταβαίνοντας σε χώρους δράσης, που έχει αριστοτεχνικά στήσει σε αφηγηματικό επίπεδο ο Ντοστογιέφσκι και ευρηματικά υλοποιεί ο Στάθης Λιβαθινός, σε συνεργασία με τη σκηνογράφο Ελένη Μανωλοπούλου.

Η γοητεία αυτής της παράστασης έγκειται στο ότι αντιμετωπίστηκε σαν ένα γεγονός σε εξέλιξη κι όχι σαν μια «μουσειακή» καταχώρηση.

Η έκπληξη στο πρώτο μέρος πηγάζει από την εσωτερικότητα των ερμηνειών, το ξετύλιγμα της δράσης σε ρυθμούς νωχελικούς, σε επιμέρους αναμετρήσεις που αποκαλύπτουν τις κρυφές προεκτάσεις των προσδοκιών μέσα από δύστοκες εκμυστηρεύσεις, δυσβάστακτες συνομιλίες, τολμηρές αποκαλύψεις των βαθύτερων αιτιών και καταστάσεων, συγκρούσεις αιματηρές ενίοτε δε και θανατηφόρες…

Στο δεύτερο μέρος τα συναισθήματα εγείρονται, οι καταστάσεις ορθώνονται απειλητικές, οι ρυθμοί εντείνονται, τα γεγονότα εναλλάσσονται με καταιγιστικό ρυθμό, το δράμα κορυφώνεται…

Ο Βασίλης Ανδρέου πετυχαίνει ως Μίσκιν να ισορροπεί με δεξιοτεχνία ανάμεσα στην ασθενή φύση και στην απαράμιλλα γοητευτική προσωπικότητα του ήρωα που εμβολίζει τις δεδομένες συνθήκες προκαλώντας, χωρίς πρόθεση σχεδόν, την πλήρη ανατροπή των σταθερών ύπαρξης και εξέλιξης.

Ο Δημήτρης Ήμελλος εμβολιάζει με την αρρενωπότητά του, την αδράνεια του περιβάλλοντός του Ραγκόζιν, προβάλλοντας την εξαίσια ανατρεπτικότητά του, που πηγάζει από την ίδια τη θερμόαιμη φύση του και τις ανεξέλεγκτες δυναμικές του ψυχισμού του.

Η Μαρία Ναυπλιώτου αποπνέει θηλυκότητα και δυναμισμό, ερμηνεύοντας με συνέπεια τη Ναστάσια η οποία γκρεμίζει τα κάστρα της συμβατότητας μέσα από το ξεχύλισμα ενός πάθους που, παρά τις αντιξοότητες, αγγίζει την ποθητή υπέρβαση και μετουσιώνεται στη βαθύτερη και ουσιωδέστερη εκδοχή αγάπης, εκπεφρασμένης με αυτοθυσία απαράμιλλη.

Το σύνολο των ηθοποιών, αρμονικά συντονισμένο, υπηρετεί τη σκηνοθετική γραμμή με ευσυνειδησία, ταλέντο και συνέπεια. Λειτουργική και ευέλικτη η κάθε υποκριτική γραμμή συντελεί στην σύνθεση ενός συνόλου δυναμικών που ανταποκρίνονται στην εντέλεια για την πραγμάτωση του όντος φιλόδοξου σκηνοθετικού οράματος του Λιβαθινού. Ο οποίος δημιουργεί εμπνευσμένες ατμόσφαιρες και καταστάσεις, τόσο έκρυθμες όσο και κρίσιμες, για την ολοκλήρωση του δράματος, όχι μέσα απ’ τα στιγμιότυπα, αλλά μέσα από τις αόρατες συνδέσεις τους.

Ευθύβολη και ακριβής, η σκηνοθετική κατεύθυνσή του, ολοκληρώνεται με έμπνευση και ανατρεπτικότητα σε μια καλοδουλεμένη και καλοστημένη παράσταση που λειτουργεί καταλυτικά στον θεατή, εμπνέοντάς τους συναισθηματική, ψυχική και νοητική συμμετοχή. Οι επιμέρους σκηνές συμπληρώνουν το παζλ μιας τοιχογραφίας χαρακτήρων και δράσεων όπου αναμετρώνται τα συναισθήματα με τη λογική κι οι κανόνες με τις ανατροπές τους, μέσα από την αναμέτρηση του υπερβατικού εαυτού με την καθ’ έξιν υποκρισία της ανθρώπινης φύσης.

Η παράσταση διαρκεί έξι ώρες με πέντε διαλείμματα, ή με την επιλογή της παρακολούθησής της σε διαφορετικές μέρες και σε δύο τρίωρα μέρη. Ωστόσο θα πρότεινα να τολμήσετε την εξάωρη εκδοχή χωρίς κανένα κίνδυνο να κουραστείτε, αφού η ροή της επιτρέπει στον θεατή, την απρόσκοπτη συμμετοχή με μοναδικό διαβατήριο τη συναίσθηση της εσωτερικότητας των δράσεων και της μαγείας των αντιδράσεων των ηρώων. Οι παραστάσεις ξεκινούν στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τον Σεπτέμβριο. Το Α΄ μέρος τιτλοφορείται «Η γη της επαγγελίας», ενώ το Β΄ μέρος, «Ο φτωχός ιππότης».

Κείμενο: Μαρία Κυριάκη

 

Στάθης Λιβαθινός: Αποστολή της θεατρικής πράξης, η αφύπνιση των ξεχασμένων αξιών.

Ο Στάθης Λιβαθινός διαθέτει ένα πολύτιμο φορτίο σπουδών, με ιδιαίτερο βάρος στη Ρώσικη δραματουργία και λογοτεχνία. Εμπνευσμένος από εκείνη τη σπάνια ουσία με την οποία είναι εμποτισμένος ο εν γένει πολιτισμός της απέραντης γης των Ρώσων, είναι εξοπλισμένος με τη βαθιά αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων και τη σπάνια αίσθηση της βαθομέτρησης του ψυχισμού των δημιουργών αλλά και των ηρώων τους. Αποφάσισε να σκηνοθετήσει τον Ηλίθιο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, έχοντας πάρει το ρίσκο να ξεκινήσει μια δουλειά που ίσως να μην ολοκληρωνόταν και ποτέ. Γνώστης των αντιθέσεων και των εκρήξεων που συνταράσσουν τη ζωή των ηρώων του Ρώσου δραματουργού συνταίριαξε το υλικό του με σεβασμό στο μυθιστορηματικό κείμενο, εναρμονίζοντας δράσεις και αφήγηση μέσα από λεπταίσθητες εσωτερικές διαδικασίες που εξελίχτηκαν σε θεατρικό κείμενο, στη διάρκεια των προβών, σε συνεργασία με το Σάββα Κυριακίδη που υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία αλλά και με τη συμμετοχή της ομάδας των ηθοποιών. Οι οποίοι έχοντας την εμπειρία της μεταφοράς ενός λογοτεχνικού είδους σε θεατρικό, από προηγούμενες συνεργασίες τους με το Λιβαθινό, ξεκίνησαν ένα μαραθώνιο προβών για να καταλήξουν σε μια παράσταση έξι ωρών συνολικά, που χαρακτηρίζεται από την εναρμόνιση των ερμηνειών, την πειθαρχημένη εξισορρόπηση των ρυθμών αλλά και τη μαγευτική, πειστική απεικόνιση του κόσμου τον οποίο εμβολίζει με την παρουσία του ο ήρωας-Μίσκιν και την εμπεριστατωμένη εξιστόρηση της συναρπαστικής δράσης του. Ο σκηνοθέτης μας μιλάει για το συγγραφέα που του ενέπνευσε την επιθυμία αυτής της παράστασης και τον τρόπο που επιδίωξε να τον προσεγγίσει ψυχικά και διανοητικά.

Για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

Ο Ντοστογιέφσκι έτσι κι αλλιώς είναι μια ξεχωριστή περίπτωση συγγραφέα και το έργο του ανήκει σ’ αυτό που λέμε ξεχωριστές στιγμές της παγκόσμιας δραματουργίας. Στην πραγματικότητα κι η λέξη «ανήκει» είναι τραβηγμένη, ο Ντοστογιέφσκι δεν ανήκει πουθενά, είναι ο Ντοστογιέφσκι. Το να τον πλησιάσει μία εποχή και να του αναγνωρίσει το ότι η δουλειά του περιέχει κάποιες εξαιρετικά σημαντικές σκέψεις που τις χρειάζεται αυτή η εποχή, είναι ένα σημάδι ότι έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να δεχτεί αυτόν τον συγγραφέα… Ο Ντοστογιέφσκι ευτυχώς έχει πει όσα έχει πει, κι απλώς ο λόγος του περιμένει τον χρόνο στον οποίο θα επανέλθουν τα τεράστια αναπάντητα ερωτηματικά του και θα αποζητάται η παρηγοριά που προσφέρει στην ανθρώπινη ψυχή μέσα από μια, κάθε φορά, «δοκιμασία». Γενικότερα όλα του τα έργα εμπεριέχουν μια «δοκιμασία».

Για την επιλογή του «Ηλίθιου» και τη σκηνική απόδοσή του

Σ’ εμένα η επιλογή αυτή δεν ήρθε τώρα, είναι μια σκέψη που με ταλανίζει χρόνια και με απασχολεί γιατί αγαπώ τον συγγραφέα. Και για μένα αγαπώ σημαίνει διατηρώ το αίνιγμα ανοιχτό, δεν έχω καμία απάντηση έτοιμη. Έτσι, πίστεψα ότι ο Ντοστογιέφσκι θα οδηγήσει εμένα και την ομάδα σε μια σειρά από ανακαλύψεις γύρω από το ποιας μορφής «θέατρο» του αντιστοιχεί. Βλέπεις ο Ντοστογιέφσκι δεν έχει γράψει θέατρο γιατί δεν το χρειαζότανε όπως για παράδειγμα κι ο Μπαχ δεν έχει γράψει όπερα γιατί δεν τη χρειαζότανε. Τα δημιουργήματά του είναι πολύ έντονα θεατρικά αλλά είναι μυθιστορήματα. Λοιπόν αυτό υποσχόταν κι έναν άλλο τρόπο δουλειάς που με ενδιέφερε πάρα πολύ. Όπως ξέρεις η δουλειά πάνω στη λογοτεχνία με αφορά και ως περιπέτεια της ψυχής αλλά και ως μια λειτουργία πάνω στη «γλώσσα». Συνήθως όταν λέμε γλώσσα, εννοούμε κάτι που κοιμάται, κάτι που απαγγέλλεται, κάτι που υπάρχει απλά γραμμένο ή κάτι τέλος πάντων που είναι βαρετό που επίσης δεν με αφορά γιατί και η γλώσσα ανανεώνεται αφενός, αφετέρου γιατί και ο Ντοστογιέφσκι όπως σε όλα τα επίπεδα της γραφής του, έτσι και στη γλώσσα ήταν επίσης πειραματιστής κάτι που μας διαφεύγει καλώς ή κακώς γιατί οι μεταφράσεις των έργων του μέχρι σήμερα οδήγησαν πολλές γενιές στο να έχουν μια γραφική αντίληψη γι’ αυτήν με πολλά δημοτικίστικα στοιχεία και με ανακρίβειες…

Έχοντας την πολυτέλεια να μπορώ να τον διαβάσω στο πρωτότυπο μου δόθηκε η δυνατότητα να τον μεταφέρω και καλύτερα στους ηθοποιούς μου και να βρω ένα πολύ σύγχρονο, ένα αντίστοιχο δηλαδή της γλώσσας του, όχι μόνο της θεατρικής αλλά και της λογοτεχνικής, δηλαδή μια γλώσσα η οποία να αφορά και την αφήγησή του και τους διαλόγους του. Οι διάλογοί του είναι εφάμιλλοι ενός άψογου θεατρικού έργου, πέρα από κάθε συναγωνισμό και κάθε υψηλή προσδοκία, αλλά η αφήγησή του είναι το κυρίως πρόβλημα σε μια σκηνική μεταφορά. Είναι γεμάτη από εικόνες κι αποδράσεις από την κεντρική αφήγηση, σαν ένα δέντρο που τα κλαριά του τινάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Και μέσα σ’ όλα αυτά πρέπει να υπάρξει ένας  κρυφός κύκλος κρυφών πληροφοριών για να μπορέσει να καταλάβει ένας θεατής τι του γίνεται.

Για τους ήρωες του μυθιστορήματος που έγιναν ρόλοι

Οι ήρωες του έργου είναι «αυτός» και οι «άλλοι». Είναι ο «Ηλίθιος» και οι άλλοι. Ο Ηλίθιος όσο κι αν προς το τέλος της ζωής του αφομοιώνεται από τον κοινωνικό του περίγυρο και προσεγγίσει το μοντέλο της δυτικής σκέψης, είναι και παραμένει ένας άνθρωπος από διαφορετικό υλικό, από άλλη πάστα, με άλλες αρχές, με άλλο ποιόν…

Υπάρχουν πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να υπάρχουν και σε λογοτεχνήματα άλλων συγγραφέων. Εκείνο που τα διαφοροποιεί είναι το βαθύτερο νόημα που τα αναδεικνύει και τα επί μέρους θέματα, ο τρόπος που τα διαχειρίζεται και τα εμπλέκει στη διάρκεια της εξέλιξης της δράσης ο συγγραφέας. Δηλαδή εδώ εμφανίζονται αρχετυπικά μοντέλα ηρώων όπως η απελπισμένη ερωμένη, ο ερωτικός ανταγωνιστής, οι γονείς της νύφης… Δεν είναι σ’ αυτά που πρωτοτύπησε ο Ντοστογιέφσκι, παρ’ όλο που η θεματολογία του ξεφεύγει από τα καθιερωμένα της εποχής του και μπαίνει σιγά-σιγά σε σαλόνια, σε ανώτερους κοινωνικούς κύκλους… Δηλαδή βάζει τον Ηλίθιο να αναμετρηθεί με το απαύγασμα της τότε κοινωνίας, κάτι που βεβαίως αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πάρα πολύ ακραίο. Δηλαδή στον Ντοστογιέφσκι υπάρχουν πολύ ακραίες συγκρούσεις αλλά όπως λέει ο ίδιος «Τίποτα πιο φανταστικό από το πραγματικό».

Για τον Μίσκιν

Μπορώ να πω πως ο Ηλίθιος είναι ένας άνθρωπος με προδιαγραφές αγγέλου ή αγίου, ουσιαστικά είναι ο άνθρωπος με την απόλυτη ευαισθησία, με την απόλυτη δεκτικότητα. Χωρίς να είναι βλάκας. Είναι αφελής, είναι εύπιστος αλλά πανέξυπνος, διαθέτει αυτό το εξαιρετικά δύσκολο αλλά και ενδιαφέρον μίγμα αντίθετων χαρακτηριστικών. Το μόνο που δε γνωρίζει είναι το κακό. Στη ζωή όμως δεν μπορείς να περπατήσεις χωρίς το κακό. Αντιλαμβάνεται με εξαιρετική βαθύτητα τα πράγματα κι ότι δεν του είναι οικείο το κατανοεί μέσω ευφυΐας, μέσα από ψυχικούς δρόμους, αντλώντας από την ιδιαίτερη και βαθιά φύση του. Είναι άλλου είδους η ευφυΐα του… Ότι βλέπει μπροστά του, το καθρεφτίζει απ’ ευθείας, επηρεάζεται απ’ αυτό και τον απασχολεί. Τώρα τα άλλα πρόσωπα είναι πρόσωπα που το καθένα με τον τρόπο του μεταφέρει μια ακρότητα, μια διαφορετική ευφυΐα. Η Ναστάσια Φιλίποβνα, ένας άνθρωπος προορισμένος για υψηλά επιτεύγματα αλλά με πάρα πολύ δύσκολη, κατεστραμμένη παιδική ηλικία. Προφανώς ο Ηλίθιος δεν έχει πρόβλημα να αναμετρηθεί μαζί της και να ταπεινωθεί απέναντί της όπως και με τον καθένα. Οι αξίες του είναι αυτονόητες αλλά και πολύ ξεχασμένες… Κι είναι η δουλειά του θεάτρου αυτή… να κινητοποιήσει τις διαδικασίες που θα μας κάνουν να τις ξαναθυμηθούμε, να έρθουμε σε επαφή μαζί τους.

Η περιπέτεια της παράστασης

Ένας από τους λόγους που το έργο είναι τόσο σύγχρονο στις μέρες μας είναι η ανάγκη για αναβίωση των αξιών που εκφράζει. Συν βέβαια και το γεγονός ότι είναι πολύ προχωρημένη η σκέψη του συγγραφέα, συγκλονιστική, ανθρώπινη, αστεία, είναι ένας συγγραφέας με τρομερό χιούμορ. Παρ’ όλο που δυστυχώς οι μεταφράσεις μας τον παρουσιάζουν κάπως σοβαροφανή, κι η εικόνα του όπως έχει μεταφερθεί σε μας, λόγω του παρουσιαστικού του, τον θέλει λίγο σοβαροφανή, διαθέτει αυτό το βαθύτερο χιούμορ που κάνει τους ήρωες ακόμα πιο τραγικούς.

Επιπλέον πρόκειται για μια πυρακτωμένη φυσιογνωμία πολύ μέσα στην εποχή μας και το είδος του ανθρώπου για το οποίο μιλάει νομίζω ότι με αφορά άμεσα. Γιατί αποδεικνύεται ότι η αθωότητα που από μόνη της δεν είναι εισιτήριο για τίποτα, μπορεί τόσο να καταστραφεί όσο και να καταστρέψει.

Όλα αυτά λοιπόν με ώθησαν να επιλέξω αυτό το έργο και μαζί και κάποιο μυστήριο που δεν μπορείς ποτέ να το ανιχνεύσεις, αφού κάποια έργα τελικά δεν τα επιλέγεις, σε επιλέγουν…

Φυσικά συνέβαλε και η εξαιρετική και γενναιόδωρη κίνηση του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου, να μου παραχωρήσει τη δυνατότητα να πειραματιστώ μ’ ένα λογοτεχνικό έργο εξαιρετικά ογκώδες, χωρίς να έχω σίγουρο αποτέλεσμα από την αρχή. Του είπα, το παιχνίδι θα είναι καθαρό, δεν ξέρω πότε θα ανέβει η παράσταση, δεν υπάρχει καμιά σιγουριά για το αποτέλεσμα… Κι όταν δεν υπάρχει καμία σιγουριά για κάτι, το εγχείρημα με ερεθίζει ακόμα περισσότερο.

Βέβαια ο Κούρκουλος δεν έζησε για να δει την πρεμιέρα την οποία του είχαμε αφιερώσει αλλά μας έδωσε την πολύτιμη δυνατότητα να δουλέψουμε χωρίς άγχος και να κάνουμε οκτώ μήνες πρόβες. Λιγότερο νομίζω δεν γινόταν για να βγουν οι δύο τρίωρες παραστάσεις. Και φυσικά, να είμαστε ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα.

Κείμενο: Μαρία Κυριάκη

 

Δημήτρης Παπανικολάου – Δέσποινα Κούρτη

Από τον Ντιμπούκ στον ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι

Στην παράσταση του «Ηλίθιου» ο Δημήτρης Παπανικολάου υποδύεται τον Αρνταλιόν Αλεξάνδροβιτς Ίβολγκιν κι η Δέσποινα Κούρτη την Αγλαΐα Ιβάνοβνα Επαντζίν την γυναίκα που διαλέγει για σύζυγο του Μίσκιν η δυναμική και τρελά ερωτευμένη μαζί του Ναστάσια Φιλίποβνα. Τους είχαμε απολαύσει πέρσι και πάλι στην Πειραματική Σκηνή, όπου υποδύονταν όλους τους ρόλους στο Ντιμπούκ του Μπρους Μάγερς σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη.

Ντιμπούκ: Μια ιστορία έρωτα που υπερβαίνει τα ανθρώπινα και προσεγγίζει τη μεταφυσική. Με ποιο τρόπο τη διαχειριστήκατε υποκριτικά αλλά και ανθρώπινα;
Δ.Π.: Δεν υπάρχει συνταγή σ’ αυτό. Νομίζω τη διαχειρίστηκα μόνο ανθρώπινα. Σε ότι έχω αντιμετωπίσει ως τώρα αυτό που με πάει πάντα μπροστά είναι να ανακαλύψω ένα θέμα. Μετά έρχεται το μεταφυσικό στοιχείο. Στο συγκεκριμένο έργο η αγωνία ενός νεκρού να κατακτήσει το σώμα της αγαπημένης του για να μπορέσει να ζήσει μέσα του, αντιμετωπίστηκε από εμένα ακριβώς σαν να ήταν η αγωνία ενός ζωντανού. Δεν θα μπορούσα να γνωρίζω τη μεταφυσική διάσταση της αγάπης αυτής. Ενώ την άλλη, του ζωντανού ανθρώπου, την ξέρω και μπορεί να μου αποφέρει μια έμπνευση. Υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα, να εκφράσεις τον πόθο για έναν άνθρωπο, μια κοπέλα που δεν μπορεί να σε δει γιατί σας χωρίζει ο θάνατος.

Δ.Κ.: Σαν ηθοποιός ξεκίνησα από αυτά που είχα, δηλαδή τον Δημήτρη Παπανικολάου, το κείμενο και τον Σωτήρη Χατζάκη. Σαν άνθρωπος, ακόμα και τώρα που έχουν τελειώσει οι παραστάσεις συνεχίζω κάθε μέρα να αντιμετωπίζω το θέμα της αγάπης, το θέμα της υπέρβασης, το θέμα της μεταφυσικής, σαν αινίγματα που παραμένουν αναπάντητα.

Πώς βλέπετε την πορεία σας στο θέατρο μετά από τις πρώτες σας επιτυχίες; Και που νιώθετε επιβράβευση ή και διάψευση;
Δ.Π.: Δεν ξέρω αν είχα επιτυχία, είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Παραδόξως, αυτό που θα πω δεν έχει καμία σχέση με τον Ντιμπούκ, αλλά με το γεγονός ότι ήταν μια δουλειά βασισμένη πάνω σε δύο πρόσωπα. Η μεγάλη μου χαρά σ’ αυτό που έχω κάνει μέχρι τώρα, που δεν είναι και τίποτα, γιατί δεν έχω κάνει μεγάλους ρόλους, είναι να υπάρχω σε μια ομάδα. Και μέσα από το Ντιμπούκ και μέσα από τον Ηλίθιο, αυτό που δικαίωσε την επιλογή μου, είναι ότι ξεκίνησα και συνεχίζω να υπάρχω μέσα σε μια ομάδα και έχω πολύ καλούς συνεργάτες. Και που αρχίζουν να εναρμονίζονται οι κώδικές μας, ενώ αλλάζει και η μορφή της πρόβας. Δεν εξελίσσεται πια με τον ίδιο τρόπο, όλα γίνονται πιο γρήγορα αφού γνωρίζουμε βαθύτερα ο ένας τον άλλον.

Δ.Κ.: Κοίτα η πορεία μου στο θέατρο ως τώρα και ελπίζω να συνεχίσει να είναι έτσι, έχει μεγάλη ποικιλία, έχει περιπέτεια, έχει μια γνησιότητα πιστεύω και αυτό δεν είναι μόνο δικό μου θέμα, είναι θέμα συνεργασιών, είναι θέμα ανθρώπων με τους οποίους βρίσκομαι μαζί. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα στο οποίο πιστεύω. Για μένα από εκεί ξεκινάει το να μ’ αρέσει να είμαι κάπου. Ξέρεις το επάγγελμά μας δεν είναι μια δουλειά απλά, πρέπει να συμβαίνει και κάτι. Είναι μια δύσκολη πορεία. Υπάρχουν στιγμές που απογοητεύεσαι, στιγμές που νιώθεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Αλλά κι αυτό είναι μέσα στη ζωή. Αυτή είναι η ζωή.

Πώς αντιλαμβάνεστε την αιωνιότητα και τη σχέση της με τη βαθύτερη ουσία της πίστης, και της αγάπης εντός ή εκτός θρησκευτικού συναισθήματος;
Δ.Κ.: Έχει άμεση σχέση καταρχήν με το θέμα της πίστης, για το θέμα της αγάπης δεν μπορώ να σου πω. Γενικά για το θέμα της αγάπης δεν μπορώ να πω πολλά, αλλά το θέμα της πίστης έχει να κάνει πάρα πολύ με την αιωνιότητα και το πώς την αντιλαμβανόμαστε. Επειδή είμαστε πεπερασμένοι και δυσκολευόμαστε να το αντιμετωπίσουμε αυτό. Η αιωνιότητα και τα συγγενή θέματα μου προκαλούν δέος και μετά φόβο. Δηλαδή φοβάμαι, άρα έχω ανάγκη να πιστεύω. Τόσο απλά. Πρόκειται για μια συνδιαλλαγή με το φόβο.

Δ.Π.: Εγώ σ’ αυτό μπορώ να απαντήσω μόνο ανατρέποντάς το. Νομίζω ότι όταν μπλέκονται αυτά τα δυο, η αγάπη κι η αιωνιότητα, είναι μόνο για προφανείς λόγους δηλαδή με την κακή έννοια. Δεν θέλω να με απασχολεί το θέμα της αιωνιότητας γιατί μ’ εμποδίζει να δω τι γίνεται τώρα και μπορώ να ορίσω το θέμα της αγάπης μόνο ως αυτό που γίνεται τώρα. Μπορώ να πάρω δύναμη από το χρόνο στον οποίο μπορεί να απλωθεί η αγάπη, αλλά μπορώ να την συλλάβω σαν έννοια, μόνο στο σήμερα.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Δ.Π.: Τα μελλοντικά σχέδια είναι άμεσα εξαρτημένα από τις επιλογές της πειραματικής σκηνής για την ώρα. Δηλαδή όσο θα είμαι εκεί. Αυτό με οδηγεί. Δεν σκέφτομαι κάτι άλλο. Αυτό για τις προτάσεις άλλωστε, είναι κάτι που έτσι κι αλλιώς σε μας δεν υφίσταται γιατί ξέρουν όλοι ότι είμαστε εκεί. Είμαι δεσμευμένος στην πειραματική σκηνή και είμαι πολύ ευχαριστημένος από τον τρόπο που δουλεύω.

Δ.Κ.: Δεν κάνω μεγάλα σχέδια. Δεν ξέω τι να σου πω. Αλήθεια σου λέω. Έχουμε όνειρα, ξέρουμε τι επιθυμούμε, ξέρουμε τι ευχόμαστε. Έχω κάποια προσωπικά πολύ προσωπικά όνειρα που αφορούν και τη ζωή μου, αλλά δεν κάνω πολύ μεγάλα σχέδια, τελεσίδικα και αποφασιστικά.

Μιλήστε μας για την εμπειρία σας στον ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι και τη συνεργασία σας με το Λιβαθινό.
Δ.Π.: Η συνεργασία με το Λιβαθινό κρατάει χρόνια. Ήταν η πρώτη μου επιθυμία που έγινε πραγματικότητα, αφού τελείωσα τη σχολή. Τον παρακολουθούσα πολύ στενά, εννοώ τις παραστάσεις του, και τα έφερε έτσι η ζωή μας, μετά από τη διαδικασία των ακροάσεων, όταν ανέλαβε διευθυντής της Πειραματικής σκηνής, να είμαι εκεί. Δουλεύω από την πρώτη της παραγωγή το «Αγάπης αγώνας άγονος». Ο «Ηλίθιος» ήταν μια σύνθετη διαδικασία. Ξεκίνησε από απλές αναγνώσεις ολόκληρου του μυθιστορήματος. Αυτό δεν είναι απλό, να διαβάζεται δηλαδή από 19 ηθοποιούς, 2 και 3 φορές ολόκληρο ένα βιβλίο, 1700 σελίδων. Έτσι ξεκίνησε η επίπονη διαδικασία της διασκευής που προέκυψε από τις πρόβες, τις προτάσεις των ηθοποιών και σιγά-σιγά άρχισε να φαίνεται κάτι που πήρε τη διάσταση παράστασης και όχι μόνο. Έχουν ασφαλώς περικοπεί πράγματα. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά γιατί είναι τεράστιο έργο και πολύ σημαντικό και πολύ μεγάλο. Ήταν ένα πολύ, πολύ όμορφο ταξίδι όλο αυτό με τον «Ηλίθιο» και ένα σπουδαίο έργο της λογοτεχνίας αλλά και φοβερή πρόκληση γιατί περιέχει χαρακτήρες γεμάτους αντιθέσεις. Δεν μπορείς να τους πιάσεις από πουθενά. Είναι πάρα πολύ θεατρικό το γράψιμο του Ντοστογιέφσκι. Δεν είναι προβλέψιμο. Δεν είναι προβλέψιμοι οι χαρακτήρες και ο ίδιος θέλει συνέχεια να τους ανατρέπει. Και αυτή ως διαδικασία είναι πολύ θεατρική. Δηλαδή ο ίδιος ο συγγραφέας ανατρέπει την προσωπικότητά των ηρώων του, ανατρέπει τις ιδιότητες του χαρακτήρα τους.

Δ.Κ.: Αισθάνομαι τυχερή που έχουμε να κάνουμε με αυτόν τον συγγραφέα φέτος. Από τότε που είχα αρχίσει να πρωτοδιαβάζω Ντοστογιέφσκι αισθανόμουν ότι είναι ένας συγγραφέας που πρέπει να τον διαβάσουν όλοι οι ηθοποιοί. Τώρα μας δίνεται η ευκαιρία να ανεβάσουμε ένα έργο του κι αυτό το θεωρώ τεράστιο δώρο. Αισθάνομαι επίσης ότι η ομάδα είναι σε μια καλή στιγμή, γνωριζόμαστε πολύ καλά. Ελπίζω η παράστασή μας να έχει έστω και λίγη από τη δύναμη που έχουν τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Για μένα είναι συγκλονιστικός. Τελευταία φορά που είχα σκεφτεί τόσο έντονα για κάποιον συγγραφέα ήταν ο Σαίξπηρ. Είναι μεγάλο δώρο να δουλεύεις πάνω σε τέτοια κείμενα, πάνω σε τέτοια υλικά ρόλων, πολύ απαιτητικών και πολύ αποκαλυπτικών. Υπάρχουν τρομερά περιθώρια για ψάξιμο. Είναι εξαιρετικά σύγχρονος. Μια δοκιμασία, απολαυστική.

Κείμενο: Αγγελική Φράγκου

 

Βασίλης Ανδρέου

Εξολοθρευτής Άγγελος…

Ο Βασίλης Ανδρέου υποδύεται τον Λέοντα Νικολάγιεβιτς Μίσκιν, τον Ηλίθιο που έπλασε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τον γοητευτικό εξολοθρευτή άγγελο που φέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό τους όλους τους υπόλοιπους ήρωες με του μυθιστορήματος προκαλώντας μοιραίες ανατροπές σε διαπροσωπικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.

Ένας ήρωας αβάστακτα γοητευτικός. Πώς γίνεται;

Πολλές φορές μπορείς να είσαι ερωτικός και γοητευτικός αν ξεχάσεις τον εγωκεντρισμό σου. Επειδή ο Μίσκιν έχει κάποιες ιδιαιτερότητες είτε σωματικές είτε ψυχικές, αυτόματα καταλύεται ο εγωκεντρισμός του. Κι αυτό αναδεικνύει τη γοητεία του.

Το ερωτικό αντικείμενο του πόθου για δύο υπέροχες γυναίκες

Το ότι δεν επιβάλλει την παρουσία του ως επιβήτορας, ως το απαραίτητο άλλο τους μισό, αλλά ως πολύ συγγενής με αυτό που είναι κι αυτές, οι γυναίκες το αναγνωρίζουν… Την απόλυτη ελευθερία που τους δίνει να υπάρχουν πρώτα αυτές και μετά εκείνος.

Τα αίτια των κοινωνικών αναταράξεων που προκαλεί

Τίθεται το ερώτημα: Πώς εσύ που είσαι προβληματικός κατά τη δική μας γνώμη, που είσαι ξεπεσμένος, που προσπαθείς να ανήκεις, μπορείς να είσαι αισιόδοξος και να διεκδικείς και να απολαμβάνεις την ανάσα σου στη ζωή ενώ εμείς έχουμε τόσα προβλήματα. Και κοινωνικά αυτό τον κάνει να γίνεται αναγκαίος για κάποιους άλλους. Όσο κι αν είσαι παρατημένος απ’ τη ζωή, όσο κι αν είσαι σε ένα τέλμα, έχεις αποφασίσει κάπως τον τρόπο που θα κινηθείς κι ένα τέτοιο ον είναι πολύτιμο για σένα επειδή με κάποιο παράξενο τρόπο σου δίνει το χέρι και γίνεται συνοδοιπόρος σου. Φυσικά κάθε στιγμή είσαι έτοιμος να τον απαρνηθείς αλλά ταυτόχρονα τον διεκδικείς. Το γιατί; Γιατί ο καθένας μας λειτουργεί όπως στα κινούμενα σχέδια, έχει ένα διάβολο κι έναν άγγελο, σου μιλάνε κι οι δύο. Οι περισσότεροι προτιμούν να συζητούν με την κακή τους πλευρά, είναι αν θες η πλευρά που λες: «Εγώ θα βγω μαχητικός προς τα έξω, δεν θα δεχτώ συμμαχίες». Όμως η φωνή του Αγγέλου τους απ’ τη άλλη πλευρά, σαν ένα χάδι, τους δίνει συγχωροχάρτι, τους λέει: «προσπαθήστε πιο πολύ για το καλό» και την έχουν ανάγκη και αυτή τη φωνή, πολλοί επιδιώκουν να την ακούνε…

Η δυσκολία του να χειριστεί ένας ηθοποιός τέτοιες αντιφάσεις, να μην αποδώσει μόνο τη θυμοσοφία του ρόλου ή την υπερβατική του διάσταση.

Με τη βοήθεια του Λιβαθινού προσπαθήσαμε να καταλάβουμε πώς λειτουργεί αυτό το πλάσμα ψυχοσωματικά, πώς έχει ελέγξει και αναγνωρίσει τα αποτελέσματα της αρρώστιας του και να ανακαλύψουμε τα στοιχεία που προκύπτουν όχι μόνο από την ασθένεια αλλά και από την εκ γενετής ιδιόμορφη φύση του. Ήταν δηλαδή οι συνδυασμένες προσπάθειες να τον δούμε από την πλευρά της προσπάθειάς του να ανήκει σε ένα κοινωνικό σύνολο και απ’ την πλευρά των δικών του, άγνωστων στους άλλους ιδιαιτεροτήτων. Και δεν αποφασίσαμε από την αρχή ότι με τον καθένα που θα βρίσκομαι ως ο Μίσκιν θα είμαι το «ον». Όχι, αυτό το «ον» προσπαθεί απλά να αντιδράσει διαφορετικά, ανάλογα με το ποιον έχει κάθε φορά απέναντί του. Έτσι δημιουργήθηκαν οι αποχρώσεις της παράστασης. Ανάλογα με τη χημεία της σχέσης του κεντρικού ήρωα με τον κάθε άλλο ρόλο. Και αυτό το γεροντοπαιδί έμπαινε στη διαδικασία κι έβγαζε ή αιχμές, ή πείσματα ή την επιθυμία να χαρεί, να παίξει, να κλάψει πολύ, να διεκδικήσει τους γονείς που δεν είχε… Όλα αυτά μέσα από το παιχνίδι της προσπάθειας του να υπάρξει, τον έκαναν αλλούτερο. Είναι ένα παιδί που όμως σκέφτεται σαν ενήλικας και ένας έφηβος που δεν είναι ωστόσο προσκολλημένος στην ιδέα της σεξουαλική επαφής, που δεν έχει ερωτική ορμή εφηβική αλλά διαθέτει την ορμή της εφηβείας, ένας άντρας ο οποίος μπορεί να δώσει χέρι βοηθείας και να στηρίξει τη οικογένεια, τη γυναίκα, τους φίλους αλλά την ίδια στιγμή θέλει τεράστια βοήθεια από τους άλλους για να σταθεί και φυσικά γίνεται επικίνδυνος σε μια κοσμική συγκέντρωση.

Όλα αυτά ήταν η αφορμή να φέρει ο ηθοποιός τον ρόλο του Μίσκιν σε επαφή με το κοινό…

… σ’ αυτό το τεράστιο εγχείρημα των έξι ωρών, σε κοινωνικό, προσωπικό, πολιτικό επίπεδο, μέσα από απογοητεύσεις, αρρώστιες… Όλο αυτό το γαϊτανάκι πλέχτηκε μέσα από τις προσπάθειες επαφής του Μίσκιν με τους άλλους. Κι επειδή ήταν «συγγενής» μου και οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης, κι η διασκευή που έγινε ήταν αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας, το φτιάξαμε λέξη προς λέξη, πέτυχε. Η οικογένεια υπήρχε από τη πρώτη στιγμή, το σπίτι που θα τη φιλοξενούσε δημιουργήθηκε κατά τις ανάγκες της.

Το ξεκίνημα

Ξεκινήσαμε με πολλαπλές αναγνώσεις σε κύκλο από το βιβλίο. Μετά προσπαθήσαμε όλοι να αφηγηθούμε τα κεφάλαια ενταγμένοι στις ανάλογες ομάδες. Ορίζοντας τους ρόλους ο καθένας τους είχε κι από μια αποστολή. Δηλαδή να βρει όλα τα κομμάτια των αφηγήσεων που αφορούσαν τον ρόλο του και να τα καταχωρήσει στη μνήμη του.

Αφού είχαμε επιλέξει τα κομμάτια των διαλόγων, όπως τα πήραμε πολύ καλά δομημένα από τον Ντοστογιέφσκι, όποτε έκρινε κάθε ηθοποιός πως μπορούσε να ξεπροβάλλει η αφήγησή του, το έκανε, αλλά ξέροντας όλοι πολύ καλά τα αφηγηματικά κομμάτια. Που έμπαιναν όπου ήταν απαραίτητα για τη σκηνή που παρακολουθούσες. Αποφασίζαμε ποια είναι απαραίτητα, ποια βοηθούν, ώστε να ξετυλιχθεί η ιστορία όχι με κίνδυνο να κοιμηθεί ο θεατής ή με στόχο να δοθούν επιπλέον πληροφορίες αλλά για να τροφοδοτηθεί η κάθε σκηνή με την απαραίτητη αφήγηση, με πρωτοβουλία του ηθοποιού ο οποίος ήξερε πολύ καλά τι είχε ανάγκη ο ρόλος του να προβάλλει. Αυτό που έχουν τα παραμύθια, το «μια φορά κι έναν καιρό», αυτό το τηρήσαμε, προσπαθήσαμε να θυμίζουμε συνέχεια ότι διηγούμαστε μια ιστορία και έτσι νιώθαμε κι εμείς κι οι θεατές ότι γυρνάμε τις σελίδες, του βιβλίου. Κι ενώ ο αναγνώστης όταν κουραστεί βάζει το σελιδοδείκτη και κλείνει το βιβλίο εμείς έμοιαζε σαν να του λέμε: μη το κλείσεις τώρα. Του δημιουργούσαμε ένα ζωντανό αίσθημα που διαφοροποιείται από την ανάγνωση, και είδαμε μια ανταπόκριση ανάλογη από τους θεατές ιδίως στη συνεχόμενη εξάωρη παράσταση. Όλοι οι ηθοποιοί έχουν κομμάτια αφήγησης εκτός από τον Μίσκιν. Και δεν είναι η περίπτωση που ένας αφηγητής διηγείται την ιστορία κι αυτόν ακούς συνέχεια, δεν είναι ο Ντοστογιέφσκι που τα λέει, εκτός από τους δεκαοκτώ που μοιράζονται την αφήγηση μπορεί να θέλεις να επέμβεις κι εσύ, ο θεατής…

Η Ναστάσια…

… είναι ο άνθρωπος που πιο πολύ απ’ όλους τον χρησιμοποιεί τον Μίσκιν. Διακρίνει σ’ αυτόν πράγματα που την γοητεύουν και την κάνουν να τον θέλει δίπλα της. Τον δικό της άγγελο. Η Ναστάσια έλεγε στον Μίσκιν: Εσύ είσαι εδώ για να μου θυμίζεις τι είμαι εγώ… Τον τρόπο που την κράταγε, το ότι δεν ζητούσε αντίτιμο, όλα αυτά τα ένιωσε αυτή… Όσο κι αν διαφωνούσε μ’ αυτά που της έλεγε, τον άκουγε να μιλάει για χάρη της. Η Ναστάσια δεν θέλει να συγχωρήσει τον εαυτό της, όσο ο Μίσκιν τη συγχωρεί, τόσο και πιο πολύ αναπτύσσει επιθετικότητα αυτή. Το να νιώθεις ότι κάποιος σε συγχωρεί δεν το σηκώνουμε πολύ εύκολα. Αυτόν που μας απελευθερώνει, που είναι γενναιόδωρος μαζί μας έχουμε την τάση να τον θεωρούμε δεδομένο. Όμως τελικά τέτοιοι άνθρωποι μας γίνονται απαραίτητοι γιατί στη ζωή είναι πολύ σημαντικό να νιώθεις ελεύθερος…

Τελικά δεν την προστατεύει αυτός, τον προστατεύει αυτή, προσπαθώντας να μην τον καταστρέψει. Σαν να λέμε γίνεται ο εξολοθρευτής άγγελός της.

Ο Ραγκόζιν…

… γίνεται έξαλλος όταν βλέπει πως αυτή πετάει για χάρη του Μίσκιν τα σάπια κομμάτια του εαυτού της και θυσιάζεται για να τον προστατεύσει. Ο ίδιος δεν έχει δεχτεί το δώρο της προστασία της αν και το χρειάζεται γιατί είναι κατ’ εξοχήν ανυπεράσπιστος.

Γι αυτό και δεν σκοτώνει τον Μίσκιν ο Ραγκόζιν, σκοτώνει αυτήν που ανακυκλώνει διαρκώς το όσο υπάρχει ο Μίσκιν θα είμαι έτσι κι αυτό είναι που πρέπει να σκοτώσει ο Ραγκόζιν, αυτήν είναι που πρέπει να εξολοθρεύσει… γιατί με τις παλινδρομήσεις της τον τρελαίνει. Στη σκηνή του φόνου της Ναστάσια, ο Μίσκιν διαλύεται τελείως αλλά εμείς τον βλέπουμε να κρατάει αγκαλιά τον Ραγκόζιν και να τον στηρίζει. Αν δεν είχε χάσει τα μυαλά του θα μπορούσε να αναλάβει και τη κηδεία της Ναστάσια και να φροντίσει και τον Ραγκόζιν. Ήταν αυτό που με προβλημάτισε και σε σχέση με το φινάλε του έργου όπου έλεγα γιατί να μην δούμε τον πρίγκιπα μόνο του στο ίδρυμα με τα άσπρα ρούχα του ζουρλομανδύα… Όταν όμως ολοκληρώθηκε πια η παράσταση λέω: «πολύ καλύτερα οι θεατές βλέπουν αυτό το ον που ξέρουν ότι θα διαλυθεί αλλά η τελευταία τους εικόνα απ’ αυτό είναι εκείνου που μετεωρίζεται ανάμεσα στους δύο πόλους εξακολουθώντας να είναι άγγελος».

Έλεγε ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο…

… αλλά δεν τον έσωσε και το ξέρει. Η Ναστάσια ήταν η αποστολή του και την βλέπει να διαλύεται. Άρα μένει και σε μας το δίλλημα ποια ομορφιά θα επιλέξουμε από τις προσφερόμενες στη ζωή για να σωθούμε και επειδή η εποχή μας είναι πάρα πολύ επιφανειακή και σεξιστική, επιλέγουμε την ομορφιά τελικά της εμφάνισης και την ομορφιά της δύναμης που ασκεί τελικά πάνω μας το σεξ.

Οι ήρωες του έργου είναι τραγικοί ήρωες

Αυτοί οι άνθρωποι δοκιμάστηκαν σε μεγάλους παράλογους αγώνες. Ανακάλυψαν πλευρές τους που είχαν την τάση να κατευθυνθούν προς το φως. Όσο κι αν αυτοί νόμιζαν πως βρίσκονται στο σκοτάδι πήγαιναν προς το φως και αυτό τους συγκλόνιζε.

Σε τι χρησιμεύει ωστόσο το να διασχίζεις τη ζωή διάπυρος; Δεν θέλω να φανεί ηθικοπλαστικό αυτό που σκέφτομαι, ότι δηλαδή πρέπει να περάσεις από δοκιμασία για να μάθεις. Αισθάνομαι όμως ότι το ποσοστό της ενέργειας που κατανάλωσαν όλοι, το πάθος που τους ώθησε να αναγνωρίσουν την επιθυμία τους να ανήκουν κάπου, να αφοσιωθούν κάπου, ο Μίσκιν τους το έκανε ακόμα πιο έντονο. Γι αυτό τα λίγα χρόνια που ζήσανε πάνω στη γη, κάτι άφησαν… Τελικά καταλήγουν όλοι να μάχονται για να αποκτήσουν κάτι από το Μίσκιν ή αναγνωρίζουν την πολεμική εκστρατεία που κάνει ο Μίσκιν, τα μέτωπα που ανοίγει. Και είναι καλύτερο νομίζω να πολεμήσεις για κάτι φωτεινό παρά να μάχεσαι στο σκοτάδι… Με βοήθησε κι εμένα ο Μίσκιν, στην προσωπική μου ζωή να καταλάβω πως είναι καλύτερα να πολεμάς κάποιον που σε οδηγεί στην καλή σου πλευρά και όχι εκείνους που σε οδηγούν στη σκοτεινή… την αιμάσσουσα… Τείνουμε προς αυτό που μας δυσκολεύει στη ζωή.

Στ’ αχνάρια μιας εξαίσιας ψυχής και των δυσκολιών της ενσάρκωσής της σκηνικά…

Στο θέατρο έτσι κι αλλιώς, είναι πάρα πολύ δύσκολο να κατανοήσεις την αύρα ενός ρόλου, όσο και να δουλέψεις όσο και να προσπαθήσεις… Πρέπει να έρθεις σε επαφή με κάτι υπερβατικό που θα σου δημιουργήσει την αύρα, που θα σου δημιουργήσει την συγκεκριμένη ματιά του ήρωα κι αυτό για μένα είναι το κομμάτι που απαιτεί την περισσότερη δουλειά.

Μια άλλη δυσκολία είναι πως ο ρόλος αυτός δεν έχει κάποιο διάλειμμα. Ο Μίσκιν είναι συνέχεια πάνω στη σκηνή. Ακόμη κι όταν η δράση δεν επικεντρώνεται σε αυτόν, ακόμα κι όταν δεν παρατηρεί τη δράση, παγιδεύει κάποια στιγμή το βλέμμα του θεατή, ακριβώς γιατί δεν βρίσκεται μαζί με τους άλλους σε δράση αλλά έχει απομονωθεί… Συμβαίνει αυτό… Και είναι ανάγκη οικονομίας σκηνικής, όταν τον έχεις τον κεντρικό ήρωα συνέχεια πάνω στη σκηνή, να φεύγει κάποια στιγμή από το πρώτο πλάνο.

Εξαιρετική δουλειά έκανε κι η σκηνογράφος

Αυτό πραγματικά ήταν δώρο. Με ένα αντικείμενο υπέβαλε το χώρο. Το τραίνο ήταν τρεις καρέκλες που δημιουργούσαν την αίσθηση. Στα αντικείμενα υπάρχει το στοιχείο μιας άλλης εποχής, αυτά καθορίζουν το χωροχρονικό πλαίσιο αντί για ογκώδη σκηνικά. Τα κοστούμια έχουν στοιχεία από την εποχή αλλά και σύγχρονα. Κάποια ενδυματολογικά στοιχεία ανοίγουν το δρόμο για την ερμηνεία του ρόλου.

Το ζητούμενο στο θέατρο

Αν βρεθεί η συγκεκριμένη συνθήκη μέσα από την οποία προβάλλεις αυτά που έχεις να πεις είναι πιο εύκολο για τον ηθοποιό να τα λέει και να τα πιστεύει. Οι μεγάλοι μονόλογοι αποδίδονται όταν δεν είσαι εσύ που τους απαγγέλεις αλλά ο ρόλος που εκφράζεται μέσα απ’ αυτούς και κάτω από τις δεδομένες συνθήκες. Κι αυτό είναι που κάνει ενδιαφέροντα αυτά που λένε. Αυτό είναι και το ζητούμενο στο θέατρο. Να βρεθεί το εναρκτήριο λάκτισμα. Αυτό που θα σε κάνει να μιλάς ώρες και ώρες και να μην νιώθεις το βάρος του χρόνου πάνω στη σκηνή. Κι ήταν ένας από τους φόβους μας αυτός, εφ’ όσον μιλάμε για μια εξάωρη παράσταση. Φοβάσαι στην αρχή αλλά αν μπορείς να λειτουργήσεις εσωτερικά χωρίς πίεση αυτό σου δίνει μεγάλη ελευθερία, αυτή η άπλα του χρόνου. Αισθάνεσαι μια θαυμάσια ελευθερία να ταξιδέψεις όπως σε ένα μεγάλο μονοπλάνο κινηματογραφικό γιατί οι σκηνές του πρώτου μέρους είναι σαραντάλεπτες, δεν είναι όπως συνήθως στο θέατρο δεκάλεπτες, πεντάλεπτες. Αυτό συμβαίνει στο δεύτερο μέρος όπου γίνεται πολύ πιο γρήγορη η δράση, οι σκηνές πέφτουν σαν μαχαιριές. Και αυτό γιατί ανά δέκα λεπτά αυτός ο άνθρωπος, ο Μίσκιν μεγαλώνει δέκα χρόνια, τέτοιες είναι οι αλλαγές που παθαίνει ώστε από 26 χρονών γίνεται εξήντα…

Γιατί καταστρέφεται ο Μίσκιν;

Ο ίδιος λέει κάποια στιγμή: «Αν είχε καλή καρδιά όλοι θα ‘χαν σωθεί». Αλλά ενώ ο ίδιος είχε καλή καρδιά δεν σώθηκε. Αν είχε σωθεί θα λέγαμε ότι έχουμε λύση για τον κόσμο. Δεν σώθηκε άρα μπορεί να μην έχουμε λύση. Η λύση του Μίσκιν είναι όμως είναι η δική του, όχι των άλλων. Οι άλλοι πρέπει μέσα από τη δική του περιπέτεια να βρουν τη δική τους λύση. Που μπορεί να τους σώσει αλλά και να μην τους σώσει.

Ο Ντοστογιέφσκι δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις πως μπορείς να σώσεις τον κόσμο με καλή καρδιά ή πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο… Ο Χριστός μέσα από τη δική του λύση τελικά αναστήθηκε. Ο Μίσκιν όμως δεν είναι θεός. Ο Ντοστογιέφσκι παίρνει το ρίσκο να μεταστρέψει τον ήρωά του ο οποίος ευαγγελίζεται την αγάπη, να τον ωθήσει σε μια σειρά συμβιβασμών. Ο ίδιος καταστρέφεται. Ας αναστηθούν οι αναγνώστες… και οι θεατές. Προϋπόθεση ωστόσο για να σωθεί ο Μίσκιν και όλοι θα ήταν να είχε επιτευχθεί από όλους μια υπέρβαση. Το γεγονός ότι όλοι δεν μπορούν να κάνουν την υπέρβασή τους οδηγεί στην καταστροφή του κόσμου τους και των ιδίων.

Κι εδώ γίνεται πολιτική η διάσταση του έργου. Δεν αρκεί η επανάσταση για να αλλάξεις τον κόσμο. Πρέπει να αλλάξεις και μέσα σου. Πρώτα μέσα σου. Ο Μίσκιν, ακόμη κι αυτός, γίνεται ανεπαρκής κάποια στιγμή. Προσπαθεί ή όχι, αλλά τελικά δεν καταφέρνει να αλλάξει κανέναν και κανέναν να σώσει.

Δουλεύοντας στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού

Σαν ηθοποιός ένοιωσα ιδιαίτερα ευνοημένος που τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου ήταν στο χώρο της Πειραματικής του Εθνικού. Είχα την ευκαιρία να πειραματιστώ σε διαφορετικούς ρόλους, που ακολούθησαν ο ένας τον άλλο αλλά μέσα στα πλαίσια μιας ομάδας κι έτσι υπήρχε διαρκής εξέλιξη. Επίσης ένοιωσα μια ασφάλεια επαγγελματικά, ξέροντας ότι θα υπάρξει στην πορεία μου μια συνέχεια. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν μπορώ κι αλλιώς. Δεν θα γίνουμε όλοι Μίσκιν τώρα… Ακόμα κι ο Μίσκιν προσπάθησε να προσαρμοστεί σ’ ένα περιβάλλον άλλο. Θα δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και σε άλλους χώρους. Θα προσπαθήσω να λειτουργήσω κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ακόμα και με το ρίσκο να γίνω στο τέλος και… ηλίθιος!

Επίλογος

Στη ζωή το ανοίκειο δεν το αντέχουν για πολύ οι άνθρωποι. Το θέλουμε και μας γοητεύει όσο δεν μας ταλαιπωρεί σε σχέση με τον κοινωνικό μας περίγυρο. Σε στιγμές που όλο αυτό το πλήθος νοιώθει πως το εκθέτει ο Μίσκιν κοινωνικά, ενώ τον έχουν αγαπήσει κι αποδεχτεί αναγκάζονται να ενταχθούν ξανά στις οικείες δομές τους εγκαταλείποντάς τον. Κι αυτό επιδρά τρομακτικά στις ψυχές τους γιατί η ιδιαιτερότητα του Μίσκιν θα μπορούσε όντως να τους απελευθερώσει. Αλλά η κοινωνία μας θέτει όρους οι οποίοι δεν ευνοούν μια τέτοια απόδραση από τους κόλπους της. Κι ενώ υπάρχουν άνθρωποι σοφοί που σε οδηγούν στο φως, η κοινωνία σου λέει ε! Όχι και τόσο φως στη ζωή σου… Πάρε και λίγο σκοτάδι…

Το σκοτάδι του Μίσκιν είναι επίσης τρομακτικό. Αυτούς τους ανθρώπους, που τους γνώρισε και που τον γνώρισαν κι αυτοί και αναγνώρισαν σε κείνον κάποια πράγματα, δεν τους αναγνωρίζει στο τέλος. Άρα τώρα κι αυτοί πρέπει να συγχωρήσουν τον Μίσκιν. Ο πρίγκιπας είναι άνθρωπος. Έχει κι αυτός ανάγκη από συγχώρεση.

Κείμενο: Μαρία Κυριάκη – Αγγελική Κασόλα

 

Μαρία Σαββίδου

Άγρια καλωσύνη

Η Μαρία Σαββίδου υποδύεται στην παράσταση τον ρόλο της Λιζαβέτας Προκόφιεβνα Επαντζίν, μητέρας τριών γοητευτικών κοριτσιών με αριστοκρατική καταγωγή και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ένα εκ των οποίων, θα αρραβωνιαστεί τον Μίσκιν.

Συγγενής του πρίγκιπα, δέχεται την επίσκεψή του και τον γνωρίζει στην υψηλή κοινωνία, της οποίας αποτελεί μέλος. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια σχέση συγκρουσιακή αλλά και βαθιά τρυφερή που δεν ανατρέπεται ούτε όταν ο Μίσκιν «προδίδει» την Αγλαΐα. Η Μαρία Σαββίδου μας μιλάει για τον ρόλο της και την και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη βαθύτερή του υπόσταση.

Σε σχέση με τον «Ηλίθιο»

Η Λιζαβέτα, έχω την αίσθηση ότι δεν είναι τυχαία συγγενής του. Δεν μπορεί παρά να είναι περήφανη για τη συγγένειά της με ένα τέτοιο άτομο, το οποίο όμως κλονίζει συθέμελα και τη δική της ζωή. Δεν τη βολεύει καθόλου αλλά της αρέσει. Το πάθος της για τον Μίσκιν κρύβει μέσα του την αθωότητα την παιδική.

Αυτός ο άνθρωπος ο ανεπαρκής για αυτόν τον κόσμο, ο Μίσκιν, καταστρέφει την οικογένειά της όπως και όποιον άλλο συναντάει. Και παρ’ όλα αυτά, όταν αυτή πηγαίνει να τον δει στο νοσηλευτήριο, του τα έχει συγχωρήσει όλα και λέει συντετριμμένη: «Όλο αυτό είναι ένα ψέμα. Κι εμείς είμαστε όλοι μια φαντασία».

Η Λισαβέτα ανάμεσα σε δύο αντίθετες ροπές

Δεν υπάρχει σκηνή στην οποία η Λισαβέτα να μην ανατρέπει όλα όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή σε έχει κάνει να νομίζεις πως έστησε. Αισθάνομαι πολλές φορές πως είναι μια γυναίκα-μωρό και μοιάζει να την προδίδει η ίδια της η καρδιά ή η συμπεριφορά. Ο Στάθης μας είχε πει κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία για τους ήρωες που είχε περιλάβει στις σημειώσεις του ο Ντοστογιέφσκι καθώς έγραφε το μυθιστόρημα. Για τη Λισαβέτα είχε σημειώσει: Άγρια καλωσύνη. Αυτό από μόνο του φέρει μια αντίφαση. Πιστεύω πως όλοι οι ήρωες φέρουν μια σύγκρουση μέσα τους ειδικά αυτή όμως διχάζεται σε πολύ ακραίο βαθμό, οι αντιφάσεις της είναι στην πράξη. Μοιάζει να σου λέει «φύγε» τραβώντας σε προς το μέρος της. Αισθάνομαι ότι τέτοιες είναι οι χειρονομίες της σε όλο το έργο.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της είναι πως είναι αυτάρκης και με υψηλή συναισθηματική ευφυΐα κι ένα άλλο ταλέντο της είναι να βάζει συνεχώς μπουρλότο στην οικογένεια της. Μια οικογένεια κολλημένη στο πρωτόκολλο αλλά με μια τρέλα που την οδηγεί στο να εκτροχιάζεται συνεχώς από τον καθωσπρεπισμό.

Η σχέση των άλλων ηρώων με τον Μίσκιν

Νομίζω ότι και στο πλαίσιο της παράστασης αλλά και στον τρόπο που σιγά-σιγά αρχίσαμε να αφουγκραζόμαστε το μυθιστόρημα εκ των πραγμάτων μοιάζει να έρχονται όλοι οι άλλοι σε αντιπαράθεση με τον Μίσκιν και συμβαίνει το εξής: Ο καθένας έχει μία ιδιαίτερη σχέση μαζί του αλλά και μια δεύτερη όταν βρίσκεται ενταγμένος στο σύνολο «εκείνων» που έρχονται σε αντιπαράθεση μ’ αυτόν. Προσπαθούν όλοι να δουν στο πρόσωπο του τα είδωλα των νόμων των αρχών δεοντολογιών και ιδεολογιών και πρωτοκόλλων, ακόμα και των υπαρξιακών τους φόβων γιατί απλούστατα αυτό που πραγματικά είναι ο Μίσκιν δεν μπορούν να το δουν και να το αντέξουν, δεν υπάρχει αρκετός χώρος μέσα τους για να χωρέσει.

Κείμενο: ΜΑρία Κυριάκη – Αγγελική Κασόλα

 

Μαρία Ναυπλιώτου

Η ομορφιά που σώζει…

Η Μαρία Ναυπλιώτου υποδύεται τη Ναστάσια Φιλίποβνα, την πανέμορφη αλλά και ανεπανόρθωτα πληγωμένη γυναίκα που υπήρξε καθοριστική για τον Μίσκιν και στοίχειωσε τις επιθυμίες του. Εκείνην που κατά πάσα πιθανότητα είχε κάποτε στοιχειώσει και τις σκέψεις του Ντοστογιέφσκι.

Ο «Ηλίθιος» είναι μυθιστόρημα, δεν είναι θεατρικό έργο…

Μπήκαμε σε μια διαδικασία να το δραματοποιήσουμε. Οι δυσκολίες ήταν τεράστιες ώσπου να καταλήξουμε στο σκελετό του έργου, δηλαδή στην ιστορία που εμείς θέλαμε να αφηγηθούμε. Ποιες δράσεις θα βγαίνανε, ποιες σκηνές θα βγαίνανε, ποια κομμάτια δεν ήταν τόσο απαραίτητα ή μας φαινόντουσαν απαραίτητα αλλά δεν ξέραμε πώς να τα εντάξουμε στην ιστορία… Αυτό γινόταν με διάβασμα του μυθιστορήματος και συγχρόνως αυτοσχεδιασμούς. Μετά περάσαμε σε μια άλλη φάση όπου καταφέραμε από τις σκηνές που είχαμε επιλέξει να βγάλουμε έναν διάλογο. Και μετά ήρθε η πιο δύσκολη φάση η οποία αφορούσε την αφήγηση, γιατί στα μυθιστορήματα η αφήγηση είναι το μεγαλύτερο κομμάτι φυσικά. Το ζητούμενο ήταν να μπορέσουμε να κρατήσουμε ακέραια την ατμόσφαιρα του έργου.

Όσον αφορά τη Ναστάσια…

Δεν ξέρω πραγματικά τι σχέση μπορεί να είχε η Ναστάσια Φιλίποβνα του Ντοστογιέφσκι με αυτήν που εμείς, κι εγώ ζωντανέψαμε τελικά. Νομίζω όμως πως αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε κάθε έργο, δηλαδή, αυτό είναι η ανάγνωση και η ερμηνεία. Το τι, από ένστικτο, διαίσθηση ή προαίσθημα, αποφασίζεις να εκφράσεις τελικά. Εγώ αυτά που είδα είναι καταρχήν η ανάγκη της για ελευθερία και ότι είναι μια γυναίκα που της έχουν συμβεί κατάφορες αδικίες και τρομερές δυστυχίες σε πολύ μικρή ηλικία, όπου κανείς είναι ανίκανος να τις διαχειριστεί. Και μεγαλώνοντας έζησε μέσα σ’ ένα πλαίσιο κοινωνικό, το οποίο δεν της επέτρεπε σε καμία περίπτωση να βρει το δίκιο της ή κάποιον να την υποστηρίξει. Αν ζώντας στη σημερινή εποχή είχε μια πιθανότητα μια παρόμοια Ναστάσια Φιλίποβνα να βρει ένα μονοπάτι προς το φως και την ελευθερία και όχι προς την αυτοκαταστροφή, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε καμία τέτοια πιθανότητα.

Θεωρώ ότι είναι ένα ευφυές πλάσμα, πέρα από την ομορφιά που αναφέρει ο συγγραφέας πως διαθέτει, που προφανώς θα πρέπει να είναι κάτι συγκλονιστικό για να μιλάνε όλοι οι άνθρωποι γι’ αυτήν. Τη θαυμάζω για το ότι, σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν έλεγαν, κι ακόμα και σήμερα δεν λένε, τα πράγματα έτσι όπως είναι, ή έτσι όπως τα αισθάνονται, εκείνη καταφέρνει να τα λέει και να διεκδικεί, έστω κι επί ματαίω τη θέση της. Γι αυτό είναι πολύ ισχυρός ο λόγος της. Συγχρόνως έχει χιούμορ, ειρωνεία, είναι τρομερά σαρκαστική. Αλλά τα πληρώνει όλα ακριβά.

Νομίζω ότι η ευφυΐα της μαζί με την πρόωρη καταστροφή του συναισθηματικού της κόσμου που ήταν πολύ πλούσιος, έχουν δημιουργήσει αυτό το εκρηκτικό μείγμα. Ωστόσο δε μπορεί κανείς να την πιάσει, και αυτό είναι τρομερά γοητευτικό, έλκει τους ανθρώπους αυτό πάρα πολύ. Επιθυμούν να κάνουν δικό τους κάτι το οποίο δεν γίνεται να έχουν. Γιατί κανείς δεν μπορεί να την έχει τη Ναστάσια, κανείς δε μπορεί να την υποδουλώσει, ακόμα κι αν κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν, έστω για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Επίσης κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει εκτός απ’ τον Μίσκιν. Ο Μίσκιν μπαίνει και σηκώνει το πέπλο και αποκαλύπτει αυτό που πραγματικά είναι η Ναστάσια. Αυτό τη φοβίζει, την ευαισθητοποιεί, τη συγκινεί, τη συγκλονίζει…

Και την απενοχοποιεί κιόλας…

Έχω την αίσθηση ότι ο Μίσκιν την ενοχοποιεί ακόμα περισσότερο, γιατί είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν καταφέρνει τελικά να διαχειριστεί όλο αυτό το κομμάτι της Ναστάσια, το κρυμμένο κι απ’ τον ίδιο της τον εαυτό. Γι’ αυτόν το λόγο είναι η μεγαλύτερη απειλή της. Από τη στιγμή δηλαδή που μπαίνει ο Μίσκιν στο έργο, η Ναστάσια πλέον, είναι ένα τραίνο με ανεξέλεγκτη ταχύτητα που οδεύει προς την καταστροφή.

Και για πιο λόγο αποφασίζει να του διαλέξει για σύζυγο, την Αγλαΐα;

Αυτό είναι ένα πολύ σκοτεινό κομμάτι. Η μόνη εξήγηση που εγώ κατάφερα να δώσω είναι ότι η Αγλαΐα αντιπροσωπεύει για την ίδια τη Ναστάσια, αυτό που θα επιθυμούσε να είναι, αν βρώμικα χέρια δεν την είχαν αγγίξει. Γιατί η Αγλαΐα είναι αθώα, έξυπνη, όμορφη, αλλά ακόμα αγνή και αθώα, δεν έχει πέσει πάνω της ο οχετός που έχει πέσει πάνω στη Ναστάσια και της έχει στερήσει από νωρίς κάθε αθωότητα. Και νομίζω ότι βλέποντας την από μακριά, κάνει επάνω της μία προβολή κι ίσως, ίσως νιώθει σαν να παντρεύει τον ιδανικό της εαυτό με τον Μίσκιν όταν προσπαθεί να τον παντρέψει με την Αγλαΐα. Ίσως έχει και μια πολύ ισχυρή διαίσθηση, ίσως καταλαβαίνει ότι η Αγλαΐα με τον Μίσκιν στην πραγματικότητα ταιριάζουν. Κι όντως αν δεις τα ζευγάρια, και στη σκηνή και στο μυθιστόρημα, τις προσωπικότητες έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί πλέον, ο Μίσκιν με την Αγλαΐα ταιριάζει και ο Ραγκόζιν με τη Ναστάσια. Σαν, ας πούμε, το απόλυτο ταίρι που θα οδηγήσει τον σύντροφό του στο φως, ή την καταστροφή, δεν έχει καμία σημασία.

Αλλά όταν η Ναστάσια τη γνωρίζει από κοντά την Αγλαΐα την απορρίπτει.

Νομίζω ότι η Ναστάσια κινείται σε ένα μη ρεαλιστικό επίπεδο όσο αφορά την Αγλαΐα, αλλά και πολλά άλλα στοιχεία της πραγματικότητας γύρω της. Γιατί η αλήθεια είναι ότι είναι εκκεντρική και είναι σα να μη μπορεί πολλές φορές να κάνει τις συνδέσεις με την πραγματική ζωή. Ή εξιδανικεύει τα πράγματα, ή τα βλέπει χάλια που μάλλον έτσι είναι κιόλας. Από την άλλη πλευρά η Αγλαΐα έχει δίκιο να είναι επιθετική απέναντι στη Ναστάσια. Δηλαδή τι δουλειά έχει η Ναστάσια να την παντρολογάει, να της στέλνει γράμματα, εφιαλτικά γράμματα, να της ορίζει τη ζωή, να λειτουργεί σαν μια θεότητα που αποφασίζει, ποιος θα πάει με ποιον και τι θα κάνει. Είναι σα να θέλει να ελέγξει μοίρες, όπως δεν μπόρεσε ποτέ να ελέγξει τη δική της. Πάντως είναι φυσικό να έρθουν σε σύγκρουση αυτοί οι δύο χαρακτήρες από τη στιγμή που θα συναντηθούν, γιατί ο καθένας από τη μεριά του, έχει το δίκιο του το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με το δίκιο του άλλου. Κι επίσης προσωπικότητες τόσο ανεξάρτητες και ελεύθερες όπως είναι η Ναστάσια και η Αγλαΐα , είναι αδύνατον να ανεχτούν τον οποιαδήποτε να τους ορίσει ή αν τους καθορίσει τη ζωή.

Και τη στιγμή που καταρρέει, είναι γιατί την απέρριψε ο Μίσκιν…

Νομίζω ότι η ένταση αυτής της σκηνής, είναι τεράστια. Είναι μια σκηνή, που εμένα με προβληματίζει πολύ ψυχολογικά και το ίδιο και τη Δέσποινα. Η ένταση είναι τεράστια. Ξεκινάνε πέρα από τα κόκκινα και οδηγούνται στο μακελειό. Είναι πολύ φυσικό ένας άνθρωπος να μην αντέξει και να χάσει τις αισθήσεις του στην κυριολεξία κάτω από τέτοια πίεση. Πέρα από αυτό όμως, εκείνη την ώρα, αντικρίζει και πάρα πολλά κομμάτια της απόρριψης, της εγκατάλειψης για άλλη μία φορά. Είναι τόσα πολλά αυτά που συμβαίνουν και η σύγκρουση καταλήγει ολοκληρωτική και ανελέητη.

Πώς ήταν η συνεργασία σου με την ομάδα της Πειραματικής Σκηνής;

Σ’ αυτήν την ομάδα ήμουν από παλιά. Όταν ιδρύθηκε, ήμουν για δύο χρόνια, μετά έφυγα και γύρισα τώρα. Τα βασικά μέλη της ομάδας τα ξέρω πολύ καλά γιατί ζήσαμε μαζί δύο χρόνια από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ήταν σα να μην είχα φύγει καθόλου. Οι δεσμοί που είχαμε αναπτύξει ήταν τόσο ισχυροί ώστε κι όταν ήμουν κάπου άλλου, πάλι αισθανόμουν, δεμένη με τους ανθρώπους της Πειραματικής. Το ίδιο και με τον Στάθη, που γνώριζα τον τρόπο που δουλεύει. Διαφορετικό ήταν το ότι δραματοποιήσαμε ένα μυθιστόρημα. Αλλά και παλιότερα είχαμε κάνει ποίηση. Δεν είχε αλλάξει κάτι στον τρόπο της εργασίας μας. Δουλέψαμε πολύ αυτοσχεδιασμό, όπως πάντα. Το καλό όταν δουλεύεις με αυτόν τον τρόπο, όταν στοχεύεις βαθιά στα πράγματα και δεν μένεις σε μια εντύπωση, ή σε έναν εντυπωσιασμό είναι ότι δεν σε απασχολούν οι ανασφάλειες. Όσα χρόνια έχω δουλέψει με το Στάθη, δεν με απασχόλησε το αν είναι καλή ή κακή η παράσταση, γιατί όλα τα άλλα κομμάτια είναι πιο ουσιαστικά. Ούτως ή άλλως, κάθε παράσταση δεν είναι παρά μια απόπειρα ερμηνείας του έργου. Όταν αυτή γίνεται με τίμια πρόθεση απέναντι στο έργο, με σεβασμό, αγάπη και πολλή δουλειά, νομίζω ότι αυτό είναι αυτό που μετράει. Όταν κάποια στιγμή παίξαμε στο κοινό καταλάβαμε πως έχουμε μια πολύ καλή παράσταση στα χέρια μας αλλά αυτό έγινε μετά. Καταλάβαμε ότι αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε, βρήκε αποδέκτες.

Τι ετοιμάζεις μετά, μόλις τελειώσεις με τη Πειραματική;

Θα είμαι στην παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου, «Bossa nova», στο Εθνικό.

Θα σου λείψει η Ναστάσια όταν τελειώσει;

Θα μου λείψει, ναι.

Η ομορφιά λυτρώνει;

Δεν ξέρω. Η εσωτερική ισορροπία, που μπορεί να είναι ένα είδος ομορφιάς, ναι. Αλλά δεν ξέρω κανέναν που να την έχει κατακτήσει πλήρως.

Ο έρωτας, λυτρώνει;

Ο έρωτας αναστατώνει κυρίως. Δεν είναι συναίσθημα κατά τη γνώμη μου. Είναι ένα παιχνίδι της φύσης, ένας ενθουσιασμός που μας γεννάει η φύση μας για να μας φέρνει κοντά. Τα συναισθήματα είναι η αγάπη, ο φόβος, το μίσος, η χαρά, η λύπη, αυτά. Ο έρωτας δεν είναι συναίσθημα. Κρατάει πολύ λίγο, και βλέπεις ότι οι πιο ανώριμοι συναισθηματικά άνθρωποι ερωτεύονται πολύ συχνά, ενθουσιάζονται εύκολα και είναι αδύνατον να περάσουν σε βαθύτερα συναισθήματα και να μπορέσουν να γνωρίσουν ουσιαστικές σχέσεις. Γιατί ο έρωτας δεν είναι ουσιαστική σχέση, είναι κάτι που σε συνεπαίρνει.

Κείμενο: Μαρία Κυριάκη

 

Δημήτρης Ήμελλος

Το μεγαλύτερο ναυάγιο θα είναι αν σωθούμε

Ο Δημήτρης Ήμελλος υποδύεται τον Γιαρφιόν Σεμόνοβιτς Ραγκόζιν, έναν δαιμονικό άντρα που μέσα από το άγριο ταπεραμέντο του αλλά και την αδυναμία του να ελέγξει τα πάθη του, θα σκοτώσει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, τη μοιραία Ναστάσια.

Η δυσκολία του να είσαι ηθοποιός

Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι ότι η δουλειά σου προχωράει και εξελίσσεται, δεν μένεις στάσιμος. Το δύσκολο κομμάτι δεν είναι το να επιτύχεις να είσαι ασφαλής. Βέβαια, ίσως και κατά κάποιο τρόπο να μιλάω εκ του ασφαλούς, με την έννοια του ότι είμαι σε έναν τέτοιο χώρο όπως η Πειραματική του Εθνικού που σου προσφέρει μια ασφάλεια αλλά για μένα το πιο σημαντικό εδώ είναι ότι βρίσκεις ανθρώπους που μοιράζεσαι πράγματα μαζί τους, και μπορείς να εξελιχτείς μαζί τους, και να εξελιχθούν και αυτοί μαζί σου. Εάν δεν συμβαίνει αυτό , η δουλειά μας γίνεται λίγο μίζερη και ξέρεις η μιζέρια σε έναν χώρο όπως είναι η τέχνη, είναι το χειρότερο πράγμα. Γιατί αν είναι μίζεροι οι καλλιτέχνες, τι να κάνουνε και οι μη καλλιτέχνες; Σαν ηθοποιός υποτίθεται ότι προτείνεις και έναν τρόπο ζωής. Υποτίθεται. Αν δεν το κάνεις κι αυτό, τότε μάλλον δεν έχεις λόγο να είσαι εκεί. Μετά μάλλον ο επαγγελματισμός γίνεται ο προορισμός και η επιβίωση γίνεται ο στόχος, ενώ δεν ξεκινάς έτσι. Όταν πάει κάποιος στο θέατρο δεν ξεκινάει από την ανάγκη του να βιοποριστεί, ξεκινάει από κάποια άλλη βαθύτερη ανάγκη. Όταν αυτή η ανάγκη αντικατασταθεί από τη μονιμότητα και τη σιγουριά, χάνεται η πρώτη φλόγα κι έτσι παύεις στην πραγματικότητα να είσαι δημιουργικός.

Τολμηρό εγχείρημα η μεταφορά ενός τέτοιου μυθιστορήματος για να καταλήξει μία εξάωρη παράσταση.

Λέξη, λέξη, σελίδα τη σελίδα. Επειδή ο «Ηλίθιος» δεν είναι μια αυτόνομη παράσταση. Είναι αποτέλεσμα μιας πορείας που ξεκίνησε στην Πειραματική το 2001. Οι άνθρωποι που ήμασταν σε αυτή τη δουλειά, εκπαιδευτήκαμε μέσα από αυτήν την πορεία να ανακαλύπτουμε δρόμους και διαδρομές και να βάζουμε συνεχώς καινούργια στοιχήματα με αποσκευή την εμπειρία που έχουμε ήδη αποκτήσει και με ελπίδα το άγνωστο που μας ανοίγεται μπροστά μας. Ο «Ηλίθιος» είναι μια δουλειά που έχει ρίζα και γι’ αυτό έχει εξέλιξη και προοπτική. Δεν είναι δηλαδή μεμονωμένη. Αυτό είναι που εγώ θεωρώ σημαντικό σ’ αυτή τη δουλειά. Ότι είναι προϊόν μιας πορείας και υπόσχεται κάτι καινούργιο.

Για τον Ραγκόζιν

Πιστεύω ότι αυτό το διπλό του χαρακτήρα του, αυτού του είδους η εσωτερική σύγκρουση βρίσκεται σε όλα τα πρόσωπα του Ντοστογιέφσκι, δηλαδή αυτός ο διχασμός, το θέλω, το πρέπει, ο εαυτός μου οι άλλοι, βρίσκεται σε όλα τα πρόσωπα. Το όνομά του συγγενεύει με τη λέξη «κέρατο» όπως του Μίσκιν σημαίνει ποντικός. Κι έχουμε κι εκεί μια αντίθεση αφού στην ουσία ο πρίγκιπας ονομάζεται Λέων-ποντικούλης. Ουσιαστικά η πορεία του αφορά το πώς μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος από το πάθος που ξεχειλίζει μέσα του να οδηγηθεί σε ένα φονικό. Πάντα τον έβλεπα σε σχέση με τον Μίσκιν, δηλαδή, μοιάζουν σα δύο αδέρφια, πραγματικά, δύο όψεις ενός νομίσματος, ακραίες και οι δύο, που κατά κάποιο τρόπο, ο ένας αναγνωρίζει τον άλλο. Έχει και λίγο την όψη του δαίμονα κι ο συγγραφέας τον φέρνει αντιμέτωπο με έναν άγγελο. Το μαγικό είναι ότι ο Ραγκόζιν γίνεται άγγελος ορισμένες φορές όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον Μίσκιν. Επίσης είναι ένας εξόριστος. Ο ίδιος νιώθει έτσι. Εξόριστος απ’ τον πατέρα του που τον έδιωξε από το σπίτι κι απ’ τον Θεό, που τον έχει διώξει από τον παράδεισο.

Δεν είναι περίεργο οτι ο Μίσκιν δεν εντυπωσιάζεται καθόλου όταν ο Ραγκόζιν του λέει ότι σκότωσε τη Ναστάσια;

Η ψυχή του το ξέρει… Φυσικά γιατί πάει πάντα με τη μεριά της ζωής και τους αδύναμους, και αυτό είναι η μεγαλύτερή του δύναμη. Εκείνη τη στιγμή, η Ναστάσια είναι νεκρή. Δεν έχει ανάγκη τίποτε. Αυτός που έχει ανάγκη είναι ζωντανός. Από την άλλη, μην ξεχνάμε ότι ο Μίσκιν ήταν και ο προφήτης αυτής της κατάληξης διότι με το που είδε το Ραγκόζιν, όταν ρωτάει ο Γάνια «μπορεί να παντρευτεί ο Ραγκόζιν;», ο Μίσκιν απαντάει ότι «εάν παντρευτεί, σε μια βδομάδα θα τη σφάξει». Ίσως αυτό να είναι και το μαγικό σε αυτό το έργο, ότι δεν αρκεί να έρθει κάποιος και να σε λυτρώσει. Πρέπει και να θέλεις να λυτρωθείς. Να είσαι ικανός να λυτρωθείς. Και αυτό το λέω για όλους τους ήρωες. Ο Μίσκιν έρχεται και από το εξωτερικό με τη δυνατότητα να λυτρώσει τις ψυχές των ηρώων του έργου, αλλά η ψυχή του ανθρώπου, είναι ανίκανη να λυτρωθεί, είναι ανίκανη πραγματικά. Ποιος ξέρει γιατί…

Για την Ναστάσια

Η Ναστάσια είναι καταδικασμένη σε ένα μαρτύριο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, σχεδόν οδηγεί τον Ραγκόζιν στο να τη δολοφονήσει γιατί μόνο έτσι μπορεί να λυτρωθεί. Κινείται από ένα ένστικτο καταστροφής κι αυτό είναι ένα άλλο θέμα στον Ντοστογιέφσκι, το πόσο καταστροφική μπορεί να είναι η ομορφιά. Αυτή η ομορφιά σώζει τον κόσμο, καταστρέφει όμως τον εαυτό της.

Για τη σκηνή που έρχονται αντιμέτωπες η Ναστάσια και η Αγλαΐα…

Η Αγλαΐα ήταν η επιλογή της Ναστάσια για τον Μίσκιν και την είδε μπροστά της να συμπεριφέρεται σαν ένα τέρας, την τάραξε βαθιά η λάθος επιλογή της. Είναι μια σκηνή ανάμεσα στις δύο γυναίκες, οι άντρες εκεί είναι θεατές όπως και πρέπει να ‘ναι.

Για την ντοστογιεφσκική σύγκρουση ανάμεσα στις αντιθέσεις

Έχω την αίσθηση ότι στον Ντοστογιέφσκι τα πρόσωπα διχάζονται ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Ο Ντοστογιέφσκι είναι ορθόδοξος κι η πίστη με την απιστία στην ορθοδοξία είναι αδέλφια. Η ισορροπία ανάμεσα στο καλό και το κακό αφορά στον παράδεισο. Επειδή η ζωή δεν είναι παράδεισος, αυτή η ισορροπία ανατρέπεται κι έτσι γεννιούνται οι συγκρούσεις. Υπάρχουν στιγμές που η ψυχή εξανίσταται αλλά φεύγει η στιγμή και μετά η σαρξ ζητάει πάλι τα εαυτής. Νιώθεις ξαφνικά θεός και μετά ξαναγίνεσαι άνθρωπος. Το πρόβλημα του ανθρώπου είναι ότι θα πεθάνει. Δεν είναι αιώνιος. Αν ήταν αιώνιος ή αν δεν ήξερε ότι θα πεθάνει δεν θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα…

Τα προβλήματα πηγάζουν μέσα από αυτή τη γνώση. Μέσα από αυτήν την γνώση γεννιέται η επιθυμία να αφήσεις κάτι πίσω σου, η δημιουργία, η αλαζονεία, έτσι γεννιέται το παιδί μου. Το καλό και το κακό έργο έτσι γεννιούνται. Κι αυτά πάνε δίπλα-δίπλα. Ο Ζορμπάς έλεγε «να κάνεις μια προσευχή για το θεό και μια για τον διάβολο». Είμαστε φθαρτοί κι αδύναμοι άνθρωποι. Δεν είμαστε θεοί παρ’ όλο που πολλές φορές τους καμωνόμαστε. Ο Ραγκόζιν δεν είναι θεός αλλά ζωή παίρνει, τον καμώνεται τον θεό. Και με τον όρκο καμωνόμαστε το θεό. Γιατί δεν γίνεται να τον τηρήσουμε, δεν μπορεί από τη φύση του να διαιωνίζεται κάτι. Εκεί βρίσκεται το παιχνίδι αυτών των συγκρούσεων αλλά και η ματαιότητα των πράξεών μας. Δεν ξέρω αν υπάρχει ευτυχία σ’ αυτό τον κόσμο αλλά αν υπάρχει μόνο η στιγμή μπορεί να μας τη δώσει.

Λυτρώνονται οι ήρωες σ’ αυτήν την παράσταση;

Στην παράσταση ο στόχος είναι να λυτρωθεί ο θεατής, όχι οι ήρωες. Αν είναι να καταστραφεί ο ήρωας για να λυτρωθεί ο θεατής, τότε θα καταστραφεί. Αλλά και γιατί να είναι απαραίτητη η λύτρωση; Κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται η λύτρωση, αν αυτό που νομίζεις λύτρωση είναι καταστροφή κι αυτό που νομίζεις καταστροφή είναι λύτρωση. Ο Ουράνης έλεγε: «το μεγαλύτερο ναυάγιο θα είναι αν σωθούμε».

Κείμενο: Μαρία Κυριάκη

 

Επίλογος

Την εξάωρη παράσταση «Ηλίθιος» βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός. Βοηθός σκηνοθέτης είναι η Γιολάντα Μαρκοπούλου. Η μετάφραση είναι του Άρη Αλεξάνδρου και τη δραματουργική επεξεργασία έκανε ο Σάββας Κυριακίδης με τη συνεργασία των ηθοποιών και του σκηνοθέτη της παράστασης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει η Ελένη Μανωλοπούλου. Την μουσική συνέθεσε ο Θοδωρής Αμπαζής. Την κίνηση και τη χορογραφία έστησε η Σεσίλ Μικρούτσικου ενώ οι φωτισμοί είναι του Αλέκου Αναστασίου.

Παίζουν οι ηθοποιοί: Βασίλης Ανδρέου, Δημήτρης Ήμελλος, Μαρία Ναυπλιώτου, Νίκος Καρδώνης, Μαρία Κίτσου, Στράτος Σωπύλης, Μαρία Σαββίδου, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Γιούλη Τάσσιου (σε αντικατάσταση της Κανελλίνας Μενούτη), Δέσποινα Κούρτη, Στέλιος Ιακωβίδης, Δημήτρης Παπανικολάου, Ελένη Ρουσσινού, Στάθης Γράψας, Σοφία Τσινάρη, Δημήτρης Μοθωναίος, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιάννης Τσεμπερλίδης και Δημήτρης Μυλωνάς.

Τη επιμέλεια του αφιερώματος «Φουαγιέ» στην παράσταση έκανε η Αγγελική Κασόλα.

10-11.2007, «Ο Ηλίθιος». Επιμέλεια Αγγελική Κασόλα