Ο αδύνατος κρίκος

Μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να μιλήσω για τα έργα τον Ντέιβιντ Μάμετ, που παίζονται συχνά στην Ελλάδα. Πρόκειται για εκλεκτές τεχνικές κατασκευές, για θεατρικούς μηχανισμούς ακριβείας που αναπαράγουν σε μικρογραφία την αμερικανική κοινωνία: έναν ημιτελή «Πύργο της Βαβέλ» με μια επικίνδυνη επικλινή εξωτερική σκαλωσιά γεμάτη παγίδες, από εκείνες που ονομάζονται χαρακτηριστικά στη διάλεκτο της μαστορικής «φάκες». Δηλαδή σανίδες ξεκάρφωτες… που αν κάνεις το λάθος και τις πατήσεις, εκσφενδονίζεσαι στα χάη.

Στο «Οικόπεδα με θέα», που είναι ένας ακόμη θαυμαστός θεατρικός μηχανισμός προγραμματισμένος να ελέγχει μόνος την αντοχή των υλικών του, ο Μάμετ μάς αποκαλύπτει άλλο ένα μυστικό του συναφιού των μαστόρων που έφτιαξαν το «αμερικάνικο όνειρο»: η «σκαλωσιά» είναι φτιαγμένη από σώματα ζωντανών ανθρώπων που πατούν ο ένας επάνω στους ώμους του άλλου, φτιάχνοντας πυραμίδα. Ο πιο «αδύναμος κρίκος» πάντα λυγίζει κι η «σκαλωσιά» γκρεμίζεται. Μόνο ένας κάθε φορά μπορεί να φτάσει στην κορυφή, και το ανάθεμα πέφτει πάντα στον πιο αδύνατο, που έπεσε.

Είναι τρομακτικά ενδιαφέρον ότι το έργο έχει συλληφθεί και δομηθεί ως ένα πείραμα εν εξελίξει για την επαλήθευση του πιο πάνω «βιβλικού» θεωρήματος. Παρακολουθούμε, σαν σε μικροσκόπιο, τη δράση μιας μικρής επαγγελματικής αμερικάνικης συντεχνίας (μικρομεσαίοι κτηματομεσίτες μιας επαρχιακής πόλης), έναν αγώνα δυνάμεως για την επικράτηση του πρώτου (ο βουλητικά ισχυρότερος, ο αποτελεσματικότερος), που θα παίρνει τη μερίδα του λέοντας απ’ τα κέρδη, και για τη συντριβή του εσχάτου (ο βουλητικά ασθενέστερος, ο αναποτελεσματικότερος), που θα χάσει τη δουλειά του.

Το έργο ξεκινά μ’ έναν «προαγώνα» μεταξύ δύο μελών της ομάδας (επιλογή τυχαία) όπου ένας «πιο δυνατός» επιχειρεί «πειραματικά» να ωθήσει έναν «πιο αδύνατο» να κάνει μια εκτός προγραμματισμού κίνηση: να διαρρήξει νύχτα τα γραφεία της ομάδας και να υπεξαιρέσει κρίσιμα έγγραφα. Η διάρρηξη πράγματι, γίνεται. Η έκβαση τώρα του κυρίως αγώνα, που παρακολουθούμε σαν σε «ζωντανή μετάδοση» μεταξύ του συνόλου των «παικτών» της ομάδας και είναι άσχετος με το προηγηθέν γεγονός της διάρρηξης, καθορίζει εντούτοις αναδρομικά το πρόσωπο του όντως αυτουργού της διάρρηξης: ο φακός «νετάρει» (δραματουργική επιλογή αυτή τη φορά μη τυχαία) στη μορφή του χαμένου της παρτίδας, που είναι ένας άλλος, όχι ο πρώτος δράσας. Και η κρίση αποφαίνεται τελεσιδίκως: Αυτός ήταν! Λιθοβολήστε τον!

Η παράσταση στο θέατρο «Πορεία» είναι μια συμπαραγωγή της Θεατρικής Εταιρείας Δόλιχος και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθηνού ξετυλίγει το έργο σε σωστά υπολογισμένους ρυθμούς και χρόνους, σαν αστυνομικό και ψυχολογικό, σε πρώτο επίπεδο, «θρίλερ», ή σαν παρτίδα πόκερ όπου συνυπάρχουν παράλληλα κι αναπτύσσονται ισοδύναμα όλες οι δυνατές εκβάσεις. Δεν μένει όμως εδώ. Το σημαντικότερο είναι ότι εστιάζει τον φακό του «πίσω» από τα πρόσωπα, όχι επάνω τους. Βλέπει το παιχνίδι, όχι τους παίκτες, όπως λέμε: βλέπει το δάσος, όχι τα δέντρα.

Κατορθώνει μ’ αυτόν τον τρόπο να βρει στο παίγνιο τον κοινό παρονομαστή των ετερώνυμων κλασμάτων που είναι οι καλές αλλά ποικίλες υφολογικές προσεγγίσεις των ηθοποιών του.

Διακρίνει το βάθος, αλλά δεν βλέπει πάντα το ύψος. Έχω την εντύπωση ότι ο ρόλος του Μος αποτελεί την πάγια σταθερά μέσα στο μεταβλητό σύστημα. Είναι το αθέατο χέρι που κινεί τις ανθρώπινες μαριονέτες ή, αν όχι, το νούμερο που κανείς δεν ποντάρει αλλά τα μαζεύει στο τέλος όλα: φεύγοντας πρέπει να παίρνει μαζί του, τυλιγμένο προσεκτικά, και το τοπίο.

Αυτό η σκηνοθεσία δεν το πρόσεξε, τον εξίσωσε ηθοποιητικά με τους άλλους χαρακτήρες, τον έβαλε να πατήσει στο ίδιο «σκαλί» μαζί τους. Ο καλός Αλέξανδρος Μυλωνάς έπλασε με συνέπεια και με ακρίβεια φαρμακοποιού τον ρόλο-σουμπλιμέ που του ζήτησαν… Ο Καταλειφός δίνει ένα ρεσιτάλ ποιοτικών αποχρώσεων και σφυρηλατεί ένα ρόλο με λάμψεις κουρασμένου μετάλλου. Ο Απαρτιάν έξοχος, δημιουργεί έναν νοερό κύκλο γύρω από τον ρόλο κι εγκαθίσταται στο κέντρο του σαν παραδείσιο πτηνό στη φωλιά του. Ο εξωστρεφής Κέντρος άλλη μια φορά εκρηκτικός. Ο Τάρλοου πιάνει απ’ τις χαμηλές νότες τον ρόλο. Ο Γιώργος Μακρής με νατουραλιστικές πινελιές πείθει, και ο Ανδρείας Νάτσιος τυπίστας επαρκέστατος. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου εναρμονίζονται με το κλίμα της παράστασης, η μουσική του Ντέιβιντ Λιντς οργανικά δεμένη, και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου φτιάχνουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. […]

24.02.2002, Πολενάκης Λέανδρος «Ο αδύνατος κρίκος», Η Αυγή

 

Για το link πατήστε εδώ