Ο Στάθης Λιβαθινός, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού μας Θεάτρου, κινείται συνεχώς δουλεύοντας. Στους διαδρόμους, στα εργαστήρια, στα δωμάτια του ιστορικού κτιρίου Τσίλερ «αλλάζει» τον αέρα.
Σε κάθε χώρο, σε κάθε γραφείο, σαν να είναι μικρές θεατρικές σκηνές, φροντίζει να «κυκλοφορεί» ένα ανανεωτικό και καλλιτεχνικό ρεύμα.
Είναι ένας σκηνοθέτης που οι παραστάσεις του έχουν αφήσει έντονα το στίγμα τους στα θεατρικά πράγματα του τόπου. Θυμάμαι, παρακολουθούσα μαγεμένη, για πέντε ώρες περίπου, τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι που είχε ανεβάσει.
Δεν ήθελα να τελειώσει η παράσταση. Συνομιλώντας μαζί του ξανασκέφτηκα αυτό που είχε πει κάποτε ο Κάρολος Κουν: η αφετηρία και η βάση του θεάτρου, όπως και κάθε μορφής τέχνης, είναι η ποίηση και η μαγεία. Αν λείψουν αυτά, δεν υπάρχει θέατρο.
Κύριε Λιβαθινέ, πότε ήταν η πρώτη φορά που πέρασε από το μυαλό σας πως θέλατε να γίνετε ηθοποιός;
Δεν είναι δύσκολο να συμβεί όταν ζεις σε ένα περιβάλλον όπως αυτό όπου μεγάλωσα εγώ! Από το μυαλό όλων μας κάποια στιγμή έχει περάσει να γίνουμε ηθοποιοί, τραγουδιστές χορευτές όσο είμαστε παιδιά! Είμαστε όλοι στον αέρα!
Είναι αυτό που λέει ο Μ. Τσέχοφ, «το σώμα του ανθρώπου αν προσέξετε μοιάζει με βέλος που κοιτάει στον ουρανό»… Το είχα στη φύση μου. Κι είχα ένα ζωντανό παράδειγμα στην οικογένεια.
Μ’ αρέσει που είμαστε μιμητικά ζώα και είναι στη φύση μας να κάνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι. Είναι η αρχή του θεάτρου.
Ανιψιός του Μάνου Κατράκη…
Το τοτέμ της οικογένειας!
Θυμάστε σε ποιον μεγάλο ρόλο τον θαυμάσατε για πρώτη φορά;
Ναι, τον θυμάμαι αμυδρά να κατεβαίνει τη σκάλα κρατώντας την Εμινέ, στον «Καπετάν Μιχάλη». Η μητέρα μου εκείνη την εποχή φρόντιζε τα οικονομικά του. Διαφωνούσε με τις σπατάλες του θείου μου και για το ότι έπαιζε στα άλογα. Με έπαιρνε από τα Εξάρχεια όπου ζούσαμε και πηγαίναμε στο «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» στο Πεδίον του Άρεως. Έπαιζα στα καμαρίνια με τα αντικείμενά του, με τα μαχαίρια του…
Μεγάλοι θίασοι πέρασαν από εκεί…
Με εκατό και εκατόν πενήντα ηθοποιούς! Ο θείος μου δεν μπορούσε να αρνηθεί σε όποιον ηθοποιό τού έλεγε «κύριε Μάνο, πάρτε με, δεν έχω να φάω». Τον έπαιρνε και τον έβαζε να παίξει κάτι.
Πότε του ομολογήσατε ότι θέλετε να γίνετε ηθοποιός;
Πολύ αργά, όταν πήγα να δώσω στη Σχολή Κατσέλη χωρίς να του το πω! Ο Κατσέλης με πήρε αμέσως – άλλος μεγάλος φάρος της ζωής μου. Αφού με πήρε λοιπόν πήγα και του το είπα…
Και τι είπε;
Κάτι είχε υποψιαστεί, γιατί του είχε πει και η μητέρα μου ότι «ο μικρός έχει κολλήσει από σένα το μικρόβιο του θεάτρου…».
Δεν υπήρχε ακόμα η ιδέα να γίνετε σκηνοθέτης;
Όχι, καθόλου! Υπήρχε μάλλον μέσα μου χωρίς να είναι συνειδητοποιημένη. Η μορφή του Κατράκη όμως με στιγμάτισε και ως άνθρωπο και ως τρόπο ζωής.
Είναι πολύ σημαντικό να μεγαλώνεις με έναν άνθρωπο που τον θαυμάζουν όλοι, που σταματάει η κυκλοφορία από όπου περνάει, και εκείνος να ντρέπεται σαν μικρό παιδί! Ήταν η απόλυτη ταυτότητα του «ηθοποιού του λαού» με την ανώτερη έννοια.
Μιλούσε με αριστερούς και δεξιούς, φτωχούς και πλούσιους, και τον λάτρευαν όλοι!
Πώς καταφέρατε να πάτε στη Ρωσία για σπουδές;
Εκείνος μεσολάβησε! Μια μνημειώδης στιγμή που θα ήθελα πολύ να καταγράψω κάποτε! Τον θυμάμαι να στέκεται μπροστά στην περίφημη Ρούλα Κουκούλου που ήταν η υπεύθυνη του τομέα πολιτισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος, όταν εκείνη ρώτησε «και ποιών πολιτικών πεποιθήσεων είναι ο νεαρός;». Εγώ κρατούσα πάντα μια απόσταση από την πολιτική.
Ο θείος μου λοιπόν σήκωσε αποφασιστικά μια για πάντα το χέρι του, λες και μπήκε μια σκιά παράθυρο, και είπε: «Άκουσε να δεις… Ο,τι είμαι εγώ είναι και ο ανιψιός μου!».
Τιμώ και θα τιμώ πάντα τον θείο μου γι’ αυτό, αλλά και το ΚΚΕ για την ευκαιρία που μου έδωσε. Η κουβέντα μου αυτή δεν είναι πολιτική, δεν ανήκω ούτε εκεί ούτε σε άλλο κόμμα.
Πιο πολιτική πράξη από τη δουλειά μας δεν υπάρχει, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους. Δεν μου το χρωστούσαν. Τους χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη…
Θα ήθελα να μας πείτε για εκείνες τις πρώτες μέρες στη Ρωσία. Ποια εποχή πήγατε;
Επί εποχής Τσερνιένκο. Πρέπει να πω όμως πως η θεατρική παιδεία στη Ρωσία δεν είχε καμιά σχέση με την κομμουνιστική ιδεολογία! Μπορεί όποιος τουρίστας πήγαινε να του έδειχναν αυτά που ήθελαν, αλλά εγώ δεν πήγα έτσι.
Εγώ έζησα, ρίζωσα κι έγινε η Ρωσία δεύτερη πατρίδα μου. Μέχρι και σήμερα.
Θέλετε να μας διηγηθείτε την πρώτη σας μέρα εκεί;
26 ή 27 Αυγούστου. Κοινόβιο Πανεπιστημίου Λομονόσοφ. Βρέθηκα σ’ ένα δωμάτιο – που στην αρχή το βρήκα έρημο, άφησα εκεί τη βαλίτσα μου. Όταν γύρισα ήταν γεμάτο καπνούς και καμιά δεκαριά Νικαραγουανοί να τραγουδάνε με μια κιθάρα επαναστατικά τραγούδια. Όταν έμαθαν ότι είμαι από την Ελλάδα, έπιασαν την καρδιά τους κι άρχισαν να τραγουδάνε «Παπανδρέου-Παπανδρέου».
Μετά βρέθηκα στο κοινόβιο του ωδείου Τσαϊκόφσκι της Μόσχας, γιατί δεν υπήρχε κενή θέση στο κοινόβιο του Ινστιτούτου Θεάτρου. Εκεί συνάντησα τους πιο ταλαντούχους μουσικούς! Μόνο ένα πέρασμα, από τη μία άκρη του διαδρόμου στην άλλη, ήταν ένα τεράστιο μουσικό σεμινάριο. Βέβαια, με περίμενε δεύτερη τεράστια έκπληξη, να μοιραστώ το δωμάτιο με έναν Βορειοκορεάτη με τον οποίο γίναμε αδελφικοί φίλοι.
Εξαφανίστηκε σε μια νύχτα ο Μπανούν, κόκκινος και δαρμένος, όταν οι συμφοιτητές του αποκάλυψαν ότι έχει ερωτευτεί μια συμφοιτήτριά του!
Αυτές οι εμπειρίες ήταν ένα πολύ μεγάλο μάθημα, φαντάζομαι…
Πολλοί από τους ανθρώπους που ονειρεύονται σήμερα μια τέτοιου τύπου πολιτική κατάσταση δεν θα μπορούσαν να ζήσουν σε ένα τέτοιο καθεστώς ούτε μία μέρα. Θα ήταν οι πρώτοι μεγάλοι αντιφρονούντες.
Οι αντιφρονούντες στη Ρωσία δεν ήταν πιόνια του ιμπεριαλισμού. Ήταν άνθρωποι που έλεγαν απλώς τα αυτονόητα, όπως το δικαίωμα του ανθρώπου να σκέφτεται, να ταξιδεύει ελευθέρα…
Τι μπορεί να μάθει ένας Έλληνας λοιπόν από αυτή τη μεγάλη σχολή του θεάτρου;
Το θέατρο στη Ρωσία δεν είναι ούτε άθλημα ούτε χόμπι. Είναι ένα λειτούργημα κοινωνικό κι έχει βαθιά παράδοση. Στη σχολή αυτή, πριν γίνεις σκηνοθέτης ή ηθοποιός, που έτσι κι αλλιώς θα γίνεις στο επάγγελμα, γίνεσαι Καλλιτέχνης.
Ποιο ήταν το πολυτιμότερο εφόδιο που πήρατε από αυτή τη σχολή;
Ότι στο θέατρο μπαίνεις για να το υπηρετείς και όχι να σε υπηρετεί. Είχα την τύχη να προλάβω μεγάλους δασκάλους. Ήταν πρακτικοί φιλόσοφοι της θεατρικής τέχνης.
Είναι μια μεγάλη προίκα που δεν θα ήθελα να προδώσω και είναι μεγάλη μου τιμή, αν είμαι άξιος να το κάνω, να περάσω στο Εθνικό Θέατρό μας κάτι από αυτή τη γνησιότητα που εισέπραξα.
Ήταν δύσκολη η κατάσταση όμως. Ήταν αποκλεισμένοι…
Ευτυχώς ο Γκορμπατσόφ άνοιξε τα σύνορα και μπήκαν οι Δυτικοί για να πάρουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Ήμουν μπροστά τη στιγμή που ο Βασίλιεφ πήρε την πρώτη του πρόσκληση για να πάει στη Γερμανία!
Από τις πρώτες μεγάλες εξόδους προς τη Δύση! Τα κλειστά παράθυρα και τα κλειστά σύνορα δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν, ειδικά στην τέχνη!
Κάποιοι ίσως πουν πως είστε προσανατολισμένος μόνο στη ρωσική σχολή… Τι απαντάτε σ’ αυτό;
Στην παιδεία θα μεταφέρω όσα ξέρω, υπάρχουν μαθητές μου και συνεργάτες μου στο θέατρο που δεν νομίζω ότι του κάνουν κακό.
Ας έρθουν κι οι άλλοι, ας φέρουν τους δικούς τους μαθητές, έτσι δημιουργείται μια κρυφή αλυσίδα που λέγεται παράδοση!
Δεν απαγόρεψα τίποτα και σε κανέναν, το Εθνικό Θέατρο είναι ένα θέατρο ανοιχτό!
Ήταν ένα μεγάλο σας όνειρο η σχολή σκηνοθεσίας…
Ναι. Θα είναι τμήμα της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, η οποία όπως μπορείτε να δείτε αναβαθμίζεται ποιοτικά στο πρόγραμμα σπουδών της.
Επίσης μεταφέρθηκε στον πολύ ωραίο χώρο του «Σχολείου» της Ειρήνης Παπά με δωρεά του Ιδρύματος Λάτση.
Το καλό ρεπερτόριο, ξέρετε, είναι σημαντικό αλλά εύκολα ξεχνιέται. Εμείς οφείλουμε ως Εθνικό Θέατρο να είμαστε πρωτοπορία – να δημιουργήσουμε τους μεγάλους καλλιτέχνες τού αύριο!
Θα είστε και ο διευθυντής αυτού του Τμήματος Σκηνοθεσίας;
Όχι. Δεν θα είμαι. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι θα διδάξω εκεί μαζί με άλλους καλλιτέχνες που θα προσκαλέσουμε, αν και εφόσον τους ενδιαφέρει η παιδαγωγική. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο, ξέρετε, αυτό.
Τι εννοείτε;
Μιλάμε για σχολές και δεν λέμε πώς διδάσκει κανείς και ποιοι διδάσκουν! Αυτή τη στιγμή προέχει να εκπαιδευτούν οι εκπαιδευτές και όχι μόνο οι μαθητές, γιατί πρέπει να υπάρχει μια στοιχειώδης μεθοδολογία.
Η παιδαγωγική είναι ένας επιπλέον κάματος για έναν καλλιτέχνη και πρέπει να το αγαπάει πάρα πολύ. Δεν είναι απαραίτητο ότι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης είναι και σπουδαίος δάσκαλος, όπως και το αντίστροφο!
Υπήρξε μια περίοδος που η σχέση σας με το Δ.Σ. δεν ήταν τόσο ομαλή, ωστόσο νομίζω πως τον τελευταίο καιρό έχει αλλάξει το κλίμα…
Η σχέση μου με το Δ.Σ. του Εθνικού είναι πια σχέση ανθρώπων που συνεργάζονται και τολμώ να πω πως με τον πρόεδρο Θανάση Παπαγεωργίου εκτός από συνεργάτες είμαστε πια και φίλοι.
Πέσαμε σε μια δύσκολη εποχή που ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη, δεν είχαμε βρει κοινή γλώσσα. Υπήρχε δυσπιστία. Δουλεύουμε πια μαζί, έχουμε βέβαια και διαφωνίες και μάχες, αλλά αγαπάμε όλοι το Εθνικό.
Καταφέραμε ύστερα από δάκρυα και πίκρες να συνεργαστούμε. Εγώ με τον στενό μου συνεργάτη Θοδωρή Αμπαζή είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος – αναζητάμε καινούργιες συνεργασίες!
Κύριε Λιβαθινέ, πότε θα σκηνοθετήσετε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου; Είστε ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής που θα κλείσει τα τέσσερα χρόνια της θητείας το 2019. Θα έχετε κάνει μόνο μία παράσταση;
Έκανα μία στην Επίδαυρο, την «Αντιγόνη». Θα κάνω και μία ακόμα, τον «Τίμωνα τον Αθηναίο» του Σέξπιρ. Ξεκινάμε πρόβες τέλος Φεβρουαρίου, θα ανέβει μέσα Ιουνίου.
Και μετά θα παρουσιάσω την επόμενη διεθνή μας συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο της Κίνας, όπου ο διευθυντής του θεάτρου τους θα σκηνοθετήσει εδώ ένα εξαιρετικό έργο της κινεζικής παράδοσης και εγώ θα σκηνοθετήσω εκεί αρχαία τραγωδία.
Ποιο είναι το δυσκολότερο πράγμα που έχει να κάνει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου;
Να επιβιώσει.
Και η μεγαλύτερη πρόκληση;
Να εκπλήσσουμε τον θεατή κάθε χρονιά. Δεν το καταφέρνουμε πάντα. Το ρεπερτόριό μας με το σύστημα «παίζουμε δύο μήνες και τέλος» με βρίσκει κάθετα αντίθετο!
Παλιά στην Πειραματική Σκηνή παίζαμε το «Παλτό», το «Αγάπης αγώνας άγονος» και την «Ποίηση» μέσα στην ίδια εβδομάδα και ο θεατής είχε μπροστά του μια ολόκληρη παλέτα από επιλογές…
Στο παγκόσμιο θέατρο, ποιος είναι ο σκηνοθέτης που ξεχωρίζετε;
Ενδεικτικά μόνο αναφέρω τον Αρπαντ Σίιλινγκ, με τον οποίο ελπίζω ότι θα συνεργαστούμε πολύ σύντομα. Με ενδιαφέρουσα σκέψη, κάνει ένα θέατρο χαμηλών τόνων και πολύ ανθρώπινο. Μου ταιριάζει.
Αλλά υπάρχουν και πολλοί «ανώνυμοι» σκηνοθέτες, που κάνουν πολύ πιο ουσιαστική δουλειά από σκηνοθέτες της μόδας που αυτή τη στιγμή δεν έχουν κάτι να πουν, εκτός από το να περιφέρουν το «εγώ» τους από φεστιβάλ σε φεστιβάλ. Το λέω με πλήρη επίγνωση!
Σε ποιο ρόλο θα θέλατε να σκηνοθετήσετε τον Μάνο Κατράκη;
Νομίζω στον «Αμπιγέρ». Ζήτησε από τον Χορν να το κάνουν μαζί πριν πεθάνει. Υπήρξε μια εποχή που το συζητούσαν πολύ έντονα. Νομίζω όμως πως δεν θα μπορούσα να τον σκηνοθετήσω.
Τον Κατράκη δεν τον σκηνοθετούσες, τον χάζευες. Τα τελευταία χρόνια όταν έπαιζε ήταν σαν να μην κινείται πάνω στη γη.
Υπάρχει ένα κείμενο που φοβάστε να το ακουμπήσετε, να το σκηνοθετήσετε;
Όχι, δεν υπάρχει κανένα κείμενο που φοβάμαι να το ακουμπήσω περισσότερο από τα άλλα. Φοβάμαι όλα τα κείμενα. Εύκολες πράξεις δεν υπάρχουν στο θέατρο, είναι όλα δύσκολα.
Κύριε Λιβαθινέ, ποια εικόνα σάς έχει σοκάρει περισσότερο στο κέντρο της Αθήνας;
Του συνονόματού μου του Στάθη με το ένα πόδι που χάθηκε από ναρκωτικά. Κοιμόταν στο πεζοδρόμιο. Γίναμε φίλοι, τον είχα λίγο από κοντά, μου κόστισε η απώλειά του…
Έχετε μιλήσει δημοσίως για τη μητέρα σας αλλά ποτέ για τον πατέρα σας…
Δεν μ’ έχουν ρωτήσει ποτέ. Ήταν ένας από τους τελευταίους αριστοκράτες. Χωρίς να βάλει το κατάλληλο μαντιλάκι στην τσέπη του, να χτενίσει σωστά τα υπέροχα λευκά του μαλλιά δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει.
Μας μεγάλωσε, εμένα και τον αδερφό μου, με ιστορίες από τη «Μεγάλη Βρεταννία», γιατί ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του πέρασε εκεί. Γενναιόδωρος και ευγενής. Μου άφησε μια τεράστια ελευθερία στη ζωή μου και αυτό είναι κάτι που του χρωστάω…
Ποια είναι, νομίζετε, η πολυτιμότερη συμβουλή που θα μπορούσατε να δώσετε σ’ ένα νέο παιδί που τώρα ξεκινά;
Η ταπεινότητα. Εγώ «έχασα» τα πολυτιμότερα χρόνια μου, τα αφιέρωσα σε κάτι πολύ αυστηρό και σκληρό, την εποχή που άλλα παιδιά ερωτεύονταν ανέμελα, ταξίδευαν…
Είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος όμως. Μοιράζομαι με ανθρώπους που πιστεύω, μια υπέροχη δουλειά! Και δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να ζήσω αλλιώς… Οφείλω να το φτάσω μέχρι τέλους.
Σε ποια ποιητική συλλογή επιστρέφετε συχνά;
Στον Καβάφη και στην Αχμάτοβα. Αυτοί οι ποιητές είναι δύο κόσμοι που με ενδιαφέρουν πολύ. Κι ας έχουν μια πικρία… Το να είσαι ευτυχισμένος δεν σημαίνει ότι είσαι αισιόδοξος.
Αισιόδοξος καλλιτέχνης δεν υπάρχει. Υπάρχει η πίστη ότι κάτι μπορείς να προσθέσεις κι εσύ σ’ αυτή τη ζωή, γιατί κάθε άνθρωπος στην τέχνη είναι μοναδικός.
Υπάρχει αντίδοτο στην κυνικότητα των καιρών;
Μπορώ να μιλήσω μόνο για το θέατρο. Κινείται στο εδώ και τώρα. Είναι ευλογία και κατάρα. Δεν ξέρω αν είναι αντίδοτο. Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να θυμάται για ποιο λόγο είναι πάνω στη γη.
Το θέατρο είναι μια εμπειρία που μοιράζεται, αυτό έχει μέσα του ομορφιά…
30.12.2017, Μπεϊόγλου Κυριακή «Κάθε άνθρωπος στην τέχνη είναι μοναδικός», Εφημερίδα των Συντακτών
Για το link πατήστε εδώ