Βρυκόλακες – Ερρίκος Ίψεν

2013

Θεατρική Εταιρία Πράξη – Α΄ Σκηνή

Πρώτη παράσταση: 29 Νοεμβρίου 2013.

 

Ο Χένρικ Ίψεν θεωρείται ο πρώτος μεγάλος εκφραστής ενός πνευματικού ρεύματος που εγκατέλειψε τα προσφιλή θέματα του 19ου αιώνα και έφερε στο προσκήνιο την καθημερινή ζωή και τις αμαρτίες της.

Το έργο που γράφτηκε το 1881, πιθανολογείται ότι ο Ίψεν το έγραψε εξ αιτίας του νόθου παιδιού του, που είχε αποκτήσει μόλις σε ηλικία 18 χρόνων με μία υπηρέτρια και που είχε αναγνωρίσει χωρίς όμως ποτέ να το συναντήσει.

Η αξεπέραστη δεξιοτεχνία της τεχνικής του, η διεισδυτική ψυχολογική του ανάλυση, οι συμβολισμοί του και η ποίηση του θεατρικού του λόγου, όλα αυτά τα στοιχεία που έχουν χαρακτηρίσει τον Ίψεν, συνυπάρχουν και στους «Βρικόλακες».

Η Έλεν Άλβιγκ, ηρωίδα στο έργο, είναι αυτή που καταστρέφεται στην προσπάθειά της να διασώσει την ηθική της ελευθερία, σέβεται την αστική ηθική, αλλά βγαίνει νικημένη είτε γιατί αρνήθηκε την προσωπικότητά της, είτε γιατί τον ήρωα του έργου Όσβαλντ, τον βαραίνει η μοίρα μιας τρομερής κληρονομικότητας.

Οι «Βρυκόλακες» είναι ένα έργο που έχει στοιχεία από προγενέστερα αριστουργήματα της κλασσικής, αλλά και της αρχαιοελληνικής δραματουργίας. Βλέπει δηλαδή κανείς την έντονη συσχέτιση με τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, που αντικατοπτρίζεται όχι μόνον στη σχεδόν παρανοϊκή σχέση του Όσβαλντ με τη μητέρα του, αλλά και στη σχέση του με τον πατέρα του, ο θάνατος του οποίου τον στοίχειωσε και εν τέλει τον σκότωσε.
Όπως και στον Οιδίποδα και οι ήρωες του Ιψενικού δράματος διακατέχονται από τη μανία της «αποκάλυψης» αδιαφορώντας για τις συνέπειες…

Επίσης οι δυο νέοι άνθρωποι του έργου, ο Όσβαλντ και η Ρεγγίνε, πρέπει να παραλάβουν από τους παλιότερους τον κόσμο που αυτοί έφτιαξαν και να καταφέρουν μέσα σ’αυτόν να πορευτούν και να πραγματοποιήσουν μέσα σ’αυτόν τα όνειρα και τις ελπίδες τους…

Πηγή: www.culturenow.gr

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Ηχητικός σχεδιασμός: Αλέκος Πηγούνης
Μακιγιάζ: Γιάννης Παμούκης
Κίνηση: Pauline Huguet
Βοηθός σκηνοθέτη: Μάρκος Τσούμας
Βοηθοί σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Νόρα Δεληδήμου | Μαρία Παπαχαρίση

Διανομή (με αλφαβητική σειρά)

Κυρία Άλβινγκ: Μπέττυ Αρβανίτη
Όσβαλντ Άλβινγκ: Κώστας Βασαρδάνης
Γιάκομπ Ένγκστραντ: Γιώργος Κέντρος
Ρεγκίνε: Μαρία Κίτσου
Πάστωρ Μάντερς: Νίκος Χατζόπουλος

 
  • Βρικόλακες – Κριτική… δια χειρός Στάθη Λιβαθινού

    Είναι λίγα τα έργα που μπορούν να σηκώσουν τον χαρακτηρισμό αριστούργημα δικαίως και όχι καταχρηστικά. Και οι Βρικόλακες του Henrik Ibsen, ανήκει σε αυτές ακριβώς τις ελάχιστες περιπτώσεις, ενός αρχιτεκτονήματος κεντημένου με τόση λεπτομέρεια, σε τέτοιο βάθος και πύκνωση.

    Ελάχιστες φορές έργο χτισμένο με τόση γεωμετρική δεξιοτεχνία, αγγίζει την ρίζα της ανθρώπινης τραγωδίας, όντας ταυτόχρονα φορέας των πιο επαναστατικών ιδεών (όχι απλώς σύγχρονων, την εποχή που γραφόταν, αλλά ακόμα και σήμερα, περισσότερο από 130 χρόνια μετά).

    Πώς είναι δυνατόν ο Ibsen, που άνοιξε τον δρόμο για το σύγχρονο θέατρο, να είναι ίσως αυτός που –από τους “μοντέρνους”– βρίσκεται εγγύτερα στο τραγικό πνεύμα; Με ήρωες που ποθούν μια υψηλή αυτοεκπλήρωση, τους τρέφουν ζωτικά ψεύδη, αλλά θα μάθουν –σαν τον Οιδίποδα– πως ο δρόμος της αυτογνωσίας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον όλεθρο.

    Οι Βρικόλακες είναι από τα αρτιότερα έργα του Νορβηγού δραματουργού και από τα σπουδαιότερα του παγκόσμιου δραματολογίου. Σε μια μικρή, απομονωμένη κοινότητα της Νορβηγικής επαρχίας, τα πάντα είναι έτοιμα για τα εγκαίνια του ορφανοτροφείου που η χήρα Έλεν Άλβινγκ έχει χρηματοδοτήσει εις μνήμη του συζύγου της. Στο σπίτι εκείνης θα διεξαχθεί αυτό το μοιραίο βράδυ η μάχη: μάχη ανάμεσα στις απόψεις του κατεστημένου, εκπρόσωπος του οποίου είναι ο οικογενειακός φίλος πάστορας Μάντερς και μια νέα «ηθική τάξη», που βρίσκει ενσαρκωτή στον νεαρό Όσβαλντ Άλβινγκ, ορμητικό καλλιτέχνη προσφάτως αφιχθέντα από το απελευθερωμένο Παρίσι. Μάχη ανάμεσα στις ιδέες και την πραγματικότητα, το παρόν και το παρελθόν, τα φαντάσματα και τους ζωντανούς.

    Ο Στάθης Λιβαθινός χτίζει μια ατμοσφαιρική και διαυγή σκηνοθεσία, που επιτρέπει να μετατραπεί η σκηνή σε πεδίο σύγκρουσης αυξανόμενης πύκνωσης και βάθους (υποδειγματική για «θέατρο δωματίου»). Χάρη σε μία ομάδα εξαιρετικά ταλαντούχων ηθοποιών, φωτίζει σταδιακά μεν, ανάγλυφα και αποκαλυπτικά δε τους ήρωες του έργου, τους διαφορετικούς τους κόσμους, που αθροιστικά οδηγούν στον άφευκτο φαύλο κύκλο της ιστορίας, μέσα από το κύτταρο του κοινωνικού ιστού, τον οικογενειακό πυρήνα. Με το λιτό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου και την ευφυή χρήση συμβολικών αντικειμένων, τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου και την εξαιρετική χρήση της μουσικής της Μαρίνας Χρονοπούλου, η παράσταση θα δικαιώσει όσους αγαπούν το έργο και θα ταράξει όσους το γνωρίσουν μέσω αυτής.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη αναμετριέται με αξιοπρέπεια και σεβασμό με έναν από τους πιο απαιτητικούς ρόλους, ακολουθώντας την διαδρομή της ηρωίδας της στις ψυχικές και νοητικές της ταλαντώσεις. Ο Νίκος Χατζόπουλος είναι ένας υποδειγματικός Μάντερς, άψογος στην τυπολατρική σχολαστικότητα του πάστορα, σωματοποιεί τόσο εύστοχα τον άνθρωπο που αδυνατεί να δει την ίδια του την εγκληματική υποκρισία, αλλά βρίσκει δικαιολογίες για να χωρέσει την πραγματικότητα στις «ορθές» πεποιθήσεις των ιδανικών της ενάρετης και αξιοπρεπούς κοινωνίας της οποίας έχει χρηστεί ταγός και διάκονος. Ο καιροσκόπος Ένγκστραντ του Γιώργου Κέντρου κορυφώνεται με κάθε του εμφάνιση, αποκτώντας αυξανόμενη σκηνική δύναμη. Είναι ο δαίμονας που θα ενδυθεί με επιτυχία τον οσιομάρτυρα και μέσα του χαμογελά μόλις «αγοράσει» ακόμα ένα «αθώο» θύμα∙ ο ηθοποιός παίζει τα χαρτιά του ρόλου σταδιακά, προσθέτοντας έτσι στο δαιμόνιο του χαρακτήρα και στο τέλος κερδίζει πανηγυρικά.

    Η Μαρία Κίτσου κλέβει την σκηνή αμά τη εμφανίσει της! Η Ρεγγίνε πραγματικά ευτυχεί στα χέρια μιας τόσο ταλαντούχας ηθοποιού και παρά τον σύντομο σκηνικό της χρόνο, η ερμηνεία της φέρει αποτύπωμα διαρκείας. Τέλος, ο Κώστας Βασαρδάνης στον ρόλο του Όσβαλντ, βυθίζεται τόσο άφοβα (και τόσο απλόχερα για τον θεατή) στην ολίσθηση του κάποτε πολλά υποσχόμενου και παθιασμένου καλλιτέχνη που αντιμετωπίζει αυτό που δεν αντιμετωπίζεται. Η ερμηνεία του έχει όλη την ορμή και την αγωνία του κειμένου και η επιλογή του Λιβαθινού να κάνει τον Όσβαλντ μουσικό, δίνει την ευκαιρία για το πιο πετυχημένο και δυνατό φινάλε που έχουμε δει μέχρι σήμερα στο ανέβασμα αυτού του μνημειώδους έργου. […]

    Μάρκου Ειρήνη «Βρικόλακες – Κριτική… δια χειρός Στάθη Λιβαθινού», www.mytheatro.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Βρικόλακες

    Μια παράσταση με τη φτιαξιά του ωραίου, παλιού θεάτρου, μοντέρνες προθέσεις, αλλά σπασμωδικές ερμηνείες, δίχως το υποκριτικό μέγεθος που αρμόζει. Το σημαντικό είναι πως η συγκλονιστική αυτή οικογενειακή τραγωδία έρχεται από το μακρινό 1881 για να χλευάσει την οξεία συντηρητικοποίηση της εποχής μας.

    Ο Ερρίκος Ίψεν ήταν 53 ετών όταν έγραψε τους «Βρικόλακες» (1881 ), αποδεικνύοντας πως παραμένει εξίσου επαναστατικός όσο και στη νιότη του: ένας πρωτοπόρος εισηγητής νέων και ρηξικέλευθων ιδεών για το θέατρο (και τη ζωή ), ένας αρνητής των υποκριτικών ηθών και κοινωνικο-θεολογικών κανόνων, ένας ανατρεπτικός στοχαστής. Σοκαρισμένοι οι συντηρητικοί θεατές της εποχής του, θεώρησαν πως με τους «Βρικόλακες», όπως εξάλλου και με το προηγούμενο έργο του, το «Κουκλόσπιτο», ο Ίψεν βάλλει κατά του θεσμού της οικογένειας αλλά και της θρησκείας και λοιδορεί τα θεμέλια της πολιτισμένης κοινωνίας.

    Γράφοντας για την οικογένεια Άλβινγκ, δηλαδή για έναν διεφθαρμένο πατέρα, μια δειλή μητέρα, τον καταραμένο γιο τους, τη σύφιλη που κληροδοτείται από τον πατέρα στον γιο και την ύπαρξη μιας ετεροθαλούς κόρης από την υπηρέτρια του σπιτιού, ο Ίψεν σοκάρισε τους σύγχρονούς του, καθώς «αποκάλυψε στο φόρουμ της σκηνής την υποκρισία της αστικής οικογενειακής ζωής», όπως σημειώνει η ερευνήτρια Erika Fischer-Lichte. Καταλυτικό ρόλο στη συντριβή των Άλβινγκ παίζει, βέβαια, εκτός από τη σπειροχαίτη της σύφιλης και η πουριτανική ηθικολογία, την οποία πρεσβεύει με τους πύρινους λόγους του ο πάστορας Μάντερς.

    Το τραγικό είναι ότι ακούγοντας σήμερα τον Μάντερς, ο οποίος αποκαλεί «απροκάλυπτη ανηθικότητα τα παιδιά εκτός γάμου» και καγχάζει πως «έτσι ξεκινούν οι επαναστάσεις: όταν ο άνθρωπος αναζητά την ευτυχία του», γνωρίζεις πως –δυστυχώς– πληθαίνουν ξανά αυτές οι οπισθοδρομικές φωνές που διακηρύσσουν με το ίδιο μένος τέτοιες συντηρητικές ιδέες-βρικόλακες, στοιχειώνοντας άτομα και κοινωνίες και καταδικάζοντας οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις δεσμευτικές νόρμες. Συμπέρασμα; «Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα» εξίσου με την προσκόλληση στη συντήρηση, στον ψυχαναγκαστικό καθωσπρεπισμό και στο μύθο ενός ιδανικού αστικού φαίνεσθαι.

    Διατηρώντας μόνο την επίφαση του κλασικού θεάτρου (το πιάνο με την ουρά, ο μετρονόμος, οι φθαρμένοι τοίχοι, οι μακριές κουρτίνες ) και αποζητώντας από τους ηθοποιούς νευρώδεις ερμηνείες, ταγμένες στο όραμα της παρουσίασης ενός δράματος ιδεών με καίρια ηθική ένταση, ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθέτησε το συγκλονιστικό αυτό έργο με θολές προθέσεις και σπασμωδικό τρόπο. Έχοντας μεν στα χέρια του την εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα και μια πολλά υποσχόμενη διανομή, έστησε κάθε σκηνή τονίζοντας το χάσμα γενεών και τη διάσταση των συγκρουόμενων κόσμων που πρεσβεύουν οι ήρωες.

    Η παράστασή του έχει μεν ατμόσφαιρα αλλά όχι και την προσοχή στη λεπτομέρεια, την οποία το έργο διακαώς αποζητά. Κάθε ηθοποιός υπερασπίζεται με θέρμη, αλλά σχηματικά το ρόλο του. Υπερβολική στη σκηνική της συμπεριφορά είναι η λαμπερή Μαρία Κίτσου (Ρεγκίνε ), αληθοφανής, με μια έξυπνη γκροτέσκο νότα ο Γιώργος Κέντρος (Γιάκομπ), φλεγματικός στη μονομανία του ο Νίκος Χατζόπουλος (πάστορας), μετρημένη, αλλά ίσως αδικαιολόγητα ψύχραιμη η Μπέττυ Αρβανίτη (κ. Άλβινγκ), ενώ ο Κώστας Βασαρδάνης (Όσβαλντ), μολονότι στο τέλος είναι αποκαλυπτικός, δεν εμφορείται από την επίπλαστη ζωτικότητα που απαιτεί αρχικά ο ρόλος, ώστε η κατάληξή του να είναι πέρα για πέρα τραγική.

    27.02.2014, Δημάδη Ιλειάνα «Βρικόλακες», Αθηνόραμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κοινωνία μέχρι τις ρίζες σάπια

    Το έργο. Μια ζωή έζησε στην καταπίεση και στην υποκρισία η Ελέν Άλβινγκ. Μια ζωή δυστυχισμένη την οποία -επιτυχώς-προσπαθούσε από όλους να κρύψει και να εξωραΐσει. Χήρα, πια, του υπασπιστή Άλβινγκ την επομένη πρόκειται να εγκαινιάσει ένα ορφανοτροφείο που η ίδια ίδρυσε και επιμελήθηκε το κτίσιμό του και που θα συντηρεί αντλώντας από την περιουσία που της άφησε ο άντρας της. Ένα ορφανοτροφείο στη μνήμη του, το οποίο εγκαινιάζεται με αφορμή τη δέκατη επέτειο από το θάνατό του Άλβινγκ. Μόνο που το ορφανοτροφείο η Κυρία Άλβινγκ το δημιούργησε για να βουλώσει τα στόματα του κόσμου…

    Έχει φτάσει η στιγμή να αποκαλύψει την αλήθεια στον πάστορα Μάντερς που φτάνει στο σπίτι της για την τελετή. Είναι ο πνευματικός της καθοδηγητής αλλά και ο οικονομικός της σύμβουλος και διαχειριστής του κληροδοτήματος που θα συντηρήσει το ορφανοτροφείο. Φίλος στενός του συζύγου της και έμπιστός της, ήταν ο άντρας που θα είχε επιλέξει -γιατί καταλάβαινε πως και εκείνος την ήθελε-, αν η οικογένειά της δεν την έδινε στον Άλβινγκ ο οποίος είχε μεγάλη περιουσία. Στον Άλβινγκ που αποδείχτηκε σύζυγος ανάξιος -ακόλαστος, μέθυσος και τεμπέλης. Στον πρώτο χρόνο του γάμου τους τον εγκατέλειψε και κατέφυγε στον Μάντερς αλλά ο υποκριτής, άκαμπτος πάστορας της υπέδειξε το «καθήκον» της -θυμήθηκα τη λέξη-έμβλημα της Αλίνε Σόλνες από τον «Αρχιμάστορα Σόλνες…- ως συζύγου: πως έπρεπε να υπομείνει αυτό που η μοίρα της επεφύλασσε μέσα από «τα ιερά δεσμά του γάμου». Και εκείνη, υποτασσόμενη στην προτεσταντική ηθική, γύρισε στη συζυγική στέγη.

    Ο πάστορας πίστευε πως ο Άλβινγκ είχε αλλάξει. Καθόλου δεν άλλαξε. Το αντίθετο. Έφτασε όχι μόνο να κάνει ερωμένη του τη νεαρή υπηρέτριά τους, την Γιοχάνα, αλλά την άφησε και έγκυο. Η Κυρία Άλβινγκ, για να καλύψει το σκάνδαλο, της έδωσε ένα γερό ποσό και εκείνη έφυγε από το σπίτι και με τα χρήματα έπεισε τον Γιάκομπ Ένγκστραντ, έναν γνωστό της, ύποπτο υποκείμενο, να την παντρευτεί και να αναλάβει την ευθύνη της πατρότητας του παιδιού που θα γεννιόταν, αποκρύπτοντάς του τίνος το παιδί ήταν.

    Δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια ενός τέτοιου γάμου ανέχτηκε η Ελέν. Που πήρε, όμως, τα ηνία στα χέρια της και αυγάτισε την περιουσία τους, αφού απομάκρυνε από το σπίτι τον επτάχρονο γιο τους, τον Όσβαλντ, για να μη ζει τη νοσηρή ατμόσφαιρα, κρύβοντάς του την αλήθεια και εξιδανικεύοντας στο παιδί τον πατέρα του. Και αυτό το ψέμα, καταπνίγοντας προσωπικά της ερωτήματα και ανησυχίες και υποταγμένη στην υποκρισία της αστικής τάξης της, συνεχίζει να συντηρεί.

    Ο Όσβαλντ, εικοσιεπτάχρονος καλλιτέχνης πια, έχει γυρίσει κι αυτός, από το Παρίσι όπου ζούσε, στο σπίτι για την τελετή. Όμως δεν θα αργήσει να εκμυστηρευτεί στη  μητέρα του την αλήθεια: πάσχει από σύφιλι η οποία έχει προκαλέσει αλλοιώσεις στον εγκέφαλό του. Το μέλλον προβλέπεται ζοφερό: τον περιμένει μαλάκυνση του εγκεφάλου -ένα φυτό.

    Προς το παρόν ερωτοτροπεί με την ψυχοκόρη του σπιτιού, την Ρεγκίνε, όπως αντιλαμβάνεται έντρομη η Κυρία Άλβινγκ πληροφορώντας και τον πάστορα: η Ρεγκίνε δεν είναι παρά η κόρη τής Γιοχάνα που δεν ζει πια και -υποτίθεται- του μέθυσου ξυλουργού Γιάκομπ Ένγκστραντ που δουλεύει στην ανέγερση του ορφανοτροφείου αλλά στην πραγματικότητα του Άλβινγκ, την οποία η Κυρία Άλβινγκ περιμάζεψε στο σπίτι τους. Ερωτοτροπεί, δηλαδή, με την  ετεροθαλή αδελφή του ο Όσβαλντ. Ο οποίος πιστεύει, επιπλέον, πως η κοπέλα μπορεί να του σταθεί στο δύσκολο μέλλον που τον περιμένει και θέλει να την κάνει γυναίκα του! Η Κυρία Άλβινγκ βλέπει πια βρυκόλακες να ζωντανεύουν και την ιστορία Άλβινγκ-Γιοχάνα να επαναλαμβάνεται στα πρόσωπα του γιου της και της κόρης τής Γιοχάνα, που, αυτοί, επιπλέον, είναι αδέλφια. Απελπισμένη, όταν μαθαίνει από τι πάσχει ο Όσβαλντ, φτάνει στο σημείο να είναι έτοιμη, προς φρίκην του Μάντερς, ακόμα και να αποδεχτεί τον ανόσιο αυτό γάμο.

    Η Ρεγκίνε, όμως, που έχει μάθει πια την αλήθεια και για το ποιος είναι ο πατέρας της και για τον Όσβαλντ, όταν το ορφανοτροφείο για το οποίο την προόριζε να εργαστεί η κυρία της καεί το ίδιο βράδυ, τους εγκαταλείπει και φεύγει μαζί με τον Μάντερς που δείχνει να την ορέγεται: θέλει «να ζήσει τη ζωή της». Εξάλλου, αν τα πράγματα δεν της πάνε καλά, ο «πατέρας» της την περιμένει για «βοήθεια» στο «Σπίτι του Ναυτικού», ένα, προφανώς, χαμαιτυπείο με… φιλανθρωπική προκάλυψη, που ο Ένγκστραντ σκοπεύει να ανοίξει «εις μνήμην του υπασπιστή Άλβινγκ» -ω, της ειρωνείας!- με τα λεφτά που κέρδισε από τη δουλειά του αλλά και με ενίσχυση από το κεφάλαιο του κληροδοτήματος Άλβινγκ που θα μείνει ορφανό καθώς προοριζόταν για τη συντήρηση του ορφανοτροφείου. Το διαχειρίζεται, βλέπετε, ο Μάντερς τον οποίο ο Ένγκστραντ με τρόπο εκβιάζει ρίχνοντάς του την ευθύνη της πυρκαγιάς και της μη ασφάλισης του κτιρίου.

    Ο Όσβαλντ, μόνος πια με τη μητέρα του, θα της δώσει ένα κουτί με μορφίνες ζητώντας της να του υποσχεθεί πως, όταν περάσει στο τελευταίο στάδιο, θα τον βοηθήσει δια της ευθανασίας. Το έργο κλείνει -πριν συμπληρωθεί σκηνικός χρόνος εικοσιτεσσάρων ωρών, αρχίζει μεσημέρι και τελειώνει ξημερώματα της ίδιας μέρας- με τον Όσβαλντ, όντως, να εισέρχεται στην τελευταία φάση και την Κυρία ΄Αλβινγκ σε δίλημμα τραγικό: να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στο γιο της ή όχι; Ο Οίκος των Άλβινγκ καταρρέει αγγίζοντας την αρχαία ελληνική τραγωδία.

    Ο Χένρικ Ίψεν στους «Βρυκόλακές» του (1882), έργο της ωριμότητάς του, με τόλμη αξιομνημόνευτη για την εποχή και την κοινωνία στην οποία ζούσε, ανατέμνει ηθικά προβλήματα, αμφισβητεί το θεσμό του γάμου, αμφισβητεί τη θρησκεία και την εκκλησία, μιλάει για κοινωνική υποκρισία, για αιμομειξία, για ευθανασία έως και για τη σύφιλι που μάστιζε την κοινωνία του -ασύλληπτο πόσο προχωρημένος ήταν κι ας δείχνουν τα έργα του σήμερα, από κάποιες πλευρές, ξεπερασμένα. Ενώ το ιδιαίτερο είναι πως τίποτα από αυτά όχι μόνο δεν λέγεται με τη λέξη του -οι λέξεις σύφιλις, ευθανασία, έγκυος, λαγνεία… ποτέ δεν ακούγονται- αλλά ούτε περιγράφεται. Αντιληπτό γίνεται από τα συμφραζόμενα, από νύξεις και από τις αντιδράσεις του προσώπου που το ακούει -μία αναγκαστική, ιλιγγιώδης ισορροπία στην κόψη του ξυραφιού. Που δεν κρύβει, όμως, την έντονα κριτική ματιά του συγγραφέα σε μία κοινωνία μέχρι τις ρίζες της σαπισμένη και την πλήρη αμφισβήτησή της από τον Ίψεν.

    Και όλα αυτά μέσα σε ένα εκπληκτικό θεατρικό αρχιτεκτόνημα, πυκνό, σκοτεινό, κτισμένο ψηφίδα-ψηφίδα, τεχνουργημένο με απίστευτη προσοχή στις λεπτομέρειες, μέσα σε απόλυτη ενότητα χρόνου και τόπου, με πλήθος πτυχώσεων προς εξερεύνηση και με σκιτσαρισμένους με λεπτότατες πινελιές τους πέντε χαρακτήρες.

    Η παράσταση. Ο Στάθης Λιβαθινός θέλησε να συμπορευτεί με το κείμενο -που έχει μεταφράσει με ακρίβεια, διαύγεια και θεατρικότητα ο Γιώργος Δεπάστας- χωρίς να το καπελώσει με σκηνοθετικές απόψεις δίνοντάς του έναν σύγχρονο αέρα. Μέσα από τα λιτά αλλά επιτυχή -και σωστά φωτισμένα από τον Αλέκο Αναστασίου- σκηνικά και, κυρίως, τα κοστούμια -που χαρακτηρίζουν άψογα τους ήρωες- της Ελένης Μανωλοπούλου. Το πιάνο που παίζει ο Όσβαλντ προσθέτει στη μουσικότητα του κειμένου, όπως και οι μουσικές της Μαρίνας Χρονοπούλου. Και η παράσταση, στην οποία θετικά συντελούν ο Λάμπρος Πηγούνης με τον ηχητικό σχεδιασμό του και η Pauline Huguet με την κίνηση που έχει επιμεληθεί, έχει καλούς ρυθμούς -είναι καλά σφιγμένη.

    Εκείνο που  δεν μπόρεσα να καταλάβω είναι γιατί ο Στάθης Λιβαθινός, εφόσον ήθελε να δώσει στο έργο αυτόν τον σύγχρονο αέρα, διάλεξε τόσο παλιούς τρόπους για να πραγματώσει σκηνικά την ιδέα του. Οι εντάσεις και οι υπερβολές κυριαρχούν με αποτέλεσμα η υλοποίηση, εμένα τουλάχιστον, να με παραπέμψει σε παλαιές εποχές. Επιπλέον ένοιωσα να μην έχουν ψαχτεί εξαντλητικά οι τόσες κρυμμένες πτυχές του κειμένου. Και η παράσταση να μη μπορεί να αποκολληθεί από τη συμβατικότητα.

    Οι ερμηνείες. Ακριβώς εδώ βρίσκεται, πιστεύω, το κουμπί. Ο σκηνοθέτης οδήγησε – ή φρενάρησε- τους καλούς και σωστά επιλεγμένους ηθοποιούς του σε μία υποκριτική περασμένων δεκαετιών. Ο ιδανικός για τον Όσβαλντ Κώστας Βασαρδάνης και ο Νίκος Χατζόπουλος καταφεύγουν σε τόνους υψηλούς, σε ένα παλιό παίξιμο που δεν το σώζει το χιούμορ που ενσταλάζουν -κυρίως ο δεύτερος. Η Μαρία Κίτσου, τόσο νέα και καλή ηθοποιός, απορώ πως βρήκε τόσο παλιό τρόπο να παίξει: παίζει μία-μία τις λέξεις, χρωματίζοντας την καθεμία ξεχωριστά, με κινήσεις για καθεμία ξεχωριστά, με εκφράσεις για καθεμία ξεχωριστά.

    Αντίθετα η Μπέττυ Αρβανίτη, φιγούρα κυριαρχική, δείχνει ανάμεσά τους λιτή έως υποτονική. Μέχρι που στο τέλος ακολουθεί και εκείνη τη γενική γραμμή και αγγίζει το μελόδραμα. Βρήκα μόνο τον Γιώργο Κέντρο, αν όχι μοντέρνο, τουλάχιστον πιο ισορροπημένο υποκριτικά.

    Το συμπέρασμα. Ένα αριστουργηματικό έργο με δεκάδες προεκτάσεις σε μία παλαιάς κοπής παράσταση που δεν τις εκμεταλλεύεται και δεν απογειώνεται.

    02.04.2014, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Κοινωνία μέχρι τις ρίζες σάπια», totetartokoudouni.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Παράσταση με «κρυφά φάρδητα»

    Ερρίκος Ίψεν
    Βρικόλακες
    σκηνοθ.: Στάθης Λιβαθινός
    θέατρο: Της οδού Κυκλάδων

    Μελετητές επιχειρούν ενάμιση αιώνα να παραλληλίσουν τους «Βρικόλακες» του Ιψεν με αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο Ίψεν, πάλι, θεωρούσε το πλαίσιο της αστικής οικογένειας και κοινωνίας, απ’ όπου άντλησε θέματα και χαρακτήρες, αρκετά τραγικό για να χρειάζεται παραλληλισμούς με Οιδίποδες και οίκους των Ατρειδών. Προθάλαμο για την κόλαση το θεωρούσε. Και αυτό, όχι μόνο για τα ενδοοικογενειακά ανομήματα (βιασμοί, αιμομιξία, μυστικές εγκυμοσύνες, αφροδίσια νοσήματα, ευθανασία) και όλα τα «κρυμμένα σε κρύπτη πτώματα». Για τον ρομαντικό ατομιστή Ίψεν, κόλαση ήταν η ίδια η οικογένεια, η κοινωνία, η Εκκλησία (προτεσταντική), οι κυρίαρχες αντιλήψεις για ηθική, αλήθεια, ελευθερία και πάνω απ’ όλα η ατομική μας στάση απέναντί τους. (Διπρόσωπη ηθική, προκαταλήψεις, συλλογική, ιδίως όμως ατομική εθελοτυφλία.)

    Ο Στάθης Λιβαθινός συγκέντρωσε μιαν εξαντλητικά δουλεμένη παράσταση γύρω από την αξιοθαύμαστα αυτονόητη αναγωγή όλων αυτών στο σήμερα. Σεβάστηκε, ωστόσο, μορφή, ατμόσφαιρες, περιεχόμενο. Είναι παράσταση – οφθαλμαπάτη, που μπορεί να μοιάζει παλαιό, καλοδουλεμένο θέατρο, αλλά διαθέτει υπόγεια, σύγχρονα πυρομαχικά. Οι Gengangere του πρωτότυπου, που σημαίνει «εκείνοι που επιστρέφουν, οι αβόλευτοι νεκροί», είναι παρόντες. Πρόσωπα και καταστάσεις που μας συμπεριλαμβάνουν τονίζουν το μεγαλύτερο ανόμημα, γενεσιουργό αίτιο όλων των βρικολάκων: την έλλειψη χαράς ζωής. Μου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά τόσο ζωντανά, διά στόματος Έλεν Αλβινγκ, ως «κλειδί» του έργου και του σημερινού μας ζόφου.

    Ο γιος που επιστρέφει ύστερα από 20 έτη είναι ο Όσβαλντ Αλβινγκ, νεαρός καλλιτέχνης εκ Παρισίων. Εκεί τον είχε στείλει από παιδί η μητέρα του, ώστε με ηρωικά ψέματα να του κρύβει την αλήθεια για τις πατρικές ασωτίες. Μεταξύ αυτών και η ψυχοκόρη – υπηρέτρια Ρεγγίνα, που ο υπασπιστής Αλβινγκ απέκτησε με υπηρέτρια του σπιτιού. Η κ. Αλβινγκ κράτησε τη Ρεγγίνα κοντά της και της «αγόρασε» μάλιστα τον Ενγκστραντ, που αντί χρημάτων παντρεύτηκε τη μάνα της και αναγνώρισε το παιδί.

    Λίγο πριν από τα εγκαίνια ενός ορφανοτροφείου στη μνήμη του αποθανόντος κι έχοντας αποτινάξει –διαβάζοντας προοδευτικά βιβλία– πολλές προκαταλήψεις περί ηθικής, ελευθερίας, καθήκοντος, ακούμε την Έλεν Αλβινγκ να εκστομίζει στον σοκαρισμένο έμπιστο και «καθοδηγητή της» πάστορα Μάντερς την αλήθεια για τη ζωή της με τον «αείμνηστο». Στη συνέχεια, αποκαλύψεις και γεγονότα τρέχουν με την ταχύτητα της φωτιάς (που καίει το ίδρυμα), του αναπόδραστου της ωχράς σπειροχαίτης (που πυρπολεί τον εγκέφαλο του Όσβαλντ), της υστερόβουλης και ύποπτης συνεργασίας Μάντερς – Ενγκστραντ, της φυγής – εκδίκησης της Ρεγγίνας. Στο τέλος περιμένει η επικείμενη ευθανασία, που ζητάει ο Όσβαλντ από τη μητέρα του «όταν θα έρθει η ώρα».

    Πυκνές ατμόσφαιρες, εξαιρετικά δουλεμένοι, αφομοιωμένοι διάλογοι, ζηλευτά θεατρική μετάφραση (Γιώργος Δεπάστας), συμβολική διάταξη προσώπων, αντικειμένων, ήχων (Λάμπρος Πηγούνης), μουσικής (Μαρίνα Χρονοπούλου), φωτισμών (Αλέκος Αναστασίου). Τα σκηνικά και κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου έντυσαν επιβλητικά, κάποτε και αιφνιδιαστικά ανάλαφρα, χώρο, πρόσωπα, καταγωγές, ιδεολογίες.

    Η Μπέτυ Αρβανίτη, υπέρκομψη με μαύρη φούστα – παντελόνι, τονισμένα δυνατή, ελευθερωμένη, με όψιμα κερδισμένη αυτοπεποίθηση, σπιρουνίζει με τέχνη την τραγικότητα της εξέλιξης. Ερμηνεύει λιτά, μετρημένα, σπαρακτικά στην επικίνδυνη στάση της pieta του τέλους.

    Ο πάστορας του Νίκου Χατζόπουλου έχει την πονηριά και τον προτεσταντικό φαρισαϊσμό των πανίσχυρων Νορβηγών αδελφών του, τον 19ο αιώνα. Υπερβαίνει το κείμενο, δουλεύοντας με βλέμμα, σώμα (κίνηση Pauline Huguet), χειρονομίες, σιωπές, ρυθμούς, ταχύτητα ανταπόκρισης. Από τους πιο εύγλωττους Μάντερς που έχω δει.

    Ο Όσβαλντ του Κώστα Βασαρδάνη, σε διαρκή ακαθισία, παίζει στο πιάνο το δράμα και τις διακυμάνσεις του (τι εξαιρετικός συγχρονισμός, σπουδή και μίμηση βιρτουόζου πιανίστα!), καλπάζει τους τελευταίους νεανικούς καλπασμούς του στο σαλόνι με θέα το κλειστό φιορδ. Ο ήλιος δεν προλαβαίνει το φως του. Μάνα – γιος με σπάνια, σκηνική επικοινωνία.

    Η Ρεγγίνα (Μαρία Κίτσιου) σφύζει από ερωτισμό, νιάτα, λαιμαργία και αναίδεια στερημένης ζωής. Έκτακτη στο ξέσπασμά της. Η κάπως γραφική, γλοιώδης πονηριά του Ενγκστραντ (Γιώργος Κέντρος) δεν πρόδωσε την αρτιότητα της διανομής.

    Παράσταση εξαίρετη, με «κρυφά φάρδητα», που θα έλεγε ο Κουν.

    02.02.2014, Κολτσιδοπούλου Άννυ «Παράσταση με κρυφά φάρδητα», Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική θεάτρου: «Βρικόλακες»

    H Iωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για τους «Βρικόλακες» του Ίψεν που παρουσιάζονται στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού.

    Ο Στάθης  Λιβαθινός, ενώ ακόμα επεξεργαζόταν την «Ιλιάδα» του, ένα σκηνικό άθλο, για την «εξελιγμένη» δεύτερη  εκδοχή της, προετοίμαζε συγχρόνως  και τους ιψενικούς «Βρικόλακες».

    Ουδεμία σχέση έχουν τα είδη των έργων,  εντελώς διαφορετικά  είναι τα λογοτεχνικά γένη των υλικών με τα οποία κονταροχτυπιόταν ταυτόχρονα. Και οι παραστάσεις τους όμως  μοιάζει να ανήκουν σε άλλο σκηνοθέτη.

    Οι «Βρικόλακες» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, μια από τις καλύτερες αναβιώσεις  του έργου που έχουμε  δει  σε αθηναϊκή σκηνή,  είναι μια σκοτεινή, υγρή, αποπνικτική παράσταση, που αποτυπώνει την υπαρξιακή ασφυξία, την θηλιά της αστικής ηθικής, την τροχοπέδη της  κοινωνικής  αποδοχής, εντέλει  το ανθρώπινο αδιέξοδο,   για την οποία ο Λιβαθινός καταφεύγει ξανά  με ορμή στο οπλοστάσιο της ρωσικής θεατρικής του παιδείας του, που εν πολλοίς ποτέ δεν εγκατέλειψε.

    Στηρίζεται στις λεπτομέρειες του λόγου, ρίχνει φως στις «γωνίες», στις λεπτομέρειες των εκφράσεων, των σωμάτων, εστιάζοντας στο άρρητο. Δημιουργεί ατμόσφαιρες. Σιωπές. Σχεδόν ένα ηλεκτρικό ρεύμα αγγίζει το κοινό από την τετράγωνη δονούμενη μικρή σκηνή.

    Η σκηνογραφία (της Ελένης Μανωλοπούλου) είναι το κέλυφος που παράγει την ιδανική «υγρασία» για να παιχτεί το δράμα της ανθρώπινης εγκλωβισμένης από τις αμαρτίες των γονέων ανθρώπινης ύπαρξης, σε συνδυασμό με τους αριστοτεχνικούς φωτισμούς.

    Η Μπέτυ Αρβανίτη  πλάθει μια πολύ πειστική κυρία Αλβινγκ, μετά το απαιτούμενο αρχικό  «ζέσταμα». Ο Γιώργος Κέντρος σωματοποιεί τη γλοιώδη διάσταση  της ανθρώπινης ύπαρξης, σέρνοντας το άχρηστο πόδι του. Είναι εξαιρετικός.

    Ο Νίκος Χατζόπουλος, κήρυκας της καταστολής των ανθρωπίνων αναγκών και δη του αιτήματος για ευτυχία («Έτσι ξεκινούν οι επαναστάσεις γιατί οι άνθρωποι επιδιώκουν την ευτυχία στη ζωή», όπως διαπιστώνει , επαναλαμβάνοντας την καθεστηκυία  πολιτική άποψη της εποχής) είναι ο μοναδικός που παραμένει εξωτερικός,  στο σχήμα του χαρακτήρα του.

    Η Μαρία Κίτσου πάλλεται. Είναι  αληθινό ποίημα, ένας χείμαρρος κοριτσίστικης αθωότητας και προσδοκίας στις σκηνές της ερωτοτροπίας και βίαια αποκαλυπτική όταν ξεγυμνώνει την κυνική και αγοραία πλευρά της. Συνταρακτικός όμως είναι ο Όσβαλντ του  Κώστα Βασαρδάνη.

    Ολόκληρη η ύπαρξή του μοιάζει να δονείται από την σωματική κληρονομημένη αρρώστια που τον κατατρώει. Η κραυγή απελπισίας του στο τέλος θυμίζει  την κραυγή των ζωών πριν την σφαγή. Συγκλονίζει.

    14.02.2014, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Κριτική θεάτρου: «Κριτική θεάτρου: Βρικόλακες», www.clickatlife.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική θεάτρου: Βρυκόλακες

    “Βρυκόλακες” του Ερρίκου Ίψεν, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

    Το έργο “Βρυκόλακες” του Ερρίκου Ίψεν γράφτηκε το 1881 και παρουσιάστηκε στη νορβηγική σκηνή το 1883. Λίγα χρόνια μετά, το 1894, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα. Την πρώτη παράσταση προλόγισε ο νεαρός τότε Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος επιδεικνύοντας μεγάλη τόλμη “κήρυξε τον θάνατο του κατεστημένου θεάτρου και την έναρξη μιας καινούργιας εποχής”. Η φράση αυτή συνοψίζει άριστα τη συμβολή του Ίψεν στην εξέλιξη του θεάτρου και επανέρχεται στην σκέψη μας κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα έργο του.

    Οι “Βρυκόλακες” πραγματεύονται την ιστορία της κυρίας Άλβιγκ που θυσίασε τις έμφυτες τάσεις και τις επιθυμίες της στον βωμό της φαινομενικά λειτουργικής οικογένειας που στην πραγματικότητα πάσχει από βαθιά και δυσεπίλυτα προβλήματα. Παρακολουθούμε την μάταιη προσπάθεια της να αρνηθεί το παρελθόν και να διακόψει κάθε σχέση μαζί του, παραβλέποντας ότι κάθε άνθρωπος το κουβαλάει πάντα μέσα του. Η επιστροφή του προβληματισμένου και ψυχικά, αλλά και σωματικά άρρωστου υιού της, Όσβαλντ στο πατρικό σπίτι συνηγορεί στην πλήρη αποτυχία της να διαχειριστεί τις καταστάσεις και τους ανθρώπους, που ακολουθούν την αναπόφευκτη πορεία τους. Στον αντίποδα του νεαρού, έξυπνου και γεμάτου όνειρα Όσβαλντ στέκεται ο νεανικός φίλος της κυρίας Άλβινγκ, πάστορας Μάντερς που ενσαρκώνει κάθε συντηρητική και παρωχημένη σκέψη και προσπαθεί εναγωνίως να τακτοποιήσει και να βολέψει τα θέματα που προκύπτουν, χωρίς να αμφιβάλει ποτέ για την ορθότητα της σκέψης του και αδυνατώντας να προσεγγίσει καμία αλήθεια παρά τη δική του. Τους χαρακτήρες του έργου συμπληρώνουν η νεαρή, κεφάτη και φιλόδοξη προστατευόμενη του σπιτιού της κυρίας Άλβιγκ, Ρεγγίνα, καθώς και ο πονηρός, υποκριτής πατέρας της.

    Ο Ίψεν πλάθει ολοκληρωμένους, χειροπιαστούς χαρακτήρες και καταφέρνει με την βοήθεια τους να θίξει εξαιρετικά κρίσιμα θέματα που δεν παύουν να μας αφορούν και να μας συγκινούν. Πυρήνας του έργου είναι αφενός η κληρονομικότητα που είναι δεδομένη και αφετέρου τα στοιχεία που κάθε νέος άνθρωπος υιοθετεί από το περιβάλλον του, ακόμα κι αν αυτά είναι καταστροφικά και οδηγούν στην μόλυνση κάθε καινούργιας γενιάς, αφαιρώντας της την ελπίδα. Στοιχεία που επιβιώνουν στο χρόνο και πάντα επιστρέφουν σαν “φαντάσματα”, σαν αρρώστια που, σύμφωνα με το έργο του Νορβηγού συγγραφέα, πρέπει να αναγνωριστεί σαν πρόβλημα και να αντιμετωπιστεί, διότι πάντα η εξέλιξη της είναι αναπόφευκτη. Οι Βρυκόλακες παρουσιάζουν μια πάλη των γενεών, μέσω τις οποίας θίγονται καίρια ζητήματα για τα συστήματα που αιχμαλωτίζουν τους ανθρώπους, περιορίζουν τις προσωπικότητες τους και επιβάλλουν την προσαρμογή σε μια κοινωνία διαφθοράς και υποκρισίας. Ζητήματα που βρίσκονται πάντα στην επικαιρότητα των ανθρώπινων αναζητήσεων και καθιστούν το έργο του Ίψεν κλασικό.

    Σε μια εποχή που η σκέψη και η αναζήτηση της ουσίας είναι αναγκαίες, το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας με επικεφαλής την Μπέτυ Αρβανίτη, επέλεξε να ανεβάσει τους Βρυκόλακες. Την σκηνοθεσία του έργου ανέλαβε ο Στάθης Λιβαθινός, παρουσιάζοντας μία παράσταση μελετημένη και προσεγμένη με όμορφο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, που όμως έμοιαζε να ταιριάζει περισσότερο στην αισθητική των παραστάσεων του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, παρά στην προσωπική αισθητική του σκηνοθέτη. Ο θεατής μοιάζει να παρακολουθεί στα κρυφά τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σε ένα ξένο σπίτι, αλλά παραδόξως τον αφορούν άμεσα. Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε με γούστο η Ελένη Μανωλοπούλου. Την μετάφραση και την δραματουργική επεξεργασία του έργου έκανε ο Γιώργος Δεπάστας. Τον σχεδιασμό των φωτισμών ανέλαβε ο Αλέκος Αναστασίου και την ταιριαστή στη σκηνική δράση μουσική η Μαρίνα Χρονοπούλου.

    Τον ρόλο της κυρίας Άλβιγκ κράτησε με αξιοπρέπεια η Μπέτυ Αρβανίτη, ενώ τον ρόλο του ρομαντικού Όσβαλντ ο Κώστας Βασαρδάνης που κατάφερε να διαχειριστεί τις λεπτές αποχρώσεις και τις εντάσεις του ρόλου σε ένα μεγάλο βαθμό. Τον Πάστορα Μάντερς υποδύθηκε υποδειγματικά ο Νίκος Χατζόπουλος. Τον ρόλο του Έγκστραντ χειρίστηκε με άνεση ο Γιώργος Κέντρος και τον ρόλο της Ρεγγίνας υποδύθηκε η Μαρία Κίτσου, χωρίς να καταφέρνει πάντα να διατηρεί την αληθοφάνεια του. Τελικά, πρωταγωνιστής της παράστασης αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά το έργο του Ίψεν που έχει τη δυνατότητα να αιχμαλωτίζει τον θεατή και τον αναγκάζει να σκεφτεί, να προβληματιστεί και να ερμηνεύσει.

    13.02.2014, Βασιλείου Ήβη «Κριτική θεάτρου: Βρυκόλακες», theatreviewer.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θέατρο: Βρικόλακες του Ίψεν, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού (Κεφαλληνίας)

    Έχοντας ήδη συμπληρώσει 133 χρόνια ζωής, οι «Βρικόλακες» του Ίψεν, θεωρούνται ένα από τα εμβληματικότερα έργα του Νορβηγού συγγραφέα και συνεχίζουν να εμπνέουν σκηνοθέτες, ηθοποιούς και θεατές. Κείμενο βαθιά δραματικό, ψηφιδογραφία μιας σκληρής εποχής, ενός ολόκληρου αιώνα, με πολλές αναγνώσεις και αμφιλογίες.

    Κυριολεκτικά ο τίτλος μεταφράζεται από τα νορβηγικά «Αυτοί που περπατούν ξανά στη γη», ενώ σε άλλες γλώσσες, έχει επικρατήσει ως «Φαντάσματα». Πράγματι, αυτές οι έννοιες είναι διάχυτες, μιας και τα λάθη του παρελθόντος στοιχειώνουν ακόμα τις μέρες και τις ζωές των ηρώων. Με αρχέτυπα από τις ελληνικές τραγωδίες, οι χαρακτήρες δοκιμάζονται σκληρά από τη μοίρα. Μετά την ύβρη, έρχεται η Νέμεσις και οι ατιμώρητες αμαρτίες των νεκρών, μεταβιβάζονται στους ζωντανούς, διαλύοντάς τους, ώστε να επέλθει η αναπόφευκτη κάθαρση.

    Αν υπάρχουν δέκα ρόλοι-ορόσημα, που αποτελούν ευσεβείς πόθους για κάθε γυναίκα ηθοποιό, η «Έλεν Άλβινγκ» είναι σίγουρα μέσα σε αυτούς. Στην Ελλάδα, αρκετές σημαντικές κυρίες του θεάτρου, έχουν δώσει το στίγμα τους στην ηρωίδα. Οι πιο πολυσυζητημένες ερμηνείες είναι των Κατίνα Παξινού, Ελένη Χατζηαργύρη, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Ράνια Οικονομίδου και φέτος της Μπέτυς Αρβανίτη.

    Κατά καιρούς, η διαχρονικότητα και η παγκοσμιότητα των «Βρυκολάκων» αμφισβητείται. Κάποιοι αναρωτιούνται πόσο σχετικό μπορεί να είναι με τον 21ο αιώνα ένα έργο που μιλά για τη σύφιλη, την κοινωνική υποκρισία και καθωσπρεπισμό, την αιμομιξία και την ηθική κατάπτωση, υπό το πρίσμα των βορειοευρωπαϊκών συνθηκών του 19ου αιώνα. Μια ενδελεχής και προσεκτική εμπειρική παρατήρηση της κοινωνίας όμως, θα πείσει πως απλά κατακάθονται στον βυθό και αρκεί μια αφορμή για να τα επαναφέρει στην επιφάνεια. Άλλωστε, παντός είδους παθογένεια ξεκινά από τον ουσιαστικότερο πυρήνα, την οικογένεια, κάτι που η ιψενική δημιουργία αναδεικνύει απόλυτα. Κι αν η περίφημη ασθένεια που προκαλεί αποτροπιασμό στις ζωές των χαρακτήρων, σήμερα θεωρείται ξεπερασμένη, σίγουρα υπάρχουν άλλες, πολύ σκληρότερες, ώστε να υπάρξει κάποια αντιστοιχία και παραλληλισμός. Μπορεί να μην αποφεύγεται η παγίδα της ηθικολογίας σε αρκετά σημεία, εν τέλει είναι όμως αυτή που θέτει τα καίρια ερωτήματα. Επιπλέον, το κείμενο, παρουσιάζει ένα σωρό αντιθέσεις και διλήμματα. Ο στυγνός και αυστηρών αρχών πάστορας Μάντερς, αναδεικνύει μέσα από την κρίση του τα δίπολα έρωτας-θάνατος, επιθυμία-επιβολή και θρησκεία-τέχνη. Στο χαρακτήρα του, ενυπάρχει η συντηρητική απόρριψη της χαράς, της ανεμελιάς και της ανακούφισης που μπορεί να προσφέρει η τέχνη στη ζωή κάποιου καλλιτέχνη.

    Στα τέλη του 19ου αιώνα λοιπόν, σε κάποιο μουντό φιόρδ της νορβηγικής υπαίθρου, η κ. Έλεν Άλβινγκ, ετοιμάζεται με τη βοήθεια του οικογενειακού φίλου, πάστορα Μάντερς, να εγκαινιάσει ένα ορφανοτροφείο εις μνήμην του πεθαμένου συζύγου της. Ταυτόχρονα, υποδέχεται τον μονάκριβο γιο της, Όσβαλντ, ύστερα από μια επιτυχημένη καλλιτεχνική περιοδεία. Στο σπίτι μένει και η Ρεγκίνε, ψυχοκόρη της οικογένειας, η οποία φλερτάρει συχνά με τον νεαρό. Μία φιγούρα που δεν εμφανίζεται, όμως στέκεται πάντοτε «εκεί», ρίχνοντας βαριές σκιές στο παρόν και το μέλλον, είναι ο νεκρός Άλβινγκ. Οι δικές του αμαρτίες πλέκουν έναν ιστό γύρω τους και αδυνατούν, παρά τις προσπάθειες, να ξεφύγουν. Καταστροφικές θα είναι οι αποκαλύψεις, τόσο του διεφθαρμένου οικογενειακού παρελθόντος, όσο και της υποκρισίας όσων γνώριζαν αλλά σιωπούσαν, για την διαφύλαξη μιας επιφανειακής τιμής. Κανείς δεν είναι απόλυτα αθώος. Η κ. Άλβινγκ, υπήρξε ερωτευμένη με τον πάστορα, κλείνοντας τα μάτια στις ατασθαλίες του συζύγου. Ο Μάντερς, προσαρμόζεται χαμαιλεοντικά για την δική του σωτηρία, εκπροσωπεί μια υποκριτική χριστιανική ηθική και είναι κλειδοκράτορας των τυραννικών μυστικών της οικογένειας. Ακόμα και ο νεαρός Όσβαλντ, που η ασθένειά του παρουσιάζεται ως τίμημα των πατρικών σφαλμάτων, επιδιώκει να εγκλωβίσει την Ρεγκίνε στην καταδικασμένη ζωή του, αντιμετωπίζοντάς την ως σανίδα σωτηρίας. Ο Γιάκομπ, φαινομενικά αγαθός, είναι ένας βδελυγμικός τύπος που εκμεταλλεύεται τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει, ακόμα και αν πρόκειται για την κόρη ή την πεθαμένη γυναίκα του, ενώ η Ρεγκίνε, μέσα στην απλότητά της, ανακουφίζεται όταν ο Όσβαλντ, εκδηλώνει κάποιο ενδιαφέρον, προκειμένου να διαγράψει τη μίζερη καθημερινότητα και να ονειρευτεί ένα μέλλον, μακριά από το σκανδιναβικό ημίφως.

    Ο Στάθης Λιβαθινός έστησε μια ατμοσφαιρική και ποιητική παράσταση, με αρχιτεκτονική αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Χρησιμοποιεί το χώρο προσθέτοντας και πιο μοντέρνες πινελιές, αποφεύγοντας έτσι, ευκολίες παλαιικού τύπου. Πρόκειται για μια εκτέλεση στέρεα, χωρίς υπερβολές. Σε έξυπνο συνδυασμό με τον φωτισμό του Αλέκου Αναστασίου και το αφαιρετικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, δημιούργησαν την αίσθηση του ψυχρού σκανδιναβικού φωτός που αποκαλύπτει τις κρυμμένες αλήθειες των προσώπων. Πολύ όμορφα και τα κοστούμια της ίδιας, που δίνουν πιο σύγχρονες νότες στη σύλληψη. Έξοχη η μουσική της Μαρίνας Χρονοπούλου, ειδικά στις δραματικές κορυφώσεις.

    Κυρίως όμως, οι «Βρυκόλακες» του Κεφαλληνίας, ευτυχούν να διαθέτουν έναν εξαιρετικό θίασο. Ο Νίκος Χατζόπουλος, κεντάει στο ρόλο του πάστορα Μάντερς, χαρίζει μια διαφορετική ερμηνευτική πνοή, παρασύρει και πείθει. Ο Γιάκομπ του Γιώργου Κέντρου, πλάστηκε με σωστά μέσα και εκφραστικότητα. Ο Κώστας Βασαρδάνης, έχει μια έντονη εσωτερικότητα, δίνει στο ρόλο το ρομαντισμό μιας άλλης εποχής, ενώ είναι ιδιαίτερα σπαρακτικός στις δραματικές κορυφώσεις, αν και υπερκινητικός στα χέρια, πράγμα που κάποιες στιγμές φαντάζει υπερβολικό. Ως Ρεγγίνε, η Μαρία Κίτσου, παρουσιάζεται δυναμικά πάνω στη σκηνή, καταιγιστική, πυρετώδης και διεκδικητική, προσπαθεί να αρπάξει τη μοίρα στα χέρια της. Καλύτερή της στιγμή, η συγκινητική αποδοχή της ήττας και η εκκίνηση για το άγνωστο. Και τέλος, η Μπέτυ Αρβανίτη, χτίζει την Έλεν Άλβινγκ, αρχικά μπλαζέ και αποστασιοποιημένη προς τα όσα συμβαίνουν, θωρακισμένη και παραιτημένη μέσα στην αστική της καθημερινότητα. Όσο όμως τρέχουν οι εξελίξεις, το περίβλημα σπάει, για να φτάσει στην τρομακτική και συγκλονιστική σκηνή του τέλους, όπου η μητέρα έρχεται στο ζοφερό δίλημμα για το μέλλον του Όσβαλντ.

    Οι «Βρικόλακες» της Οδού Κεφαλληνίας, τινάζοντας τη σκόνη παλαιικών εκδοχών, παρουσιάστηκαν κρυστάλλινοι και διαυγείς, ως προς τη δομή και την εκτέλεσή τους.

    04.02.2014, Ρίζου Αναστασία «Θέατρο: Βρικόλακες του Ίψεν, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού (Κεφαλληνίας)»,www.culturenow.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ίψεν ο σύγχρονός μας (;)

    Οι «Βρικόλακες» του Ίψεν ανεβαίνουν σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

    Μια πρώτη απόπειρα καταφατικής απάντησης στο ερώτημα του τίτλου θα μπορούσε να στηριχτεί στο γεγονός ότι μόνο φέτος -με αφορμή το έτος Ίψεν- αριθμείται μια δεκάδα σχεδόν παραστάσεων στις σκηνές Αθήνας και Θεσσαλονίκης που ανεβάζουν έργα του Νορβηγού δραματουργού. Χρειάζεται όμως κάτι ουσιαστικότερο από την πλευρά της παράστασης για να δικαιωθεί αυτή η καταφατική απάντηση. Οι «Βρικόλακες», που παίζονται στη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας είναι μία από τις παραστάσεις που αναμετρώνται με το παραπάνω ερώτημα. Το αποτέλεσμα δεν τη δικαιώνει, τουλάχιστον όχι σε απόλυτο βαθμό.

    Βέβαια, οι «Βρικόλακες» συνιστούν μια σοβαρή σκηνική προσπάθεια, με κάποιες καλές στιγμές. Μεγαλύτερο ατού της, η ατμόσφαιρα: ο Λιβαθινός έδωσε σημαντικό ρόλο στη μουσική (Μαρίνα Χρονοπούλου), καθιστώντας τη συμπρωταγωνιστή των ηθοποιών, με την επιλογή του να μετατρέψει τον ζωγράφο Όσβαλντ του έργου σε μουσικό• τα μουσικά μοτίβα του πιάνου δεν περιορίστηκαν σε συνοδευτικό ρόλο αλλά προσδιόρισαν την ταυτότητα του Όσβαλντ, πάνω στην οποία στήθηκαν και μερικές από τις καλύτερες σκηνές της παράστασης, όπως η είσοδος της Ρεγγίνε ή η σκηνή των «φαντασμάτων». Επίσης, υποβλητικά -και σημειολογικά για ένα έργο που στρέφεται γύρω από «φαντάσματα» και μυστικά του παρελθόντος που στοιχειώνουν το παρόν- λειτούργησε το παιχνίδι με το φως και τις σκιές που δημιουργούσαν οι κουρτίνες του σκηνικού (σε μία, κατά τα άλλα, συμβατική σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου, που συνιστούσε περισσότερο σκηνικό διάκοσμο παρά σκηνογραφική πρόταση).

    Έπειτα η ανάγνωση των ρόλων και οι ερμηνείες. Μπορεί η κυρία Άλβινγκ της Μπέττυς Αρβανίτη να παρέμεινε από την αρχή μέχρι το τέλος «μαγκωμένη», με ελάχιστες διακυμάνσεις, που ίσως εξηγούνται υπό το πρίσμα της ανάγνωσης του ρόλου ως μιας γυναίκας που έχει ζήσει μια ζωή καταπιέζοντας σκέψεις και επιθυμίες – αν και περισσότερο δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι επρόκειτο για (σκηνοθετική) απόφαση να προστατευθεί η ηθοποιός από το ρίσκο μίας περισσότερο αμφίρροπης ερμηνείας που, αν δεν επιβάλλεται, θα δικαιολογούταν εξίσου από τις ψυχολογικές διακυμάνσεις που υφίσταται η κυρία Άλβινγκ. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί όμως κατάφεραν να δώσουν ένα ικανοποιητικότερο στίγμα των ρόλων τους (κι ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ιψενικούς ήρωες, για ήρωες δηλαδή αριστοτεχνικά σκιαγραφημένους σε όλο το ψυχολογικό τους εύρος), με προεξάρχουσα τη Μαρία Κίτσου (Ρεγγίνε), που οδηγήθηκε στην πιο μεστή ερμηνεία της παράστασης. Ο Όσβαλντ του Κώστα Βασαρδάνη είχε κάτι από την πνοή ενός ρομαντικού ήρωα, παράφορου και απελπισμένου, ενώ ο πάστορας Μάντερς του Νίκου Χατζόπουλου διανθίστηκε με μια κωμική χροιά, που επέτεινε την υποκρισία που φέρει ο ρόλος του ως θεματοφύλακα της ηθικής. Ικανοποιητικός και ο διπρόσωπος Ένγκστραντ του Γιώργου Κέντρου.

    Τα παραπάνω ήταν επαρκή για μια ευπρόσωπη παρουσίαση του έργου, όχι όμως για να στοιχειοθετήσουν μία σημαντική θεατρική εμπειρία• εξάλλου, από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με έναν όχι τυχαίο σκηνοθέτη, τα παραπάνω φαίνονται ακόμη πιο λίγα. Από την παράσταση του Λιβαθινού έλειπε κάτι. Αυτό το «μαγικό» σκηνοθετικό κάτι που θα την απογείωνε, που θα την έκανε να ρουφήξει τον θεατή μέσα στον κόσμο της, που θα έπειθε κυρίως για την παρουσίαση του έργου εδώ και τώρα. Όχι με τη λογική της σκηνοθετικής προσαρμογής στο σήμερα, ούτε γιατί πρέπει απαραίτητα τα κλασικά έργα να ανεβαίνουν με αναμορφωμένη ματιά. Αλλά γιατί μια παράσταση οφείλει με τον τρόπο της να είναι τόσο καλή ώστε στο ενδεχόμενο ερώτημα «γιατί οι “Βρικόλακες” σήμερα;» την απάντηση να δίνει αποστομωτικά η ίδια η ομορφιά της.

    Οι “Βρικόλακες” του Ίψεν, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, παίζεται στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας από Τετάρτη ως Κυριακή μέχρι τις 13 Απριλίου 2014.

    13.01.2014 Καράογλου Τώνια «Ίψεν ο σύγχρονός μας (;)», www.elculture.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Οι βρικόλακες της ψυχής και της κοινωνίας μας

    Πρωταγωνιστούν: Μπέττυ Αρβανίτη, Γιώργος Κέντρος, Νίκος Χατζόπουλος, Μαρία Κίτσου και Κώστας Βασαρδάνης

    Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

    Υπόθεση: Η Έλεν Άλβιγκ, ηρωίδα στο έργο, είναι αυτή που καταστρέφεται στην προσπάθειά της να διασώσει την ηθική της ελευθερία, σέβεται την αστική ηθική, αλλά βγαίνει νικημένη είτε γιατί αρνήθηκε την προσωπικότητά της, είτε γιατί τον ήρωα του έργου Όσβαλντ, τον βαραίνει η μοίρα μιας τρομερής κληρονομικότητας.

    Το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας φιλοξενεί το ιψενικό αριστούργημα: «Βρικόλακες» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στα πλαίσια των εορταστικών εκδηλώσεων για το έτος Ίψεν (2014). Η σκηνική παρουσία του Ίψεν στην Ελλάδα ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1894 με τους «Βρικόλακες» και πρωτεργάτη τον Ευτύχιο Βονασέρα. Το πολιτισμικό έδαφος είχε προετοιμαστεί με τους νέους αστικούς προσανατολισμούς στην οικονομική και κοινωνική ζωή, με τον κορεσμό του ρομαντισμού και του κλασικισμού στο θέατρο, με την παρακμή του κωμειδυλλίου και την προώθηση του νατουραλισμού. Η έκδοση στα 1880 της «Νανάς» του Ζολά σε μετάφραση του Καμπούρογλου αποτελεί ένα ορόσημο γι’ αυτή τη στροφή προς ένα εκμοντερνισμό της σκέψης και της συνείδησης. Ο Βιζυηνός με οξυδέρκεια επισημαίνει τα χαρακτηριστικά της ιψενικής δραματουργίας, που διαφαίνονται στην έντονη κριτική των κοινωνικών συμβάσεων και στον βαθύ ψυχογραφικό χαρακτήρα, προλαμβάνοντας τις αντιδράσεις του ανυποψίαστου και κάπως θορυβημένου κοινού. Ορόσημο για την πορεία του Ελληνικού Θεάτρου ήταν η αναπαράσταση των ιψενικών «Βρικολάκων» από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη με πρωταγωνιστές την Κατίνα Παξινού και τον Αλ. Μινωτή.

    Το θέατρο του σκανδιναβού δραματουργού είναι κατεξοχήν θέατρο ιδεών. Ο Ίψεν δημιουργεί τον 19ο αιώνα, αιώνα των επαναστάσεων στην επιστήμη, στην τέχνη και στα λογοτεχνικά κινήματα. Ο ρεαλισμός θα διαδεχτεί τον νατουραλισμό, αυτός με την σειρά του τον εξπρεσιονισμό και τελικά θα ξεσπάσει το πυροτέχνημα της ονειρικής φαντασίας, όπου θα εκδηλωθεί στα σπάργανα του σουρεαλισμού. Τα έργα του δραματουργού είναι αρχικά έργα κοινωνικά, καθώς ασκούν δριμεία κριτική στην υποκρισία και στο ψεύδος της προτεσταντικής ηθικής. Θα αποκαλύψει, με σχεδόν σκανδαλιστικό τρόπο, τη σαθρότητα της εύνομης αστικής κοινωνίας και τη σαπισμένη από τα γρανάζια του καθωσπρεπισμού συνείδηση. Πίσω από την επιφανειακή γαλήνη των ηρώων-αστών, θα γιγαντωθούν συνειδησιακές τερατογενέσεις και κανιβαλιστικές ενδοοικογενειακές διαθέσεις. Έτσι, θα αναδείξει ό,τι άσχημο, νοσηρό και βρώμικο κρύβει μέσα του ο άνθρωπος σαν τη βρώμα που σκορπίζεται από το σάπιο πόδι του σοφόκλειου Φιλοκτήτη. Γι’ αυτό το λόγο, η δραματουργία του Ίψεν είναι έντονα ψυχογραφική. Οι ήρωες βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα πλέγμα ενοχών, συνεχών διαψεύσεων και υπαρξιακών αδιεξόδων. Μην μπορώντας να συλλάβουν την αλήθεια του αντιφατικού εαυτού τους αυτοεγκλωβίζονται και στο τέλος καταστρέφονται καταργώντας τον ταραγμένο ψυχισμό τους.

    Όλα τα πρόσωπα στους «Βρικόλακες» είναι ήρωες προβληματικοί. Ο πάστωρ Μάντερς είναι μια εμβληματική φιγούρα, που συμπυκνώνει στο πρόσωπό του την υποκριτική αστική ηθική, που κατά βάθος πολεμά με κατώτερα, σχεδόν ζωώδη ένστικτα ορμής ερωτικής, αλλά και επιβίωσης. Ο σωτηριολογικός βαρύγδουπος λόγος του ηχεί σχεδόν γελοίος μπροστά στην αποκάλυψη της παθολογικής αλήθειας από την Κα Άλβιγκ. Εκείνη, σχεδόν, συντετριμμένη από το βάρος του ψεύδους, αποκαλύπτει στον ευσεβή πάστορα, που είναι το αντικείμενο του απαγορευμένου πόθου της, ότι ο νεκρός σύζυγός της, για του οποίου την ενάρετη μνήμη ετοιμάζεται πανηγυρική τελετή της αποκάλυψης του ανδριάντα του, ήταν ένα παράσιτο της κοινωνίας και της οικογένειας. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στα ευτελή πάθη του αλκοολισμού και της ερωτικής ακολασίας. Μονάχα εκείνη βρισκόταν πίσω από τις ευάρεστες πράξεις του, για να αποφύγει την κοινωνική κατακραυγή. Ωστόσο, πλέον αισθάνεται εγκλωβισμένη, καθώς λαχταρά την ελευθερία της αλήθειας, γι’ αυτό και αποφασίζει να αποκαλύψει τη νωθρότητα της σαπισμένης οικογενειακής εστίας στον γιο της Όσβαλντ. Ο νεαρός γιος, σχεδόν αλλοπαρμένος από τη μέθη της νιότης, και πολλά υποσχόμενος καλλιτέχνης, βρισκόταν χρόνια μακριά από το σπίτι του, στα πλαίσια του σχεδίου της μητέρας, για την απόκρυψη του μυστικού. Γυρνώντας, όμως, στο σπίτι αποκαλύπτει στη μητέρα του ότι πάσχει από μια σοβαρή εγκεφαλική νόσο, που καταστρέφει τη σκέψη και τη δημιουργική του ικανότητα. Δεν είναι άλλο από την κληρονομιά της φαυλότητας του πατέρα. Τότε, όλα αποκαλύπτονται και φθάνουν στο αποκορύφωμα, με την εκμυστήρευση ότι η υπηρέτρια και μέλλουσα αρραβωνιαστικιά του Όσβαλντ είναι νόθα αδερφή του. Έτσι, όλα καταρρέουν: Το ευαγές ίδρυμα εις μνήμην του άσωτου πατέρα καίγεται από λάθος του πάστορα, ο οποίος γίνεται θύμα του εκβιασμού του μοναδικού μάρτυρα και στη συνέχεια συνδράμει στην ίδρυση οίκου ανοχής. Η νεαρή υπηρέτρια εκπορνεύεται για να ανελιχθεί, ο γιος νοητικά ανάπηρος καγχάζει για τη σωτηρία του θανάτου και η μάνα κλαίγοντας, εγκλωβισμένη στην ανύπαρκτη ελευθερία της συνείδησής της, προσπαθεί να λυτρώσει το παιδί-κληρονόμο της οικογενειακής κατάρας.

    Το έργο αυτό είναι μια τραγωδία κληρονομικότητας, που θυμίζει τον καταραμένο από τη γενιά του Οιδίποδα. Ο Όσβαλντ είναι έρμαιο μιας μοίρας ετεροκαθορισμένης και υποχρεωμένος να υποστεί τη θεία τιμωρία. Ο Οιδίπους ήταν ο ήρωας που συμβόλιζε την δύναμη του ανθρώπινου μυαλού. Αυτός, λύνοντας το αίνιγμα της Σφίγγας, έσωσε την ανθρωπότητα. Αντίστοιχα, ο Όσβαλντ πλήττεται από μια αρρώστια στο μυαλό. Και οι δύο παγιδεύτηκαν στα δίχτυα του αντιφατικού εαυτού τους και όταν γνώρισαν την αλήθεια, αυτοκαταργήθηκαν. Οι «Βρικόλακες» της ενοχοποιημένης συνείδησης είναι καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου παρόντες, είτε με τη μορφή των αναμνήσεων του νεκρού πατέρα είτε με το καμένο άσυλο. Όσο και να προσπαθούν οι ήρωες να ελευθερωθούν και να κενώσουν τα ψεύδη από μέσα τους, δεν καταφέρνουν τίποτα καθώς οι βρικόλακες του ένοχου παρελθόντος στοιχειώνουν τη συνείδησή τους. Οι βρικόλακες του παρελθόντος στοιχειώνουν τον Όσβαλντ, όπως στον «Βασιλιά των ξωτικών» του Γκαίτε στοιχειώνει ένα ξωτικό, τον γιο:

    -« Πατέρα, πατέρα δεν ακούς τις υποσχέσεις του;»
    -« Ηρέμησε αγαπημένε είναι ο άνεμος που σφυρίζει στα ξερά φύλλα […]
    -«Σ’ αγαπώ, θέλω την ομορφιά σου, κι αν δεν έρχεσαι σε τραβώ με το ζόρι»
    -«Πατέρα, πατέρα μου. Με αρπάζει! με πονεί!»

    Γεμάτος φόβο καλπάζει ο πατέρας γρήγορα, κρατώντας
    Το γεμάτο πόνο παιδί στην αγκαλιά του.
    Με δυσκολία φθάνει στο σπίτι του.
    Το παιδί ήταν νεκρό στην αγκαλιά του.

    (Απόσπασμα από το ποίημα του Γκαίτε, μετάφραση: Μάρω Σκορδή)

    Η Μπέττυ Αρβανίτη, μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάτρου, ενσάρκωσε, με τρόπο συνταρακτικό και συγκινητικό, το ρόλο της κυρίας Άλβιγκ με μια αρχοντική παρουσία, δηλωτική της πολύχρονης αυτοθυσίας της μητέρας, ώστε να κρύψει τον εκφυλισμό της οικογένειάς της από το παιδί και από την αιμοδιψούσα κοινωνική κατακραυγή. Αποκαλυπτικό ήταν το ταλέντο του Κώστα Βασαρδάνη, ο οποίος αναπαρέστησε τον αλαφροΐσκιωτο νέο καλλιτέχνη με μια ντελικάτη κινησιολογία και με μια ευαίσθητη ορμή, που αποκάλυπτε το υποκριτικό του βάθος. Κορυφαία η στιγμή της αποκάλυψης της αρρώστιας του και του υπαρξιακού φόβου της φθοράς του νου του. Η Μαρία Κίτσου διατηρεί και εδώ την υποκριτική λάμψη της στον ρόλο της υπηρέτριας Ρεγγίνας, που είναι σύμβολο της χαράς της ζωής, αλλά και της χρησιμοποίησης κάθε τρόπου-θεμιτού και αθέμιτου για να ανελιχθεί. Η παρουσία της έδωσε ζωντάνια και χρώμα στο «σαλόνι των λυγμών και των φαντασμάτων». Εξίσου αξιόλογη η παρουσία του Γιώργου Κέντρου στο ρόλο του ξεπεσμένου μέθυσου υπηρέτη, που είναι υποτελής και παράλληλα εκβιαστής, ενώ καταπληκτική ήταν και η ερμηνεία του Νίκου Χατζόπουλου στον ρόλο του ιερέα. Ο ηθοποιός κατόρθωσε να αναδείξει την γκροτέσκο φυσιογνωμία του ιερέα. Ευφυής ήταν η σκηνοθετική ματιά του Στάθη Λιβαθινού, που ανέδειξε με τις οδηγίες του την τραγικότητα των ηρώων και αποκάλυψε με την πνιγηρή ατμόσφαιρα του αστικού σαλονιού τα ξεπεσμένα ήθη και τα ευτελή πάθη μιας κοινωνίας σε παρακμή. Εξαιρετική η επιλογή του καλλιτέχνη-μουσικού, καθώς έτσι εμπλούτισε την σκηνή με τις συνταρακτικές μελωδίες του πιάνου.
    Ακόμη μια εκπληκτική αναπαράσταση του ιψενικού δράματος, που αγγίζει τα μεγάλα αδιέξοδα της ύπαρξης: δραπέτευση από το ψεύδος, η ελευθερία της αλήθειας, η υποκρισία των ηθών, η διαφθορά του εκκλησιαστικού ήθους, η κληρονομιά των παθών, ο ενοχοποιημένος ψυχισμός και η καταστροφή της αποκάλυψης.

    21.12.2013, Χαχάλη Στέλλα «Οι βρικόλακες της ψυχής και της κοινωνίας μας», www.artic.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Βρικόλακες» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας , Α’ σκηνή

    Το 1881 που γράφτηκαν οι «Βρικόλακες» είναι εποχή μεγάλων αλλαγών κυρίως στον τομέα της επιστήμης. Έχουν προηγηθεί στη βιολογία τα πορίσματα του Χέκελ και του Δαρβίνου καθώς και οι νόμοι του Μέντελς περί κληρονομικότητας.

    Δεν ξέρουμε αν ο Ίψεν εμπνεύστηκε απ’ αυτές τις αλλαγές ή αν αφορμή για τη συγγραφή του έργου ήταν ένα νόθο παιδί που πιθανολογείται ότι ο συγγραφέας απέκτησε στα 18 του από τη σχέση του με μια υπηρέτρια. Όποιο κι αν υπήρξε πάντως το υπόβαθρο για τη συγγραφή του έργου, ο Ίψεν ξεδιπλώνει εδώ όλη τη δεξιοτεχνία και τη διεισδυτική ικανότητα του να μελετάει σε βάθος την ψυχή των ηρώων του.

    Οι «Βρικόλακες» είναι ένα συνταρακτικό κοινωνικό και ηθικό σχόλιο πάνω στο πώς μπορεί να καταστραφεί η ζωή ενός ανθρώπου εν αγνοία του. Στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο Οιδίποδας υπήρξε μέρος ενός θεϊκού σχεδίου. Οι αμαρτίες των προγόνων του προκαθόρισαν τη ζωή του. Στους «Βρικόλακες», ο Όσβαλντ κληρονομεί άνοια από τον συφιλιδικό πατέρα του. Οι αμαρτίες τόσο του άρρωστου γονιού του όσο και η προτεσταντική ηθική που ανάγκασε τη μητέρα του να παραμείνει σιωπηλή σε μια αρρωστημένη κατάσταση υποθηκεύοντας το μέλλον δύο παιδιών αλλά και το δικό της, προδιαγράφουν με επιστημονικό πια τρόπο (σ.σ νόμοι της κληρονομικότητας) την κατάληξη του. Η τραγική ειρωνεία στους Βρικόλακες είναι η αντίστοιχη του Οιδίποδα. Ο κεντρικός ήρωας πασχίζει με κάθε τρόπο να μάθει την αλήθεια ενώ ταυτόχρονα το μόνο που αποζητά είναι το αυτονόητο δικαίωμα για μια ευτυχισμένη και ήρεμη ζωή.

    Οι «Βρικόλακες» ανέβηκαν πρώτη φορά το 1887 απ’ τον Αντουάν στο Παρίσι. Ο Ότο Μπραμς τους ανέβασε έναν χρόνο αργότερα στο Βερολίνο. Στο Λονδίνο δημιούργησαν μεγάλο σκάνδαλο ενώ στη Νορβηγία προπηλακίστηκαν. Στην Αθήνα παίχτηκαν το 1894, γεγονός που δηλώνει πόσο στενά παρακολουθούσαν τα θεατρικά δρώμενα της Ευρώπης οι Έλληνες θεατράνθρωποι της εποχής. Ο νεαρός τότε Γρηγόριος Ξενόπουλος ανέλαβε να τους συστήσει στο θεατρόφιλο κοινό της εποχής μ’ έναν πρόλογο που έχει μείνει ως σημείο αναφοράς στη θεατρική ιστορία του τόπου μας.

    Οι «Βρικόλακες» όπως και όλα τα κλασικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας χρειάζονται έναν αέρα ανανέωσης διαφορετικά δεν μπορούν να μιλήσουν στον σημερινό θεατή. Προβλήματα που απασχολούσαν τον άνθρωπο στα τέλη του 19ου αιώνα ακούγονται ίσως γραφικά αν όχι λυμένα σήμερα, οπότε αν ένα έργο δεν μπορεί να περάσει το μήνυμα λόγω χρονικής απόστασης, πρέπει να υπάρξει κάτι ελκυστικό στην παράσταση.

    Ο Στάθης Λιβαθινός ξέρει αναμφίβολα να φτιάχνει ποιητικές εικόνες. Η έναρξη και το φινάλε της παράστασης, η είσοδος της Ρεγκίνε στη σκηνή, ο χορός της με τον Όσβαλντ, οι είσοδοι κι έξοδοι των ηθοποιών ήταν απ’ τα ατού της παράστασης. Κατά τα άλλα, είτε ο περιορισμένος και εξαιρετικά άβολος χώρος του θεάτρου, είτε η έλλειψη έμπνευσης σε μέρος της διανομής, δεν κατάφεραν ν’ απογειώσουν την παράσταση με αποτέλεσμα να δούμε μια πολύ προσεγμένη μεν δουλειά, πεπερασμένης αισθητικής δε .

    Η Μπέττυ Αρβανίτη έπαιξε έναν απ’ τους σπουδαιότερους ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας εντελώς εξωτερικά. Η κυρία Άλβινγκ δεν είναι μια σημερινή υπερπροστατευτική μητέρα με αδυναμία στον γιο της. Δυστυχώς, παρακολουθώντας την είχα αυτήν την εντύπωση. Πού πήγε όλος αυτός ο εσωτερικός σπαραγμός, η ενοχή, η καταπίεση της γυναίκας που τόσο αριστοτεχνικά αποκαλύπτει ο Ίψεν στη μεγάλη σκηνή ανάμεσα στην κυρία ‘Αλβινγκ και τον πάστορα Μάντερς;

    Αλλά κι ο Νίκος Χατζόπουλος έχασε την ευκαιρία να δώσει την υποκρισία της εκκλησίας όπως αυτή εκφράζεται μέσα από έναν λειτουργό της. Το παίξιμο του είχε κάποιες καλές στιγμές, αλλά σε γενικές γραμμές θα το χαρακτήριζα αμήχανο.

    Ο Κώστας Βασαρδάνης έχει ένα παρουσιαστικό που βοηθάει στην ενσάρκωση ρόλων με ταραγμένο ψυχισμό και νόηση σαν του Όσβαλντ. Δεν είμαι σίγουρη ότι εσωτερικά είχε το ανάλογο βάθος

    Ο Γιώργος Κέντρος ισορρόπησε με άνεση ανάμεσα στην κουτοπονηριά και τη χυδαιότητα που φέρει ο ρόλος του Έγκστραντ.

    Αναμφισβήτητα αυτή που κέρδισε τις εντυπώσεις ήταν η Ρεγκίνε της Μαρίας Κίτσου. Η Κίτσου είναι ηθοποιός που χτίζει μεθοδικά τον ρόλο της. Κατάφερε να δώσει βάθος στην ηρωίδα και να βγάλει όλη την τραγικότητα της όταν πια εκείνη αποκαλύπτει την αλήθεια.

    Ένσταση έχω όμως ακόμη και στη μετάφραση του κατά τα άλλα καλού Γιώργου Δεπάστα. Πολλές φορές μέσα στο κείμενο είχε κανείς την αίσθηση του δύσχρηστου λόγου. Για παράδειγμα πόσο λειτουργική είναι νοηματικά η λέξη «άσωτος» στις μέρες μας για να περιγράψει κανείς τη συμπεριφορά του στρατηγού Άλβινγκ;

    Αδιάφορα τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, καλοί αλλά όχι ευφάνταστοι οι φωτισμοί του Αναστασίου.

    Η μουσική της Χρονοπούλου υπογράμμιζε επαρκώς τη δραματική συγκίνηση και οδήγησε σ’ ένα έντονο φινάλε.

    21.12.2013, Χ.Σ «”Βρικόλακες” στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας , Α’ σκηνή», https://theatro.wordpress.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μπέττυ Αρβανίτη: «Είναι πια καιρός να ενηλικιωθούμε ως χώρα…»

    Η Μπέττυ Αρβανίτη μιλά για το έργο «Βρικόλακες» και τη σύγχρονη πραγματικότητά μας.

    Στην προσπάθειά της να διασώσει την ηθική της ελευθερία, η ηθοποιός Μπέττυ Αρβανίτη καταστρέφεται, υποδυόμενη μία νικημένη ηρωίδα, και μας μιλά για την παράσταση «Βρικόλακες».

    Έτος ΄Ιψεν το 2014, και το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας παρουσιάζει το αριστούργημά του, τιμώντας τον μεγάλο νορβηγό δραματικό συγγραφέα και ποιητή, ο οποίος θεωρείται ο πρώτος μεγάλος εκφραστής ενός πνευματικού ρεύματος, που εγκατέλειψε τα προσφιλή θέματα του 19ου αιώνα και έφερε στο προσκήνιο την καθημερινή ζωή και τις αμαρτίες της.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη ενσαρκώνει την Έλεν Άλβιγκ, η οποία υποτάσσεται στο ψέμα και βρίσκεται στο έλεος μιας βαριάς μοίρας, και μιλά για το έργο και τη σύγχρονη πραγματικότητά μας.

    Ποια στοιχεία της ιψενικής γραφής συνυπάρχουν στο έργο;
    Το έργο είναι της ρεαλιστικής περιόδου του Ίψεν, με στοιχεία ηθικής και κοινωνικής κριτικής. Βέβαια, υπάρχει η μοναδική ικανότητα κατάδυσης στο βάθος της ανθρώπινης φύσης και στη μοίρα της, όπως και η δημιουργία ολοκληρωμένων χαρακτήρων.

    Τι πραγματεύεται ο συγγραφέας μέσα από τους «Βρικόλακες»;
    Τη σύγκρουση της συντήρησης με την πρόοδο. Τις προκαταλήψεις των παλαιών αντιλήψεων με τις νέες. Τον φόβο μπροστά στην αλήθεια. Τις συνέπειες των ψεύτικων ιδανικών που στερούν τη χαρά της ζωής και, κατ’ επέκταση, τη χαρά της δημιουργίας και, τέλος, το μεγάλο θέμα που εμπεριέχεται στο «αμαρτίαι γονέων». Όλα αυτά είναι οι «Βρικόλακες».

    Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της Έλεν Άλβιγκ και τι την οδηγεί στην καταστροφή;
    Είναι μια γυναίκα, που, ενώ επιθυμεί την αλήθεια, υποτάσσεται στο ψέμα και καταστρέφεται ολόκληρη η ζωή της, εξαιτίας του φόβου της να ελευθερωθεί. Όμως, βρίσκεται στην πορεία της συνειδητοποίησής της, καθοδόν προς την αλήθεια, μόνο που πλέον είναι αργά και οι συνέπειες ήδη υπάρχουν, με αποτέλεσμα να πάρουν εκδίκηση και να οδηγήσουν στη μοιραία καταστροφή. Μια τραγική ηρωίδα – μάνα.

    Ποια μοίρα βαραίνει τον Όσβαλντ;
    Ο Όσβαλντ είναι, πριν από όλα, καλλιτέχνης. Το γεγονός της κληρονομικής αρρώστιας δεν καταστρέφει μόνο την ίδια του τη ζωή, αλλά και την ανάγκη του για καλλιτεχνική δημιουργία. Έχει έναν πατέρα ίνδαλμα, φτιαγμένο από ψέματα της μητέρας του, προκειμένου να συντηρήσει αυτό το ιδανικό, που καταρρέει μπροστά του, συμπαρασύροντας και τη δική του ζωή. Ένα τραγικό θύμα της παλιότερης γενιάς.

    Πού εστιάζει η σκηνοθετική ματιά του Στάθη Λιβαθινού;
    Εκείνο, που μπορώ να πω, είναι ότι προσπαθούμε να φωτίσουμε μέσα από το σήμερα τα πρόσωπα και το δράμα τους, χωρίς να ξεχνάμε την ποιητική διάσταση του συγγραφέα.

    Ποια είναι τα κυρίαρχα συναισθήματά σας για τη δραματική πραγματικότητα της χώρας μας;
    Βαθιά θλίψη και ανησυχία για το μέλλον, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στους νέους. Αισθάνομαι ότι, ακόμα μια φορά, θυσιάζονται γενιές και αυτό θα έπρεπε να το συνειδητοποιήσουμε και να προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε τις συνθήκες που το προκαλούν.

    Ποια χρήσιμα μαθήματα μπορούμε να πάρουμε μέσα από αυτήν την δύσκολη κατάσταση;
    Να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη, που έχουμε τόσο ακριβά πληρώσει στο παρελθόν. Είναι εντελώς ανώριμο να μη μαθαίνει κανείς ποτέ από τα λάθη του. Πιστεύω ότι είναι πια καιρός να ενηλικιωθούμε ως χώρα. Και οι ηγεσίες και ο λαός.

    Τι σας εμπνέει αισιοδοξία και ελπίδα;
    Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. […]

    15.12.2013, Κουλουβάρης Γιώργος Σ. «Μπέττυ Αρβανίτη: «Είναι πια καιρός να ενηλικιωθούμε ως χώρα…», Η Ναυτεμπορική

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Είδαμε τους Βρικόλακες του Ίψεν στο θέατρο Κεφαλληνίας – Φινάλε για όσκαρ

    Εμμονές, ανικανοποίητοι πόθοι, τα πρέπει που συνθλίβουν την επιθυμία, η χριστιανική ηθική και η υποκρισία των καθώς πρέπει, μαζί με μια σκοτεινή αρρώστια είναι τα πιο φοβερά φαντάσματα στις ζωές των ανθρώπων. Όλα αυτά στους Βρικόλακες, ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ίψεν, που ανεβαίνει στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

    Οι Βρικόλακες (στις αγγλικές μεταφράσεις προτιμούν τη λέξη Ghosts- φαντάσματα) γράφτηκαν το 1881 και δεν έχουν καμία σχέση με τα τέρατα των μεταφυσικών θρίλερ. Ο όρος χρησιμοποιείται συμβολικά, για να υπογραμμίσει τη σχέση του έργου με το θάνατο.

    Πρόκειται για μία οικογενειακή τραγωδία, που έχει ήδη συντελεστεί εδώ και δεκαετίες. Απλά στις δύο ώρες που διαρκεί το δράμα, όλα αυτά βγαίνουν στην φόρα. Μια μάνα κουβαλάει τα συντρίμμια ενός καταστροφικού γάμου, ο νεκρός πατέρας είναι υπεύθυνος για πολλές αμαρτίες. Ο γιος δεν φταίει, αλλά κουβαλάει στην πλάτη του το βάρος αυτών των αμαρτιών. Το «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα» που ακούγεται κάποια στιγμή, συνοψίζει απόλυτα το έργο. Η υπηρέτρια έχει έναν έκφυλο και συμφεροντολόγο πατέρα. Και υπάρχει η καταλυτική παρουσία ενός κληρικού, που με τη στάση του δίνει την αφορμή στον Ίψεν να ξεσπαθώσει εναντίον της υποκρισίας της εκκλησίας.

    Το έργο μιλάει για την ψυχική, αλλά και για την πραγματική αρρώστια. Η εμφάνιση της σύφιλης κάποια στιγμή στο έργο, που πλήττει τη νέα γενιά, χωρίς να φταίει σε τίποτα, κάνει τα πράγματα ιδιαίτερα ζοφερά. Πρόκειται άλλωστε για το Aids εκείνης της εποχής, που δημιουργούσε τεράστια ψυχικά και σωματικά προβλήματα. Και γίνεται ο καταλύτης του δράματος. Το φινάλε που επιλέγει ο Ίψεν θέτει με τον πιο ισχυρό τρόπο το ηθικό ζήτημα της ευθανασίας. Για να καταλάβουμε πόσο διαχρονική είναι η δραματική δύναμή του, αρκεί να σκεφτούμε ότι με ένα φινάλε που σχεδόν αντιγράφει εκείνο των Βρικολάκων, ο Κλιντ Ίστγουντ κέρδισε τέσσερα Όσκαρ το 2004 με το Million Dollar Baby.

    Οι Βρικόλακες θέτουν και σημαντικά κοινωνικά θέματα. Τη διαφθορά μέσα στην οικογένεια, την υποκρισία του κλήρου, την καταπίεση της γυναίκας, την εκμετάλλευση. Μολονότι ο Ίψεν αντιμάχεται τον πουριτανισμό των συντηρητικών ομάδων και είναι υπέρμαχος της γυναικείας χειραφέτησης, δεν ξεφεύγει κι ο ίδιος από την παγίδα ενός ηθικισμού. Φαίνεται ήταν η μοίρα των συγγραφέων της εποχής να ηθικολογούν, όταν θέτουν σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Επίσης, τα ηθικά θέματα που θίγει το έργο να μην φαίνονται τόσο σύγχρονα στην εποχή μας, που έχει άλλα χαρακτηριστικά σε σχέση με την εποχή του Ίψεν. Όμως, ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται το δράμα μαζί με τα τρομακτικά διλήμματα που αντιμετωπίζουν, έχει διαχρονική αξία.

    Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού δεν έχει την υπερκινητικότητα που έχουμε δει σε άλλα έργα του- κυρίως έπη. Ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει το έργο ως μια τραγωδία ασφυκτικά κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους ενός δυστυχισμένου σπιτιού. Υπάρχουν κάποια έξυπνα παιχνίδια με το φως, ενώ ο τρόπος που τοποθετούνται τα καθίσματα και οι ηθοποιοί στη δεύτερη πράξη ίσως προσπαθεί να παρουσιάσει την θεατρική εκδοχή του πανοραμικού πλάνου (εδώ βολεύει και η αμφιθεατρικού τύπου διάταξη των καθισμάτων του συγκεκριμένου θεάτρου). Τα ρούχα θα μπορούσαν να είναι και εποχής, ενώ τα σκηνικά είναι αρκετά λιτά.

    Ένας από τους πρωταγωνιστές ο Κώστας Βασαρδάνης (ο γιος – ο ευαίσθητος καλλιτέχνης), παίζει πιάνο, για τις ανάγκες του ρόλου. Αν και φαίνεται να παίζει σαν βιρτουόζος πιανίστας, η αλήθεια είναι πως πρόκειται για πολύ καλή μίμηση. Ο ήχος έρχεται από τα ηχεία. Τα πλήκτρα του πιάνου στην πραγματικότητα δεν βγάζουν ήχο. Η μουσική πάντως με επιδέξια παιχνίδια υπογραμμίζει τις δραματικές κορυφώσεις του έργου, μαζί με την άνοδο της έντασης της φωνής των ηθοποιών.

    Ως προς τις ερμηνείες, ο Βασαρδάνης, ο οποίος ερμηνεύει τον πιο αδύναμο σωματικά άνθρωπο, που πληρώνει τη νύφη για αμαρτίες άλλων, είναι σπαρακτικός στα δραματικά σημεία και δίνει μια έξοχη ερμηνεία. Εξίσου πειστική και αξιόλογη είναι η ερμηνεία του Νίκου Χατζόπουλου, στον ρόλο ενός κληρικού -υπέρμαχου της χριστιανικής ηθικής, αλλά κατά βάθος αρκετά συμφεροντολόγου, όταν η ανάγκη της διατήρησης της θέσης και του κύρους του το επιβάλλει. Η μπλαζέ στο μεγαλύτερο μέρος του έργου (για τις ανάγκες του ρόλου) Μπέττυ Αρβανίτη βγάζει προς το φινάλε με ένταση την απελπισία της μητέρας, που βρίσκεται σε μια τραγική κατάσταση κι έχει ζήσει μια ζωή μέσα στο ζόφο. Αρκετά σύνθετη και πειστική είναι η ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου στις μεταμορφώσεις του χαρακτήρα της νέας κοπέλας- υπηρέτριας που διψά για ζωή, αλλά παγιδεύεται στα “φαντάσματα” του σπιτιού. Ο Γιώργος Κέντρος δίνει μια απλά ικανοποιητική ερμηνεία στον ρόλο ενός αρκετά διεφθαρμένου τύπου, που το μόνο που τον νοιάζει είναι το κέρδος.

    Γενικά, οι Βρικόλακες είναι ένα ζοφερό έργο με καταθλιπτικούς ήρωες και περίπλοκα ηθικά διλήμματα, αλλά άψογα δομημένο και με μεγάλες δραματικές εντάσεις. Η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες αναδεικνύουν τη δύναμη του έργου. Και το αποτέλεσμα είναι μια παράσταση επώδυνη, αλλά υψηλής αισθητικής ποιότητας.

    10.12.2013, Σμυρνής Γιώργος «Είδαμε τους Βρικόλακες του Ίψεν στο θέατρο Κεφαλληνίας – Φινάλε για όσκαρ», www.monopoli.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ίψεν με οσμή ναφθαλίνης

    Δεν βρήκα στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού το κέντρισμα που θα με κάνει να τη θυμάμαι και μετά από χρόνια. Είναι τυπική για το εν λόγω θέατρο, στην παράδοση που έχει καθιερώσει η Μπέττυ Αρβανίτη: σοβαρή και ποιοτική. Αλλά ένιωσα πως γυρίζουμε πίσω, πιο πίσω και από την αμέσως προηγούμενη, τη «Φόνισσα».

    Μου είναι δύσκολο να δω κάτι ξέχωρα από την ανάστατη εποχή μας. Για παράδειγμα, θεωρητικά δεν βρίσκω κάτι περισσότερο στεγανό στους καιρούς από μια παράσταση σαν αυτούς τους «Βρυκόλακες» στην οδό Κεφαλληνίας. Έργο κλασικό σε παράσταση τυπική για το εν λόγω θέατρο, στην παράδοση που έχει καθιερώσει εδώ πια και χρόνια η Μπέττυ Αρβανίτη: σπουδή και σοβαρότητα με κέντρο την πρωταγωνίστρια, αίσθηση φτωχού σε μέσα, αλλά ακριβού σε προθέσεις εγχειρήματος, ποιοτικό ρεπερτόριο ως αυτοσκοπός. Δεν είναι ασφαλώς δυσάρεστα όλα αυτά, ακόμα κι αν με τους «Βρυκόλακες» νιώθω πως γυρίζουμε πίσω, πιο πίσω για παράδειγμα από την αμέσως προηγούμενη «Φόνισσα».

    Ίσως έχω άδικο. Υπάρχει κάτι στη διδασκαλία του Στάθη Λιβαθινού που σπάζει τα στεγανά κι επικοινωνεί με το σήμερα. Ως γνωστόν, οι «Βρυκόλακες» είναι το τυπικό «έργο με θέση» του ρεαλισμού, απάντηση στις αντιδράσεις που προξένησε το «Κουκλόσπιτο» κι επέκταση του επιχειρήματός του: Ορίστε λοιπόν η περίπτωση ενός γάμου που «επιβίωσε» όπως τόσοι άλλοι, κρύβοντας ψεύδη και μυστικά πίσω από την επιφάνεια της κοσμιότητας, της κοινής πουριτανικής ηθικής, της «αγιασμένης υπόληψης», κι ασφαλώς πίσω από την υπομονή και τους συμβιβασμούς της γυναίκας. Πού καταλήγει λοιπόν η αρρώστια, όταν δεν αντιμετωπίζεται; Τα φαντάσματα μιας καταπιεστικής ηθικής φέρνουν μια μολυσματική ασθένεια, που σαπίζει τη νεολαία.

    Εδώ αν θέλετε κρύβονται οι δικοί μου σημερινοί «Βρυκόλακες». Συνηθίζουμε να βλέπουμε το έργο μέσα από τα μάτια της κυρίας Αλβινγκ, -αυτή είναι το εργαλείο της συναισθηματικής μας μόχλευσης. Κι όμως εδώ συμβαίνει κάτι άλλο: Το ενδιαφέρον μεταφέρεται από την Αλβινγκ, τον Ενγκστραντ και τον πάστορα Μάντερς, στους δύο νέους: Πρώτα στον Όσβαλντ, που γίνεται θύμα καταπίεσης τόσο εξ αποστάσεως όσο και εκ του σύνεγγυς: από τον πατέρα, τον πραγματικό και φάντασμα, και από τη μητέρα, τη στοργική και καταπιεστική. Και ύστερα ο νους πάει στην αξιολύπητη Ρεγκίνε, που αδυνατεί να ξεφύγει από τη μέγκενη της νιότης της. Υπάρχει μια πάλη γενεών στους «Βρυκόλακες», με τη νέα γενιά να χάνει -σε αυτές τις συνθήκες- κατά κράτος. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η αρρώστια του Όσβαλντ, που στο τέλος τον κάνει ανήμπορο, μοιάζει με την αρρώστια μιας νεολαίας καταδικασμένης σε πνευματικό νανισμό.

    Να, λοιπόν, η παλιά επαναστατικότητα του έργου, κυνική και αιχμηρή όπως πάντα. Πράγμα ανακουφιστικό, επαναλαμβάνω, για μια παράσταση που έχει πάνω της μια οσμή ναφθαλίνης, σαν να βγήκε από ντουλάπα περασμένης δεκαετίας. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται πάντως στη διδασκαλία των ηθοποιών –Λιβαθινός είναι αυτός: Πρόσωπα μελετημένα στην εντέλεια, μέχρι τα πιο μακρινά περιθώριά τους. Η Άλβινγκ της Μπέττυς Αρβανίτη είναι μια απονευρωμένη γυναίκα, παρατημένη πια, που έχει κρύψει τη νιότη της σε λαγούμι. Είναι ακόμα μια μετανιωμένη πρώην πουριτανή, που έκανε άθελά της (συνειδητά όμως) τόσο κακό όσο δέχτηκε. Η αμαρτία της είναι βαθιά όσο και του άνδρα της.

    Ερμηνεία απολύτως σεβαστή, που δεν αποδίδει όμως στην πράξη. Αντιθέτως, είχα έντονα την εντύπωση στη διάρκεια της παράστασης ότι η πρωταγωνίστρια δεν έχει πειστεί για τον ρόλο της. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η σκηνική απόδοση του πάστορα Μάντερς από τον Νίκο Χατζόπουλο. Υπάρχει στη δική του προσήλωση στον νόμο και την τάξη μια κωμική νότα. Αν και ο Χατζόπουλος στηρίζει σε αυτή περισσότερα από όσα ο ίδιος ο ρόλος ίσως αντέχει, δίνει τουλάχιστον στη βαρύθυμη παράσταση μια πνοή, ένα ξάφνιασμα, κάποιο νεύμα. Ο Γιώργος Κέντρος παίζει τον Ενγκστραντ με την κατακτημένη τεχνική του, πράγμα όχι κατ’ ανάγκην καλό. Ο άνθρωπός του πάντως είναι φτιαγμένος από σκληρό ξύλο, λουστραρισμένο με το βερνίκι αστραφτερής υποκρισίας.

    Στρέφομαι προς τη Μαρία Κίτσου: δίνει στο πρόσωπο της Ρεγκίνε τον πυρετό σώματος που ασφυκτιά από τα παπλώματα της συγκατάβασης. Έχει αναπτύξει θαυμάσια τη διπλοπροσωπία σαν μέσον επιβίωσης, αν όχι και σωτηρίας. Και απομένει το κεντρικό –κατά τη γνώμη μου– πρόσωπο της παράστασης, ο Όσβαλντ. Ο Κώστας Βασαρδάνης στηρίζει την ερμηνεία του στη μουσική του παιδεία. Ο ηθοποιός δίνει επίσης στο πρόσωπό του την εικόνα ενός ρομαντικού νέου της εποχής, με όλη τη μελοδραματικότητα που γεννούν η αυθορμησία αλλά και η απελπισία. Είναι αλήθεια πως αυτός ο Όσβαλντ του Βασαρδάνη μοιάζει από άλλο έργο κι άλλο κόσμο –μήπως όμως είναι αυτό ακριβώς το προκείμενο; Μήπως ο Όσβαλντ θα έπρεπε να ανήκει στον κόσμο των ζωντανών; Στην πιο ευφυή σκηνή της παράστασης, η επέλαση του κακού γίνεται όταν αυτός καθίσει στο πιάνο. Αληθινά ο θάνατός του είναι ο θάνατος ενός καλλιτέχνη, ενός μικρού παιδιού τη στιγμή που παίζει. Ό,τι και να αποφασίσει η μάνα του για τη συνέχεια, το μέλλον είναι πια νεκρό.

    Κι όμως, με όλα αυτά μου λείπει ακόμα από την παράσταση το ειδικό ενδιαφέρον, το κέντρισμα που θα με κάνει να τη θυμάμαι και μετά από χρόνια. Μου μοιάζει κιόλας πως στενεύεται πολύ στον μπελαλίδικο χώρο της Κεφαλληνίας. Κάποια στιγμή μάλιστα αναγκάζεται να μπει εκτάκτως στα χωράφια του… ποιητικού ρεαλισμού, για να δώσει από εκεί τις σκηνές του Όσβαλντ με τη Ρεγγίνε. Τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου τηρούν ευλαβικά τον τύπο του ιψενικού δράματος. Για τα σκηνικά της δεν μιλώ, γιατί σκηνικά προφανώς δεν υπάρχουν: υπάρχει μόνο σκηνικός διάκοσμος.

    Ασκεί μια απόλυτα κατανοητή σαγήνη αυτό το θέατρο, το νιώθω. Ίψεν προβληματισμένος και μελετημένος. Κάπως παλιομοδίτικος. Επίκαιρος πάντως.

    09.12.2013, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ίψεν με οσμή ναφθαλίνης», Η Εφημερίδα των Συντακτών

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Είδα: τους «Βρικόλακες» του Ίψεν σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Με ένα θίασο υψηλών αξιώσεων, ο Λιβαθινός προσφέρει ένα πυκνό, εύρυθμο, αλλά και στέρεο ανέβασμα.

    Το ερώτημα του πώς αναβιώνεις μια αστική τραγωδία δωματίου που φιλτράρεται μέσα από θρησκευτικές ιδεοληψίες και στείρες κοινωνικές προκαταλήψεις φαίνεται πως βασάνισε επίμονα και δημιουργικά τον Στάθη Λιβαθινό που σκηνοθέτησε τους «Βρικόλακες» του Ίψεν για το «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας»· επικεντρωμένος σε αυτό ακριβώς το σημείο: εκεί όπου το παρελθόν κινδυνεύει ή τουλάχιστον διεκδικεί να γίνει μέλλον. Αν αυτή η συνθήκη δεν γινόταν απόλυτα αναγνωρίσιμη στην εποχή μας, όπου τα κληροδοτήματα της «αμαρτωλής» μας ιστορίας βαραίνουν απελπιστικά τις πλάτες μας, θα ήταν δύσκολο να (εκ)τιμήσουμε το ιψενικό αριστούργημα ως σημερινοί θεατές.

    Δυστυχώς είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τι σημαίνει κοινωνική χειραγώγηση, συλλογική υποκρισία, τυφλή υπακοή σε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, αιχμαλωσία σε ένα σύστημα που ποδοπατά τις ανθρώπινες ανάγκες κι αφήνει πίσω του ψυχικά ράκη. Η σκηνοθεσία του Λιβαθινού έξυπνα εστίασε σε αυτήν ακριβώς τη σύμπτωση που, ομολογουμένως δεν ήταν εύκολο να αναδειχθεί μέσα σε μια, εκ πρώτης όψεως, οικογενειακή τραγωδία η οποία εκτονώνεται σαν συνέχεια τρομερών αποκαλύψεων.

    Εδώ παρακολουθούμε την Έλεν Άλβινγκ, μια επιφανή αστή η οποία έχει αφοσιωθεί στις επιχειρήσεις του άνδρα της – σε μια προσπάθεια να ξορκίσει την άσωτη ζωή του που την έχει καταδικάσει σ’ ένα δυστυχισμένο γάμο. Χρόνια μετά το θάνατό του που συμπίπτει με την επιστροφή του γιου της Όσβαλντ από το «απελευθερωμένο» Παρίσι, η κ. Άλβινγκ αποφασίζει να κάνει την επανάστασή της, ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή αποτινάσσοντας τα φαντάσματα του παρελθόντος… «Έτσι ξεκινούν οι επαναστάσεις· γιατί οι άνθρωποι επιδιώκουν την ευτυχία στη ζωή» της λέει αποδοκιμαστικά ο καθοδηγητής της «στο ζυγό του καθήκοντος», πάστορας Μάντερς υπερτονίζοντας με άκρατη ειρωνεία πως η χαρά της ζωής δεν είναι δικαίωμα, αλλά διαρκής κι αιματηρός αγώνας.

    Πάνω σε αυτό το δραματουργικό υλικό (που αφήνει σε δεύτερη μοίρα την προφανή σύνδεση με την αρχαία τραγωδία και δη με τον «Οιδίποδα») και με ένα θίασο υψηλών αξιώσεων η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού προσφέρει ένα πυκνό, εύρυθμο -με εξαίρεση κάποια σημεία στην τελευταία πράξη-, αλλά και στέρεο ανέβασμα. Οι δυνατές ποιητικές και ατμοσφαιρικές στιγμές παραπέμπουν σε μια πιο μεταφυσική ανάγνωση του Ίψεν – ειδικά σε αυτό βοηθούν οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η σκηνική λύση με τις λευκές κουρτίνες από την Ελένη Μανωλοπούλου.

    Σε κεντρικό ρόλο και η μουσική της Μαρίνας Χρονοπούλου να υπογραμμίζει τις δραματικές κορυφώσεις – και να δικαιώνει την απόφαση του σκηνοθέτη να «αυθαιρετήσει» ως προς το πρωτότυπο κείμενο και να μετατρέψει τον ζωγράφο Όσβαλντ σε μουσικό.

    Οι πιο χυμώδεις καρποί της σκηνοθεσίας φαίνονται ωστόσο στις ερμηνείες των ηθοποιών. Η Μπέττυ Αρβανίτη αποδίδει μια έντιμη προσέγγιση στο πρόσωπο της ‘Ελεν Άλβινγκ, αν και οι πρώτες σκηνές της παράστασης τη βρίσκουν σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Στη συνέχεια ανακτά δυναμικά τον βηματισμό της, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η ηρωίδα της αποφασίζει να αλλάξει γραμμή πλεύσης. Ο Νίκος Χατζόπουλος είναι υποδειγματικός στο ρόλο του συντηρητικού και τυπολάτρη πάστορα Μάντερς και ίσως ο πιο σημαντικός φορέας στη σαρκαστική διάθεση του Ίψεν. Ακόμα και στις κινήσεις ή στον τονισμό της φωνής του, εκφράζεται ο άνθρωπος που προσκυνά ευλαβικά κι όμως τόσο υποκριτικά τις ιδεολογίες του παρελθόντος για να τις προδώσει αμέσως μόλις σταματά να έχει κέρδος από αυτές.

    Ο Κώστας Βασαρδάνης ως Όσβαλντ Αλβινγκ γίνεται ο εκφραστής της «εξέγερσης» (σε ένα είδος ρόλου που του ταιριάζει αν θυμηθούμε και την ερμηνεία του στο «Μαρά Σαντ» του Εθνικού θεάτρου) με ωραία ακολουθία διακυμάνσεων από την έκρηξη και την απελπισία στην πιο εσωτερική ερμηνεία. Η Μαρία Κίτσου υποδύεται την πέτρα του σκανδάλου, τη νεαρή υπηρέτρια Ρεγκίνε και παρά το, σύντομης διάρκειας ρόλο της, βεβαιώνει για μια ακόμα φορά το πηγαίο ταλέντο της και την απαράμιλλη φυσικότητα κι εκφραστικότητα που διαθέτει. Τέλος, σε μια από τις σπάνιες πια εμφανίσεις του στη σκηνή, ο Γιώργος Κέντρος φτιάχνει ένα γεμάτο πορτρέτο του δαιμονικού Γιάκομπ Ενγκστραντ παίζοντας εξαντλητικά με τη σχέση του είναι και φαίνεσθαι.

    Αξιοπρόσεχτο είναι πως παρά τα διαφορετικά εργαλεία του κάθε ηθοποιού και τις διαφορετικές διαδρομές του κάθε ρόλου, ο θίασος αθροίζεται τελικά σε ένα κλάσμα –να και πάλι η σύνδεση με το αρχαίο δράμα–, σε μια εκδοχή της ανθρώπινης φύσης που επιμένει από φόβο να ζει σαν φάντασμα και να τρέμει «τόσο αξιοθρήνητα το φως».

    03.12.2013, Χαραμή Στέλλα «Είδα: τους «Βρικόλακες» του Ίψεν σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού», tospirto.net

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Οι Βρικόλακες κρύβουν ένοχα μυστικά

    Έτος Ίψεν το 2014 και το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας τιμά τον Νορβηγό δραματουργό ανεβάζοντας στην Κεντρική Σκηνή το αριστούργημά του «Βρικόλακες», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

    Η πρεμιέρα δόθηκε χθες, σε νέα μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, με την Μπέττυ Αρβανίτη στον ρόλο της κ. Άλβιγκ.

    Ο Χένρικ Ίψεν θεωρείται ο πρώτος μεγάλος εκφραστής ενός πνευματικού ρεύματος που εγκατέλειψε τα προσφιλή θέματα του 19ου αιώνα και έφερε στο προσκήνιο την καθημερινή ζωή και τις αμαρτίες της. Οι «Βρικόλακες» αποτελούν ένα δηκτικό σχόλιο του συγγραφέα στην ηθική της κοινωνίας του 19ου αιώνα με ισχυρά διλήμματα. Μιλάει για μια οικογένεια με ένοχα μυστικά, τις εξωσυζυγικές σχέσεις του άντρα, την προσπάθεια της γυναίκας να εξαγνίσει την τιμή της οικογένειας με τη δημιουργία ενός ορφανοτροφείου, αλλά και τον αδιέξοδο έρωτα του άρρωστου γιου τους Όσβαλντ με μια γυναίκα.

    Καταλήγει σε ένα τρομακτικής εντάσεως ηθικό δίλημμα γύρω από το θέμα της ευθανασίας. Το έργο που γράφτηκε το 1881, πιθανολογείται ότι ο Ίψεν το έγραψε εξαιτίας του νόθου παιδιού του, που είχε αποκτήσει μόλις σε ηλικία 18 χρόνων με μια υπηρέτρια και που είχε αναγνωρίσει, χωρίς όμως ποτέ να το συναντήσει. Οι «Βρικόλακες» είναι ένα έργο που έχει στοιχεία από προγενέστερα αριστουργήματα της κλασικής αλλά και της αρχαιοελληνικής δραματουργίας.

    «Παρανοϊκή σχέση»

    «Βλέπει δηλαδή κανείς την έντονη συσχέτιση με τον ”Οιδίποδα Τύραννο” του Σοφοκλή, που αντικατοπτρίζεται όχι μόνον στη σχεδόν παρανοϊκή σχέση του Όσβαλντ με τη μητέρα του, αλλά και στη σχέση του με τον πατέρα του, ο θάνατος του οποίου τον στοίχειωσε και εν τέλει τον σκότωσε» σημειώνει ο σκηνοθέτης. «Όπως και στον Οιδίποδα, οι ήρωες του ιψενικού δράματος διακατέχονται από τη μανία της ”αποκάλυψης” αδιαφορώντας για τις συνέπειες… Επίσης οι δύο νέοι άνθρωποι του έργου, ο Όσβαλντ και η Ρεγκίνε, πρέπει να παραλάβουν από τους παλιότερους τον κόσμο που αυτοί έφτιαξαν και να καταφέρουν μέσα σ’ αυτόν να πορευτούν και να πραγματοποιήσουν μέσα σ’ αυτόν τα όνειρα και τις ελπίδες τους…».

    Τη μετάφραση-δραματουργική επεξεργασία συνυπογράφουν οι Γιώργος Δεπάστας-Στάθης Λιβαθινός και τη σκηνοθεσία έκανε ο Στάθης Λιβαθινός. Τα σκηνικά-κοστούμια φιλοτέχνησε η Ελένη Μανωλοπούλου και η μουσική είναι της Μαρίνας Χρονοπούλου. Πρωταγωνιστούν: Μπ. Αρβανίτη, Γ. Κέντρος, Ν. Χατζόπουλος, Μ. Κίτσου και Κ. Βασαρδάνης.

    30.11.2013, Καράλη Αντιγόνη «Οι Βρικόλακες κρύβουν ένοχα μυστικά», Έθνος

  • Γιώργος Κέντρος «Από θαύμα υπάρχουμε ως χώρα»

    Σπουδαίος, αλλά ακριβοθώρητος. Με μια μεγάλη πορεία στο θέατρο μαζί και δίπλα στους καλύτερους. Με γυρισμένη την πλάτη, από άποψη και αυστηρότητα, στο αλισβερίσι με τους δημοσιογράφους. Από αύριο θα έχουμε τη χαρά να τον βλέπουμε στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, στους «Βρικόλακες» του Ίψεν, που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός.

    Συνάντησα τον Γιώργο Κέντρο στο κέντρο της Αθήνας, με αφορμή τη νέα παράσταση που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Το έργο είναι το κλασικό αριστούργημα «Βρικόλακες» του Ίψεν, με εκλεκτούς συντελεστές, όπως η Μπέτυ Αρβανίτη (κυρία Αλβινγκ), ο Νίκος Χατζόπουλος (πάστορας Μάντερς), αλλά και οι νεότεροι, εξίσου ταλαντούχοι Κώστας Βασαρδάνης (Οσβαλντ Αλβινγκ) και Μαρία Κίτσου (Ρεγκίνε Εγκστραντ). Ο Γιώργος Κέντρος υποδύεται τον Γιάκομπ Εγκστραντ, πατέρα της Ρεγκίνε.

    Η παράσταση έχει πρεμιέρα αύριο. Στον δρόμο προς το ραντεβού, ηχούσε στο αυτί μου η φωνή του Γ. Κέντρου, χαρακτηριστικά μπάσα με ένα αυστηρό ηχόχρωμα. Αναρωτιόμουν πόσο αυστηρός είναι και ο ίδιος στη ζωή και τις επιλογές του. Τελικά συνειδητοποίησα ότι η όποια αυστηρότητά του δεν είναι μια στάση επικριτική, αντίθετα συνδέεται με τη ζεστή και βαθιά αγάπη του για την αλήθεια, την τέχνη και τη ζωή.

    Δίνετε σπάνια συνεντεύξεις…
    Ναι. Έχω μια ιδιαιτερότητα. Αγαπώ πολύ το θέατρο. Και επειδή είχα την τύχη να βρεθώ σε χώρους όπου τον έναν τον δημιουργήσαμε ο Τάσος Μπαντής, η Ράνια Οικονομίδου, ο Καταλειφός και εγώ, το Θέατρο Εμπρός, και πριν από 10 χρόνια συνεργαζόμουν με τον Λευτέρη Βογιατζή στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσα υποκριτικά και καλλιτεχνικά διέφερε από τους υπόλοιπους σε μεγάλο βαθμό. Ξέρετε, είναι πολύ διαφορετικό να συνεργάζεσαι για πρώτη φορά με έναν συνάδελφο, από το να έχεις έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας από άποψη επεξεργασίας και δουλειάς. Οι άνθρωποι που συνεργάστηκα είχαν τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, με τον συγχωρεμένο τον Λευτέρη, έπρεπε να ξεπεράσεις ένα προσωπικό του αδιέξοδο για να καταφέρεις να κάνεις έναν ρόλο. Ήταν όμως καλλιτέχνης. Η αισθητική του και η ποιητικότητα των παραστάσεών του ήταν ανεπανάληπτες. Ήταν αφοσιωμένος από το πρωί μέχρι το βράδυ στην τέχνη του. Έτσι είχα μάθει να δουλεύω. Όταν, λοιπόν, τελείωσα με τη διαδικασία των ομάδων και βγήκα έξω στον χώρο, είπα «Παναγία μου, τι είναι αυτό».

    Πώς αισθανθήκατε, δηλαδή;
    Ότι δεν υπήρχαν ασφαλιστικές δικλίδες και κόκκινες γραμμές στη διαδικασία. Από τα πιο απλά, για παράδειγμα ότι ερχόμαστε στην πρόβα στην ώρα μας, κάτι που δεν τηρούνταν, μέχρι το «έλα να τελειώνουμε, γιατί έχουμε και μια άλλη δουλίτσα». Το καταλαβαίνω. Το θέατρο όμως είναι… τσαγκαρική. Αγωνίζεσαι για να πράξεις ένα αποτέλεσμα, και δεν είσαι μόνος σου. Δυστυχώς, στο θέατρο το εγώ των συντελεστών είναι υπερτροφικό, και αυτό δυσκολεύει τη διαδικασία. Είχα την τύχη να δω πώς κάνουν θέατρο στη Ρωσία, όπου το αντιμετωπίζουν σαν επιστήμη. Ηθοποιός δεν είναι να ψελλίζεις λόγια, αλλά να έχεις έναν στόχο.

    Αυτή η απαιτητικότητά σας αντανακλάται και στη σχέση σας με τα ΜΜΕ;
    Έχω πάρει μερικά βραβεία για την τέχνη μου. Δεν έχω πάει ποτέ να τα πάρω. Έχω ζήσει αυτό το αλισβερίσι με παραγωγούς, δημοσιογράφους, συντάκτες κ.λπ. και μπορώ να πω ότι με αηδιάζει. Βλέπω τα ίδια πρόσωπα να προβάλλονται και δεν με αφορά. Αντιδρώ λοιπόν διά της σιωπής μου. Από την άλλη, όλη αυτή η μανία με την προσωπική ζωή του καλλιτέχνη εμένα δεν με αφορά. Δεν με ενδιαφέρει να πλασάρω τον εαυτό μου κάπως. Έχω τόσα ελαττώματα, τόσα προβλήματα στη ζωή μου, που δεν θεωρώ ότι είμαι κάτι το ιδιαίτερο. Στο θέατρο, όμως, θέλω και απαιτώ να δουλεύω όσο το δυνατόν περισσότερο για να πετύχω κάτι μικρό. Το θέατρο είναι αλήθεια. Και εάν δεν έχει αλήθεια, δεν πηγαίνει.

    Η τωρινή συνεργασία σας;
    Είναι μια απόλυτα συνειδητή επιλογή. Συνεργάζομαι με εξαιρετικούς συντελεστές της γενιάς μου αλλά και της νεότερης γενιάς. Ιδίως τον Νίκο Χατζόπουλο τον γνωρίζω καλύτερα τώρα και έχω εντυπωσιαστεί».

    Έτος Ίψεν το 2014. Η δική σας ανάγνωση στους «Βρικόλακες»;
    Είναι ένα έργο για τα φαντάσματα που κουβαλούμε μέσα μας, κάτω από τη σκιά της σύφιλης.

    Ο δικός σας ρόλος;
    O Έγκστραντ είναι ένα πρόσωπο δαιμονικό που κάνει τα πάντα για να πετύχει αυτό που θέλει. Το επιφανειακό του ρόλου έχει να κάνει με έναν μειλίχιο και γλυκό άνθρωπο. Μου θυμίζει τον Ιάγο…

    Έχετε συναντήσει βρικόλακες στη ζωή;
    Ανθρώπους που ρουφούν το αίμα; Ναι, πολλούς. Και με έναν τρόπο όλοι μας έχουμε ρουφήξει το αίμα του άλλου, για να υπάρξουμε, χωρίς πάντα να το καταλαβαίνουμε… Οι βρικόλακες της παράστασης έχουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό: σε ακινητοποιούν, σε καθηλώνουν. Νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος έχει κάτι μέσα του που ακινητοποιείται ή καθηλώνεται.

    Είστε αυστηρός;
    Πολύ. Με τον εαυτό μου πρώτα και κύρια. Δεν είμαι αφοριστικός, αλλά όταν ασχολείσαι με την τέχνη, πρέπει ιδεατά το αποτέλεσμα να είναι ένα αντίδωρο. Να μην είναι μια αρπαχτή. Υπάρχουν παραστάσεις που με απασχολούσαν μετά και μήνα ολόκληρο. Τώρα μπαίνω, βγαίνω και δεν μένει τίποτα. Όχι σε όλες. Στις περισσότερες. Γιατί ο τρόπος που γίνεται αυτή η δουλειά καθορίζει και το αποτέλεσμα. Στην Ελλάδα, με μια τέτοια παράδοση στο αρχαίο δράμα, στην κωμωδία, δεν έχουμε σχολές. Δεν έχουμε Ακαδημία Θεάτρου, δεν έχουμε Ακαδημία Χορού, ούτε Κινηματογράφου. Στη Λυρική που ήμουν πριν από 2,5 χρόνια οι περισσότεροι χορευτές -και καλοί χορευτές- ήταν Αλβανοί. Έχουν στην Αλβανία Ακαδημία Χορού, Κινηματογράφου, Θεάτρου. Για παράδειγμα, δεν έχουμε σοβαρό παιδικό θέατρο. Μόνον ένα θέατρο υπήρχε που εκτιμούσα, της Ξένιας Καλογεροπούλου, και ανέστειλε τη λειτουργία του. Ο ηθοποιός είναι ένα παρεξηγημένο είδος στην Ελλάδα, εκμεταλλεύσιμο εξαιτίας της φιλοδοξίας του. Διαφέρει το «γιατί κάνω θέατρο εγώ» σε σχέση με το γιατί του άλλου. Οι θέσεις, οι διαθέσεις και οι στόχοι μπερδεύονται, οπότε δεν υπάρχει επιθυμητό αποτέλεσμα. Και η αξιολόγηση γίνεται ελαφρά τη καρδία.

    Τελικά από θαύμα κάνουν τέχνη όσοι κάνουν τα τελευταία χρόνια;
    Ναι. Και νομίζω ότι από θαύμα υπάρχουμε και ως χώρα, έτσι όπως υπάρχουμε. Και δεν δέχομαι ότι ο άνθρωπος που κάνει τέχνη δεν μπορεί παράλληλα να είναι πολίτης. Όχι, δηλαδή, να κάνουμε τέχνη ανάλογα με τα κομματικά μας συμφέροντα. Εμένα μου έμαθαν να είμαι αριστερός την εποχή του Κύρκου, του Ηλιού. Με μια συνέπεια αριστερή στη ζωή και στην ιδεολογία. Τώρα βλέπω όλους τους πολιτικούς να είναι ξέχωρα από την υπόλοιπη χώρα. Αλλά λένε και αλλιώς ζουν. Δεν νοιάζεται κανείς για τον διπλανό του. Πόσο μακριά θα πάμε έτσι; Αυτό μαθαίνουμε στο θέατρο, ότι εάν δεν λειτουργήσει ο διπλανός μας, παράσταση δεν θα γίνει.

    Στην τηλεόραση έχετε κάνει ελάχιστα πράγματα. Αλλά σινεμά δεν έχετε κάνει.
    Στην τηλεόραση έχω παίξει πολύ επιλεκτικά. Κινηματογράφο δεν έκανα. Τώρα ετοιμάζομαι να παίξω στην επόμενη ταινία της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγκάρη. Το θέμα είναι αντρικό. Κάποιοι άντρες βρίσκονται πάνω σε ένα σκάφος. Είμαι στη διαδικασία της ανάγνωσης του σεναρίου. Ευτυχώς η σκηνοθέτις κάνει πρόβες και είναι ανοιχτή στο να προσαρμοστούν οι χαρακτήρες ανάλογα με την προσωπικότητα του ηθοποιού.

    Η σχέση σας με τον Στάθη Λιβαθινό;
    Τον γνώριζα πριν πάει στη Ρωσία, από τον Λευτέρη Βογιατζή. Είναι σύνηθες όταν κάνεις μια δουλειά να ευλογείς τα γένια σου. Εγώ έχω καταθέσει τα ένσημά μου για συνταξιοδότηση και είμαι απελευθερωμένος από επαγγελματικά δεσμά. Οπότε μπορώ να μιλήσω χωρίς να με νοιάζει εάν κριθώ. Με τον Στάθη έχουμε παίξει μαζί στον “Βασιλιά Λιρ” και έχουμε υπάρξει συγκάτοικοι. Είναι ένας ιδιαίτερος σκηνοθέτης. Είναι πολύ φιλικός, διακριτικός, νιώθεις όμως ότι στέκει σε μια απόσταση, ιδίως για όποιον δεν τον γνωρίζει. Βλέπω όμως ότι η περπατησιά του στην τέχνη είναι πολύ μεγάλη. Γι’ αυτό οι ηθοποιοί που δουλεύουν μαζί του πρέπει να είναι διαθέσιμοι για να κερδίσουν. Γι” αυτό ξαναγύρισα στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Για τον Στάθη και για όλη την ομάδα. Είναι πολύ καθαρός άνθρωπος ο Λιβαθινός. Αυτά που λέει στις συνεντεύξεις του, για παράδειγμα, είναι έτσι όπως τα πιστεύει και τα ζει. Δεν χρησιμοποιεί «δώσε μου να σου δώσω», δεν μπαίνει σε κολεγιές. Είναι ένας πολύ ανεξάρτητος άνθρωπος.

    Φάνηκε και από τις τελευταίες εξελίξεις με το τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου…
    Θέλω γι’ αυτό πολύ επώνυμα να πω κάτι. Είναι μεγάλη ντροπή για μια πολιτεία, με κομματικά κριτήρια και μόνο να τοποθετεί διευθυντές σε κρατικές σκηνές. Και είναι ντροπή και για τους καλλιτέχνες που αποδέχονται τέτοιες θέσεις, με αυτόν τον τρόπο. Ό,τι καλλιτέχνες και αν είναι. Εγώ δεν δούλεψα ποτέ με τον Γιάννη Χουβαρδά, αλλά δεν μπορώ να μη δω ότι έφερε κόσμο, πρωτοπορία και νέο πνεύμα στο Εθνικό. Γι’ αυτό μια άξια συνέχεια θα ήταν ο Στάθης Λιβαθινός, ο οποίος έχει και σημαντικό έργο πίσω του, και στην Πειραματική και αλλού.

    Το πρόβλημά μας είναι ότι μια καλή αρχή δεν σηματοδοτεί μια καλύτερη συνέχεια…
    Να σας πω τι συμβαίνει, για παράδειγμα, μέσα στις σχολές. Όταν άλλαξε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού άλλαξαν και σχεδόν όλοι οι καθηγητές της δραματικής σχολής, και ήρθαν άλλοι. Γιατί; Με ποιο κριτήριο;

    28.11.2013, Σπυροπούλου Μαριαλένα «Γιώργος Κέντρος: Από θαύμα υπάρχουμε ως χώρα», Η Εφημερίδα των Συντακτών

     

    Για το link πατήστε εδώ